Αρχειο

Μισό...

…να ανοίξω την μπαλκονόπορτα, να πιάσω μια μπίρα, να τελειώσω μια εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς: σε μισό (λεπτό/τέρμινο) γίνονται όλα ή πολλές φορές δεν γίνεται τίποτα απολύτως.

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 309
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αθήνα, μέση καλοκαιριού με ζέστη: ζαβλακωμένα τζιτζίκια κατσικώνονται πάνω σε ό,τι πρασινάδα βρούνε στο διάβα τους, ψωριάρικα περιστέρια ίσα που ακουμπάνε τις πλάκες στους πεζόδρομους (καίγονται νύχια τους) και τουρίστες με κουλές βεντάλιες λυμαίνονται το (άλλοτε ανοιχτό, άλλοτε κλειδαμπαρωμένο) πάντως αχνιστό, κέντρο. Κατά το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», πήγαμε μια παρέα στο Μουσείο της Ακρόπολης, όπου μας ξενάγησε ένας φίλος πάρα πολύ κολλημένος με την Ακρόπολη – έχει διαβάσει τα πάντα, ξέρει όλες τις λεπτομέρειες για τον Φειδία, τον Ικτίνο, τον Καλλικράτη και τον Περικλή τον ίδιο άμα λάχει. Το άγαλμα της Αθηνάς; Τα αετώματα; Οι Καρυάτιδες; Το Ερεχθείο; Το μυστήριο με τις κολόνες, που κάθε κομμάτι τους είναι διαφορετικό και δεν ταιριάζει πουθενά αλλού; Άλλα μυστήρια ακόμα πιο μυστηριώδη; Τα παίζει στα δάχτυλα, και είναι σοκαριστικό για μας τους υπόλοιπους πόσο λίγα πράγματα από τα βιβλία της Ιστορίας συγκρατεί το τσιγαρισμένο μυαλό μας. Κάπως θολά ανασύρω (από το προαναφερθέν, πολύ σοτέ, μυαλό) άρθρα και βιβλία της Τερέζας Μητσοπούλου, της «θεάς» αρχαιολόγου που υπήρξε από τις πρώτες ξεναγούς της Ακρόπολης στη δεκαετία του ’50. Η Μητσοπούλου κατέγραφε επί χρόνια τα κοινά σημεία ανάμεσα στην Αρχαία Ελλάδα και στην Αρχαία Κίνα, με ρίζες λέξεων, ρήματα, μύθους, παραδόσεις, στολές και κτερίσματα τόσο ίδια που σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Κάπου την έχασα πριν από καμιά δεκαετία – έγραψε ένα βιβλίο για τα κοινά σημεία Αρχαίας Ελλάδας, Αρχαίας Κίνας και αρχαίων Ζουλού, και είπα «οκέι», ίσως επειδή είχα πολλά στο κεφάλι μου ή ίσως τίποτα απολύτως.

Πάμε παρακάτω. Το καφέ του Μουσείου είναι  φωτεινό, αεράτο, μοντέρνο και με ωραία θέα – την Ακρόπολη φάτσα. Το προσωπικό είναι υπερευγενικό και νόστιμο. Έχει γραφτεί πολλές φορές ότι το μουσείο παραείναι «γερμανικό» με τόσο μπετόν/κρύσταλλο κ.λπ… αλλά δεν το αντιμετώπισα σαν κτίριο – αν και με ενθουσίασε που με λίγο ίλιγγο βλέπεις από το διάφανο πάτωμα του 3ου ορόφου μέχρι τις ανασκαφές στο ισόγειο. Το είδα βασικά σαν «Μουσείο της Ακρόπολης». Τα εκθέματα είναι καταπληκτικά και (το μουσείο, λέμε) είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να τα προβάλλει σωστά – άρα, άξιος ο μισθός του: είναι ένα κτίριο με στόχους, τους οποίους πετυχαίνει κιόλας.

Σκέφτηκα προς στιγμήν να συνεχίσω, «στόχους έχει και το ουζερί “Σταύρος…» για να κολλήσω το ένα θέμα με το άλλο, στο άσχετο, δημιουργώντας σχέσεις από το πουθενά. Αλλά ένα ουζερί που έχει στόχους είναι ψωνισμένο και δεν λέγεται «Σταύρος», ούτε καν «ουζερί». Ο «Σταύρος» (μια και το ’φερε η κουβέντα) είναι στο παλιό «Μπράιτ Σου» απέναντι απ’ τον Άγιο Σπυρίδωνα στο Παγκράτι, και σερβίρει μεζέδες ή φρέσκα ψαράκια κάτω από μια κληματαριά στην αυλή που κάποτε χορεύαμε, εμείς κι όλο μας το σόι. Είναι φτηνό (€ 15-25), χαριτωμένο, με ωραία ατμόσφαιρα που ίσως τη βαραίνει πονηρά κι ευχάριστα το αμαρτωλό παρελθόν του μπαρ, ίσως έτυχε απλώς το βράδυ που πήγαμε να ’χει μεγάλο φεγγάρι.

Να συνεχίσουμε με το μεγάλο φεγγάρι; Ναι, γιατί έτσι ήτανε και το απόγευμα-προς-βράδυ στη «Βεράντα», το χαριτωμένο καφέ-μπαρ απέναντι από το τελεφερίκ του Λυκαβηττού. Διάφοροι επώνυμοι πολιτικοί, που τους μπερδεύεις επειδή έχουν το ίδιο ύφος, τσιμπολογούσαν και συζητούσαν πολιτικούρες ενώ τα τζιτζίκια έκαναν ασταμάτητα τζιρ-τζιρ-τζιρ από τα γύρω δέντρα. Διάφοροι εικαστικοί καθόντουσαν στην ωραία βεράντα, πράγματι, χαζεύοντας τον Λυκαβηττό. Είχε δροσιά που κατέβαινε από το λόφο κατά κύματα σαν εκπνοές, μαζί με το λαχάνιασμα των τζιτζικιών (τσσσςς, ή και άτσατις). Φάγαμε ομελέτες και ήπιαμε τα ποτά μας. Είπαμε πως πριν από αιώνες έβλεπες το λιμάνι του Πειραιά από τον Λυκαβηττό, όπως άλλωστε κι από την Ακρόπολη, και guess what, ακόμα το βλέπεις. Τότε είχε μια χρησιμότητα η θέα – αν πλησίαζαν στο λιμάνι περσικά πλοία, π.χ., μάζευες όλα σου τα κουτσούβελα κι έτρεχες να κλειστείς στην Ακρόπολη. Φανταστείτε πόσο περίεργη θα φαινότανε η ζωή μας όπως είναι τώρα στους κατοίκους της Αθήνας όπως ήτανε τότε. Άντε να εξηγήσεις ότι ναι μεν βλέπεις ακόμα το λιμάνι του Πειραιά, αυτό που μελετάς όμως είναι οι απεργίες, το αν έχει πλοία κολλημένα στη μέση του πελάγου, πόσο πηχτό είναι το νέφος και πόση ώρα θα σου πάρει να κατεβείς ως εκεί, αν υποθέσουμε ότι τρώγεσαι να πάρεις τους δρόμους. Όχι με τα πόδια ή με το γάιδαρο, αλλά με σύγχρονο τροχοφόρο που θα φρακάρει στην κίνηση μαζί με άλλα 50.000 οχήματα του ιδίου φυράματος, κορνάροντας και μαλώνοντας με Πακιστανούς στα φανάρια.

Ο αρχαίος θα σε κοίταζε σκεφτικός, θα σου ’λεγε «μισό, πάω παραδίπλα να τινάξω χλαμύδα μου, έχει κάτι αρχαία ψίχουλα απάνω» και θα την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, βέβαιος πως χάνεις στροφές…

Βεράντα, Πλουτάρχου & Αριστίππου 18, Κολωνάκι, 210 7253.007 
Σταύρος, Ουζερί, Ιβύκου 7, Παγκράτι, 210 7016.747 
Μουσείο Ακρόπολης, Διονυσίου Αρεοπαγίτου 15, 210 9000.900 (είσοδος 5 ευρώ),
www.greecetravel.com/archaeology/mitsopoulou