Αρχειο

Ψάχνοντας γυαλιά Καβάφη

Ο Γιώργος Παυριανός κάνει έρευνα αγοράς

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 493
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στα φετινά γενέθλια, είχαμε ακυρώσεις την τελευταία στιγμή, αλλά όσοι μαζευτήκαμε περάσαμε ωραία. Φάγαμε, ήπιαμε και την Άρτα φοβερίσαμε. Αποφάσισα να μη φορέσω τα γυαλιά μου. Είμαι που είμαι γέρος άνθρωπος, σκέφτηκα, ας μη βάλουμε και τις γυαλούμπες να το τονίζουμε. Τι το ήθελα; Ένα θολό τοπίο απλώθηκε μπροστά μου και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το κεφτεδάκι από το βερίκοκο και τα κεράσια από τα ντοματάκια. Έβλεπα θαμπά τα πρόσωπα των αγαπημένων φίλων μου, τους ξεχώριζα περισσότερο από τη φωνή τους και πάλι δεν ήμουν σίγουρος, εκτός από τη Σοφία Κιντή που με τη χαρακτηριστική φωνή της μας εξηγούσε τα σχέδιά της για το καινούργιο περιοδικό «Foodie». Όταν έφτασε η ώρα της τούρτας δεν είδα καλά και βγήκα με την υπέροχη σοκολατίνα του Pasty Family και επάνω τον αριθμό 95 αντί 59. Όλοι χειροκρότησαν πιστεύοντας ότι το είχα κάνει επίτηδες.

Την επόμενη μέρα αποφάσισα να κοιτάξω τα μάτια μου. Θυμήθηκα ότι η Δήμητρα Γαλάνη μού είχε συστήσει τον οφθαλμίατρο Πέτρο Σμαχλίου. Τον πήρα τηλέφωνο και κλείσαμε ραντεβού. Με εξέτασε, «γύρω από την ωχρά κηλίδα έχουν αρχίσει και μαζεύονται σκουπίδια» μου είπε, και φαντάστηκα την ωχρά κηλίδα σαν μια χωματερή που της ρίχνουν σκουπίδια. «Πρέπει να κόψεις το κάπνισμα, να περπατάς και να βάλεις γυαλιά ηλίου». Καλά, το κάπνισμα είναι εύκολο να το κόψω, το έχω κόψει χιλιάδες φορές, να περπατάω μου αρέσει, αλλά γυαλιά ηλίου δεν έχω βάλει ποτέ. Σιχαίνομαι τα τεράστια μαύρα γυαλιά γιατί μου θυμίζουν κηδείες και τα άλλα τα μοντέρνα που πρέπει να δώσεις μια περιουσία για να τα αποκτήσεις. Ο γιατρός όμως ήταν κατηγορηματικός: «Ο ήλιος προκαλεί καταρράχτη, εκφύλιση της ωχράς κηλίδος, κακοήθειες στο βυθό του ματιού, ξηροφθαλμία και εγκαύματα στον κερατοειδή». Ανατρίχιασα. Θυμήθηκα τον Μίμη Φωτόπουλο στην «Κάλπικη λίρα» να φοράει τα μαύρα του γυαλιά και να λέει «Αόμματος! Βοηθήστε τον αόμματο».

Αποφάσισα να κάνω έρευνα αγοράς. Έτσι κι αλλιώς οι στάσεις των λεωφορείων ήταν γεμάτες με διαφημίσεις γυαλιών. Πήρα σβάρνα τα οπτικάδικα. Είχαν τεράστια ποικιλία, οι τιμές ήταν πολύ καλές, αλλά εγώ είχα αποφασίσει ότι ήθελα γυαλιά σαν του Καβάφη. Έτσι όταν η πωλήτρια μου έδινε και δοκίμαζα όλων των ειδών τους σκελετούς «α, μη μου πείτε, αυτό σας πάει πάρα πολύ, να δώσετε μια προκαταβολή και να σας το φυλάξουμε, γιατί η προσφορά μας ισχύει μόνο για σήμερα», εγώ άρχιζα να λέω κουλά, «έχετε στιλ Τζον Λένον;» «Έχουμε!» «Έχετε σε στιλ Έλτον Τζον;» «Έχουμε!» «Σε στιλ Ρέι Τσαρλς, Μπόνο, Γιαρουζέλσκι, Ωνάση, Γκρέτα Γκάρμπο;» Από όλα είχαν. Τότε έριξα το τελευταίο μου χαρτί: «Έχετε σε στιλ Καβάφη;» Η πωλήτρια συγχυσμένη έκλεινε το κουτί με τα γυαλιά, με κοίταζε βαθιά στα τυφλά μου μάτια και μου απαντούσε με φωνή ξινή, «όχι, κύριε, γυαλιά σε στιλ Καβάφη δεν έχουμε». Το σκηνικό επαναλήφθηκε σε 5-6 μαγαζιά.

«Γιατί δεν πας στον Μίμη, στην “Πηγή των Γυαλιών”; Εκεί θα βρεις σίγουρα αυτό που θέλεις» μου είπε η Ζυράννα Ζατέλη. Θυμόμουν αμυδρά την «Πηγή των Γυαλιών», στο δρομάκι, στο νούμερο 1 της πλατείας Κάνιγγος. Όλοι οι φίλοι μου εκεί πήγαιναν να ψωνίσουν γυαλιά ηλίου. Είχε φτηνές τιμές, καλά υλικά και τεράστια ποικιλία σχεδίων. Την επιχείρηση ξεκίνησε ο περίφημος Μίμης Μαρτζούκος. Δεν ζει πια, το μαγαζί κρατάει τώρα επάξια ο γαμπρός του. Κάθε χρόνο βγάζει γύρω στα 18 διαφορετικά σχέδια σε καφέ, μαύρο, λεοπάρντ, ταρταρούγα. Μου εξηγεί με ενθουσιασμό πώς κόβουν τις πλάκες asetat και βγάζουν το σκελετό και τους βραχίονες, πώς χαράσσουν εσωτερικά το αυλάκι που θα μπει ο φακός, πώς μοντάρουν τους φακούς και τους βραχίονες και μετά τα βάζουν σε βαρέλια για να γυαλίσουν. Τον ακούω υπομονετικά. «Γυαλιά σε στιλ Καβάφη έχετε;» τον ρωτάω όταν τελειώνει. «Αχ, δυστυχώς πριν από μια ώρα πούλησα τον τελευταίο σκελετό. Είχαν πολλή επιτυχία φέτος, ίσως από το έργο που ανέβασε ο Κωνσταντίνος Τζούμας. Ξεπουλήσαμε!» «Θα βγάλετε καινούργια σύντομα;» «Δεν νομίζω. Μα, αν θέλετε τη γνώμη μου, αυτά τα γυαλιά δεν σας πηγαίνουν. Ο Καβάφης είχε μεγάλο πρόσωπο, εσείς με αυτό το πρόσωπο…» Δεν τον άφησα να συνεχίσει, τον χαιρέτησα και πήγα απέναντι στη «Λειβαδιά» και έπνιξα τον πόνο μου σε πέντε σουβλάκια και δυο μπίρες.

Η φίλη μου οπτικός Ελένη Ζορμπά μού έδωσε τη λύση: «Να κάνουμε τα γυαλιά οράσεως με τις καινούργιες μετρήσεις και, πάνω σ’ αυτά που βλέπεις μακριά, να βάλουμε φορητούς φακούς ηλίου. Έτσι και μακριά θα βλέπεις και όταν δεν έχει ήλιο θα μπορείς να βγάζεις τους φακούς». Το σκεφτόμουν. «Έλα, θα σου κάνω δώρο τα κοντινά». Το αποφάσισα. «Να βάλουμε σκελετούς σε στιλ Καβάφη;» τη ρώτησα δειλά. Γύρισε και με κοίταξε, «κοίτα, Γιώργο, εγώ αυτή τη δουλειά την έχω σπουδάσει. Ξέρω τι ταιριάζει στον καθένα. Θα με ακούσεις και θα πάρεις το σκελετό που θα σου προτείνω».

Την πρώτη φορά που φόρεσα τα κοντινά και είδα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη έπαθα σοκ. Δεν κοίταζα το σκελετό των γυαλιών, κοίταζα κάτι μικρές ρυτίδες που είχαν εξαπλωθεί παντού. Δεν μπορεί να εμφανίστηκαν μέσα σε μια νύχτα! Ήταν εδώ από καιρό, απλώς δεν τις έβλεπα. «Χτες πρωτοαντίκρισα την πρώτη μου ρυτίδα, κι υπάρχουν τόσα στη ζωή που δεν τα είδα…», τραγούδησα, φόρεσα τα μακρινά μαζί με τους φακούς ηλίου και βγήκα στο δρόμο. Και είδα εκεί τους πειρασμούς για πρώτη φορά τόσο καθαρά και με τόσες λεπτομέρειες. Πώς δεν τα είχα προσέξει τόσα χρόνια αυτά τα πρόσωπα και αυτά τα κορμιά; Μου βγήκαν τα μάτια έξω! Τα είδα όλα!

Γύρισα σπίτι μου αναστατωμένος. Τι είναι καλύτερο; Να βλέπεις ή να μη βλέπεις; Να έχεις λήψη τζάμι σαν τη Digea ή να τα βλέπεις όλα λίγο θολά; Πήρα τηλέφωνο τον οφθαλμίατρο, «Γιατρέ μου, αληθεύει ότι θεραπεύουν την εκφύλιση της ωχράς κηλίδος με μαριχουάνα;» «Αφήστε τα αστεία, κύριε Παυριανέ! Να κόψετε το κάπνισμα!» μου απάντησε σοβαρά και μου έκλεισε το τηλέφωνο.