Αρχειο

Ο πεθαμένος και η ανάσταση

Mια αποκλειστικότητα, ένα ατύχημα και δυο λαχτάρες, με τα μάτια ενός φαντάσματος

Νάντια Αργυροπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 501
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Αμφίπολη είναι η-πόλη-γύρω-από-τον-τάφο πια και θυμίζει τις πόλεις του Καλβίνο που είναι «σαν όνειρα», φτιαγμένες «από επιθυμίες και φόβους». Και από διεγερτικές εικασίες βεβαίως, tweets και πυρετικές αναρτήσεις, έξαλλες τυμβολάγνες ανταποκρίσεις αλλά και από εφιάλτες: ενδοεπιστημονικές αρχαιογνωστικές αντεγκλήσεις με αποχρώσεις αντιπολιτευτικού ή θεσμικού εθνικισμού και τη σχιζοφρενική διαχείρηση μιας πολιτιστικής ανακάλυψης και της εθνικής λαχτάρας για διεθνή αποκατάσταση.

Στην Αθήνα τώρα –που αναζητά νέο χρησμό διεκδίκησης για τα μαρμαρωμένα, κομμένα μέλη της– η τελευταία είδηση, σε αποκλειστικότητα από το έντυπο αυτό, είναι ότι βρέθηκε ο μέγας «ένοικος» του τάφου, «μίλησε ο τάφος» δηλαδή, κατά την προσφιλή έκφραση των σχετικών ανακοινώσεων. Αναγνωρίστηκε έτσι καταρχάς ότι η παράδοξη αυτή ορολογία, η οποία παρέπεμψε εξαρχής σε μια ζώσα κατοίκηση (αν και δεσμευμένη από επίσημη εκ-προσώπηση στην επικοινωνία της με τον έξω κόσμο) δεν ήταν κακή επιλογή. Γιατί ο ένοικος είναι ένα Φάντασμα!

Ένας που «πέθανε αναστημένος» για να θυμηθούμε την πεντζικική διατύπωση, προορισμένος δηλαδή να σηκωθεί σε καινούργια γη, νέος, σχηματισμένος, συνοδευόμενος από ζωηρά άλογα και τον ίδιο τον μεγάλο ψυχοπομπό Ερμή, τον γενειοφόρο Πλούτωνα και την κοκκινομάλα Περσεφόνη, τη φεύγουσα κόρη, απαχθείσα από το αόρατο και προς το αόρατο. Αρχαιολόγοι, ανασκαφείς, ο Τύπος, μεγάλο κοινό και σύμπασα η επίσημη ελληνική πολιτεία κατάλαβε την σημασία του νεκρού και του τύμβου του με όρους δημόσιας τελετουργίας στην οποία διακυβεύονται τα πρωτεία κάποιας γενικευμένης επίδειξης χαρμολύπης: χαρά για όσους απολαμβάνουν κάποια καταγωγική δικαίωση, λύπη, πένθος για όσους κλαίνε την ανακάλυψη ως ήδη «υποθηκευμένη έναντι του δημόσιου χρέους». (Εξαιρετικού ενδιαφέροντος η σχετική παρέμβαση του Παναγή Παναγιωτόπουλου, «Το καλειδοσκόπιο της Αμφίπολης, προσωρινή κοινωνιολογία για ένα ανησυχητικό μνημείο», the book’s journal, τ.48).

Καμία σύνδεση δεν έγινε φυσικά με τα νεώτερα, έστω ως άσκηση. Το νόημα φερ’ ειπείν του κατά Πεντζίκη «χρέους», της τρομερής θέλησης δηλαδή να αναστηθεί ο νεκρός «γιατί αλλιώς η ζωή μένει αδικαιολόγητη». Να αντιμετωπιστεί η ανακάλυψη τάφου και ενοίκου όχι ως όριο τρομερό, αλλά ως συνέχεια-έκπληξη που μας συμπληρώνει, ένα αντικειμενικά τυχαίο. Ούτε ευτύχημα, ούτε δυστύχημα. «Ατύχημα», όπως όλες οι επίμονες επιστημονικές ανακαλύψεις που έχουν δυναμική, σημασία κοινή και πιθανότητες που υπερβαίνουν ήδη κατοχυρωμένες γνώσεις και εθνικά πλαίσια ενώ ανανεώνουν τη σχέση μας με τον κόσμο και τη θέση μας σε αυτόν.

Και έτσι ξαφνιάστηκαν όλοι δυσάρεστα, όταν το Φάντασμα ανακοίνωσε (επισήμως και αυτοπροσώπως) ότι ήταν «το Φάντασμα του Σύγχρονου». Κοιμήθηκε και τάφηκε σαν σύγχρονο εκεί στο τέλος του 4ου αι. π.χ., ο Ερμής το συνόδευε γιατί ως Ψυχοπομπός ήταν το πιο ικανό και σφριγηλό σύμβολο της ζωής που κινείται και μεταβάλεται αλλά και αυτός που γύριζε κάθε φορά την Περσεφόνη από τον Άδη στη γη. Και οι Κόρες-που-βλέπουν, η σφίγγα, η γεμάτη ένταση έκφραση, ο χιτώνας και το κόσμημα, το σώμα της Περσεφόνης, τα κατώφλια-περάσματα ανάμεσα στους δύο κόσμους και όσα τυχόν ακόμα θα βρεθούν, ήταν κομμάτια της εποχής του Φαντάσματος και μέρος του οίκου του, πιθανότατα αδρά πληρωμένα σε τεχνίτες και καλλιτέχνες. Το Φάντασμα αναρωτήθηκε πού και πώς μπορεί να συναντήσει σήμερα το Σώμα, το σχήμα του σύγχρονου, οπότε και σημειώθηκε τεράστια αναταραχή γιατί κανείς δεν ήξερε πού είναι, ούτε καν ακριβώς τι είναι αυτό για το οποίο μίλαγε το Φάντασμα. Η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας της Αμφίπολης είχαν μόλις ανταλλάξει επιστολές για τον πολιτισμό και επερωτήσεις στη Βουλή που ήταν τραγελαφικοί τύμβοι κοινοτοπιών, χωρίς το ελάχιστο δείγμα στέρεης γνώσης του σύγχρονου και της ευθύνης του.

image

Κωστής Βελώνης: Εξώφυλλο προπαγανδιστικού βιβλίου της δικτατορίας, 1967. Από τη συζήτηση στο «τουμαραθωνίουmarathonproject», 2010

Άλλος αναρωτήθηκε μήπως το φάντασμα ζήταγε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, άλλος μια νέα Ακαδημία μουσικής, άλλος επιχορηγήσεις και την χαμένη ελληνική ταυτότητα/παραγωγικότητα, άλλος τον δημόσιο χώρο, άλλος την επικερδή τουριστική λαίλαπα, προγράμματα μυθοπλασίας, «ριζοσπαστικές πολιτικές» κ.o.κ.

Ορισμένοι, ευέλικτοι ρέκτες της «πολιτικής επικοινωνίας», επεσήμαναν ότι το Σώμα ΔΕΝ μπορεί να συναντήσει το Φάντασμα αν κάποιο από τα δύο είναι παλαιότερο του 18ου αιώνα και χωρίς άδεια ή αυστηρή επιτήρηση απο το Κ.Α.Σ. Προφανώς για τα όσα συμβαίνουν μετά αυτό το όριο ας έχει ο καθένας το νου του και ό,τι ήθελε προκύψει, ή ό,τι συμφέρει. [Κανείς, ας πούμε, εκ των ανωτέρω ή κανείς γενικώς από τους λαλίστατους θεράποντες του σύγχρονου δεν ασχολήθηκε με το γεγονός ότι στην πρώτη μεγάλη έκθεση συνύπαρξης αρχαίων και σύγχρονων έργων τέχνης με την ευκαιρία της Ελληνικής Προεδρίας της Ε.Ε. («Ναυτίλος: Ταξιδεύοντας την Ελλάδα», Βρυξέλλες, 2014) το ΥΠΠΟΑ κράτησε για τον εαυτό του ΚΑΙ τη διαχείρηση του σύγχρονου χωρίς να αναγνωρίσει αυθεντία, πείρα και το δικαίωμα βέτο που το ίδιο ασκεί στη διαχείρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, πουθενά εκτός του ίδιου του Οργανισμού και των υπηρεσιών του].

Συγκεκριμένοι, οι πιο ικανοί μάλλον, σιωπούσαν για να μην τραβήξουν την προσοχή σε άκαιρες μάχες χωρίς προσωπικό όφελος και κυρίως γιατί κράταγαν το Σώμα όμηρο να το μοιράζουν με προσκλήσεις και αντίστοιχους αποκλεισμούς και αγοραίες αποκλειστικότητες, σαν λείψανο ιερό μετά τον εμβαπτισμό του στη συνθήκη της κρίσης, η οποία στη φάση αυτή «ξορκίζεται» από τα φολκλόρ χαρακτηριστικά της ώστε το Σώμα να αποδοθεί εκ-συγχρονισμένο, ανοιχτό στη διεθνή ανατομία και την εκπαιδευτική της.

Άλλοι, πιο υποψιασμένοι, άρχισαν να εξηγούν στο Φάντασμα ότι το Σώμα είναι καλό να μείνει «ζητούμενο» για να μην αισθητικοποιηθεί η όλη δράση-σύνθεση, να θριαμβεύσει η ιστορία του ως τέτοια και μόνο καθώς η γνωστική περιέργεια και η παραμυθητική λειτουργία της δεν είναι παίξε-γέλασε, θέλουν πιστοποιητικά φρονήματος κ.ο.κ. Στο κάτω κάτω δεν θα έπρεπε να έχει και το σύγχρονο τα μνημεία και τους ταφικούς εκπροσώπους του [αντερ-γκράουντ τεχνολόγοι της (αντι)εξουσίας κλπ.];

Γενικώς εστάθει πολύ δύσκολο να καταλάβει η ομήγυρη γιατί ακριβώς αλαφιαζόταν όλο και περισσότερο το Φάντασμα καθώς μάθαινε ότι στη χώρα της Αμφίπολης θέλει περισσότερο κουράγιο από ό,τι οπουδήποτε αλλού για να είναι κανείς σύγχρονος. Άσε που δεν ήταν καν σαφές πού ακριβώς στεκόταν αυτή η χώρα. Το είχε φωνάξει πρόσφατα κάποιος μορφωμένος κάτοικος και θεσμικός εκπρόσωπός της, ενθαρρυντικά, ως ξεπροβόδισμα σχεδόν για παραπέρα, σε κάτι άλλα ταλαίπωρα φαντάσματα, της Ανατολής, που προσπαθούσαν να περάσουν το Αιγαίο χύμα, λάθρα σε μια σάπια βάρκα: ΔΕ ΓΚΡΙΣ ΙΖ ΔΕΑΡ. ΧΙΑΡ ΙΖ ΑΙΛΑΝΤ.

image

Πάνος Κουτρουμπούσης, «All underground». Από τη συζήτηση στο «τουμαραθωνίουmarathonproject», 2010

Η Libby, o Adam και ο HUO

«Ποια είναι τα φαντάσματα που μας στοιχειώνουν, μας συγκροτούν, μας εξουσιάζουν, μας συντροφεύουν, μας παιδεύουν, μας απελευθερώνουν; Ποια είναι η φωνή τους, καλά κρυμμένη μέσα στη δική μας φωνή? Εμφανίζονται ερήμην μας, τα απόθεσαν άλλοι σε εμάς ή τα εγκάλεσαν οι σκέψεις κι οι επιλογές μας? Μας στοιχειώνουν ερωτήματα που παραμελήσαμε να θέσουμε ή τα ανεπίλυτα προβλήματα?«

Το Libby Saccer Foundation θέτει ερωτήματα σαν και αυτά για 7 μήνες, από τον Ιούνιο που πέρασε και μετά, στο χώρο του Cheap Art στα Εξάρχεια, σε ένα μεγάλο εργαστήρι πάνω στη συγχρονία όπου «οι ιστορικές έρευνες του παρελθόντος δεν είναι παρά η σκιά από την θεωρητική έρευνα του παρόντος» για να επικαλεστούμε τον Foucault. Παίρνοντας το όνομά του από την άγνωστη ως το θάνατό της το 2013 Libby Saccer (τυχαία άρα η ηχητική παραπομπή στο αγγλικό sucker =κορόιδο & τρικ;), το Ίδρυμα εξέθεσε το πρόσφατα ανακαλυφθέν αρχείο της στην έκθεση «Καταπίστευμα», μελετά το ρόλο της σε κινήματα τέχνης, σκέψης και πολιτικής για μια περίοδο που καλύπτει πάνω από μισό αιώνα και την κάνει παράγοντα της κινητοποίησης ομάδων ειδικών από κάθε χώρο που ερευνούν και ταξινομούν τα όσα «εκείνη είδε και έζησε», αφυπνίζουν δηλαδή το «πνεύμα της εποχής από την οποία καταγόμαστε». Πραγματική ή επινοημένη η Libby γίνεται λόγος για συζητήσεις ζωηρές και σημαντικές και εύχεται κανείς να υπήρχε ένας τουλάχιστον πολιτικός και πολύ περισσότερος κόσμος να ασχοληθεί με τα φαντΑσματά της (τραγούδια των πνευμάτων) τουλάχιστον όσο με τις Κόρες του εθνικού τάφου. https://libbysacer.blogspot.gr

Στο μεταξύ τον Foucault ως πρόταγμα επικαλείται και ο καινούργιος καλλιτεχνικός διευθυντής της περίφημης (μνημειακών διαστάσεων σε αναλογία στο επίπεδο του σύγχρονου) documenta, Adam Szymczyk: «Η Ιστορία μετατρέπει τα ντοκουμέντα σε μνημεία» προειδοποιεί (Unfollow, τ.34) και υπόσχεται να συλλάβει και αυτός με τους συνεργάτες του το πνεύμα των καιρών» ως ένα άλλο νόημα της Ιστορίας - εν τω γίγνεσθαι, σε δύο τόπους, Αθήνα-Κάσελ και ως το βασικό «έλλειμμα» που θα αναζητά η κίνηση ανάμεσά τους.

Λέξη κλειδί: «ισότιμα» – όπως εκεί, έτσι και εδώ. Πάνω σε αυτήν θα ανθίσει μάλλον το πολιτιστικό μας φαντασιακό για δίκαια καταμερισμένη εξουσία ως το 2017 και θα βρεί έδαφος η άλλη λαχτάρα, για τη νέα αφήγηση της «διδαχής» του Γερμανικού Κάσελ από την πόλη-παράδειγμα της γενικευμένης πια διαταραχής, την ελληνική Αθήνα. Η «αντιηγεμονική», όπως χαρακτηρίστηκε με ανακούφιση, διάθεση του γνωστού Πολωνού επιμελητή καθώς και το άνοιγμα στον κόσμο μέσα από ένα εργαστήριο σαν αυτό που προτείνει, είναι σίγουρα θετική, αισιόδοξη. Θυμίζει δε ως προς τους ερευνητικούς προβληματισμούς της, αν όχι τόσο το Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (CIAM) του 1933 που πραγματοποιηθήκε με πρωτοβουλία του Le Corbusier πάνω στο SS Patris II στη θαλάσσια οδό ανάμεσα στην Μασσαλία και την Αθήνα, περισσότερο μία πιο πρόσφατη, ανοιχτή καλλιτεχνική-πολιτική συζήτηση. Αυτή που έγινε με πρωτοβουλία του Ελβετού επιμελητή Hans Ulrich Obrist (HUO), και της υπογράφουσας, το 2010 στη σαστισμένη από τα νέα δεδομένα, Αθήνα, ως ένα δεκατετράωρο ανοιχτών ερωτημάτων προς εξερεύνηση με Έλληνες και ξένους συμμετέχοντες. Το Μουσείο της Ακρόπολης όπου διεξήχθη το «τουμαραθωνίουmarathonproject» ήταν ιδανικό σημείο για να ξεκινήσει η κουβέντα για αυτή την ανομολόγητη αλήθεια, το «θέατρο του λάθους» για το οποίο μιλά τώρα και ο Szymczyk με όρους ενός σημερινού αντι-ηρωικού τραγικού ύφους.

image

Βαγγέλης Βλάχος «Buildings like texts are socially constructed» Άποψη από την εγκατάσταση στη Μανιφέστα 5, Σαν Σεμπαστιάν, 2004. Εικόνα από την συζήτηση στο «τουμαραθωνίουmarathonproject», 2010

Είναι πολύ ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς τον άτακτο σφυγμό εκείνης της στιγμής με το διαμορφωμένο και επιτακτικό χτύπο του παρόντος κάτω από τις ζυμώσεις ειδικότερα που δημιουργεί η συνάντησή μας με κάποια αρχή ή αυθεντία. Κυρίως όμως, όπως και τότε έτσι και τώρα, είναι πολύ χρήσιμο να γνωρίζουμε όλοι, εκεί και εδώ, τι ακριβώς εννοούν οι ένοικοι της χώρας της Αμφίπολης όταν αναφέρονται στην «αρχαιότητα ως εργαλειοθήκη για το σύγχρονο» (ερώτημα του HUO στους συνομιλητές του το 2010) και τι όταν θα τοποθετούνται στο ζήτημα της «απώλειας και της προσμονής» (θέμα του Szymczyk για την επόμενη documenta) με φόντο τη μη ριζωμένη έκθεση-εκκρεμές ανάμεσα στην Αθήνα και το Κάσσελ. Είναι χρήσιμο γιατί μόνο έτσι «η παραγωγή γνώσης», η «μάθηση» για την οποία μιλούν οι καλοπροαίρετοι ξένοι θεωρητικοί θα μεταμορφωθεί σε δραστική επινόηση πραγμάτων άλλων, ζωής άλλης - αυτοπραγμάτωσης ουσιαστικής, και δεν θα παραμείνει η Ελλάδα σκηνή ιδανική και πένθιμη για τη συγγραφή του «εγχειριδίου της κρίσης», ή μια διαρκής εκκρεμότητα, ένα επισφαλές –και γι’ αυτό πολιτι(στι)κά σέξι– αλλά πάντως προσωρινό testing ground. Όπου, όπως παραδέχθηκε, εκ παραδρομής ίσως, ο Szymczyk υπάρχει ένα ενδιαφέρον «σημείο αναφοράς» πέραν της προφανούς επικαιρότητας, επιδεχόμενο ωστόσο βελτιώσεων: «Ίσως είμαι υπερβολικά αισιόδοξος αλλά πιστεύω ότι σε τρία χρόνια η Αθήνα θα είναι σίγουρα ένα μέρος στο οποίο θα θέλεις να ζήσεις, να είσαι εκεί– (Αθηνόραμα, #753, σ. 77). Στους «ενοίκους», τώρα, είναι ήδη βιωματικά γνωστό ότι η χώρα της Αμφίπολης είναι η χώρα των αμφι-ταλαντεύσεων και των χρησμών, η χώρα όπου οι κρίσεις δεν είναι ούτε συμπτωματικές, ούτε συμπτώματα αλλά εκείνη όπου το αναγκαίο προκύπτει ως έκφραση κάθε προσωπικής επιθυμίας και όχι ως κοινό «αίσθημα επείγοντος», ειδικά σε «περιόδους έκτακτης ανάγκης» όπως χαρακτηρίστηκαν οι παρούσες από την ομάδα της documenta. Έτσι ίσως εδώ φάνηκε φυσική, αν όχι αναμενόμενη, η απόφαση αυτής της ομάδας αναζήτησης «της ποικιλίας φωνών» να διαθέσει «κατ’ αποκλειστικότητα» την προαναγγελία της διοργάνωσης και την πρώτη συνέντευξη του κ. Szymczyk. Aπλά, ανεπαίσθητα, με όρους business as usual, το σύγχρονο μαραζώνει ως αίτημα του «τώρα» και μόνο. Δεν γίνεται ευρύτερα κατανοητό ως η ζώσα σχέση μας με την κάθε εποχή και η δυνατότητα να διαβάζουμε την ιστορία με τρόπους απροσδόκητους και τολμηρούς, παρεμβάλοντας τους χρόνους της ώστε να αναδειχθούν οι σχέσεις και οι διαφορές τους, ανταποκρινόμενοι σε αυτή την έκτακτη ανάγκη που δεν δεσμεύεται όμως σε καμιά περίπτωση από τα στενά όρια της θέλησής μας.

Και έτσι το «ενδεχόμενο» για το οποίο μίλησε με μαύρο χιούμορ ο αείμνηστος Κανιάρης, η «ταυτότητα» στην οποία απάντησε ο Δημητριάδης σε εκείνη τη συνάντηση του 2010, είναι αλίμονο πράγματα ήδη γνωστά και βεβαιωμένα, deja vue σαν τον πεθαμένο της Αμφίπολης.

Και για την ιστορία (Αθήνα, Οκτώβριος 2010):

«Hans Ulrich Obrist.: Πριν από λίγο μου είπατε ότι είστε αισιόδοξος για το μέλλον. Θα ήθελα να μάθω αν έχετε κάποιον ορισμό για αυτό. Έχω ζητήσει από πολλούς καλλιτέχνες να μου πουν μία φράση για το μέλλον... Μπορείτε να συνεισφέρετε και εσείς με μία φράση σε αυτό το αρχείο για το μέλλον;

Βλάσης Κανιάρης: Το μέλλον είναι αποτέλεσμα αυτού που έχουμε ανάγκη να είναι το μέλλον. Δεν φτιάχνεται μόνο του, δεν είναι ανεξάρτητο αυτού που περιμένουμε και από τις συνθήκες που δημιουργούμε για το μέλλον. Θεωρώ λοιπόν ότι θα έχει άμεση σχέση με το παρόν». .... «Hans Ulrich Obrist: Θα ήθελα να σας ρωτήσω για αυτή την έννοια της «ελληνικότητας» γιατί το να την αναγάγει κανείς σε ιδανικό φαίνεται επικίνδυνη προσέγγιση στον 21ο αι. και μετά από όσα μας έμαθε ο 20ός. Η Etel Adnan με την οποία μιλούσαμε νωρίτερα λέει ότι η ταυτότητα είναι «εύστροφη», είναι «επιλογή»…

Δημήτρης Δημητριάδης: «Κοιτάξτε, είναι ένα τεράστιο ζήτημα, συνέβη ένα τραγικό ας το πω έτσι λάθος, θέλησαν οι Έλληνες να βρουν, μάλλον να βρουν αλλά και να τους επιβληθεί η ανεύρεση της ταυτότητάς τους. Η ταυτότητα δεν ανευρίσκεται, η ταυτότητα δημιουργείται. Η ταυτότητα είναι θέμα δημιουργίας άρα είναι θέμα ετερότητας»

«Κανένας δεν σκάβει γι’ αυτό που γίνεται»: τα ντοκουμέντα της Λάρισας

Ο Θανάσης Τότσικας, ένοικος του σύγχρονου όσο λίγοι, στο κέντρο όλων, μόνος του χρόνια ολόκληρα σε ένα αλλόκοτο κτήμα έξω από τη Λάρισα ή σε μια πλαγιά στο βουνό πιο δίπλα, μου δείχνει το σπίτι-τάφο «από χώμα και άχυρα και τη χρεία των καιρών» που φτιάχνει εκεί (και θα μας απασχολήσει αυτόνομα σε αυτή την εφημερίδα σε αμέσως επόμενο χρόνο). Ο Θανάσης συμπυκνώνει τα πράγματα με την οικονομία που τον διακρίνει έργω και λόγω: «H αναγκαιότητα της μορφής είναι διαφορετική σε κάθε ιστορικό χρόνο. Οι αξίες όμως είναι ίδιες πάντα... η αλήθεια του έργου τέχνης. Είναι κρίμα να ζούμε χωρίς συνείδηση της ζωής αυτής, να χρησιμοποιούμε το χρόνο ως ασφάλεια, σαν συγκολητικό στοιχείο, γιατί μόνο σε αυτόν βρίσκουμε κοινό τόπο σήμερα. Αν τον έχεις κατανοήσει αυτός ο ίδιος χρόνος είναι που σου λέει φύγε.

Αλλιώς... Αυτά αναδύονται και εμείς βυθιζόμαστε».

συνεχίζεται...

Υ.Γ. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων διευκρινίζεται ότι η υπογράφουσα είναι αρχαιολόγος-ιστορικός, απόφοιτος του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και μεταπτυχιακός της θεωρίας της τέχνης και των μορφών του σύγχρονου.