- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Μια βότκα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη
19 χρόνια μετά το θάνατό της, ο Γιώργος Παυριανός θυμάται μια συνάντησή τους
«Θα έρθει η Βουγιουκλάκη το βράδυ» μου λέει ο Γιώργος Μαρίνος και αρχίζει να μακιγιάρεται νευρικά. Είμαστε στη «Μέδουσα», του έχω γράψει τραγούδια για το πρόγραμμα, του αρέσουν πολύ, τα λέει τέλεια και, σχεδόν κάθε βράδυ, έχω το προνόμιο να πηγαίνω στο καμαρίνι του. Κάθομαι μαζί του μέχρι να ετοιμαστεί και όταν αρχίζει το πρόγραμμα βγαίνω έξω για να τον απολαύσω. «Καλά, θέλω να δω τι θα κάνει όταν ακούσει το νούμερο που τη σατιρίζεις» του λέω γελώντας. «Δεν θα το παίξω το νούμερο, αγάπη μου, δεν μπορώ να παίζω μπροστά σε αυτούς που σατιρίζω» μου λέει με ύφος που δεν σηκώνει αντιρρήσεις. «Μα είσαι τρελός; Η Αλίκη έρχεται γι’ αυτό το νούμερο!» επιμένω. «Αποκλείεται, αγάπη μου, αποκλείεται! Σου είπα, δεν μπορώ να παίξω! Φύγε τώρα και άσε με να ετοιμαστώ γιατί έχω αργήσει». «Τι, δεν θα κάτσω να μου τη γνωρίσεις; Τον Βλάσση Μπονάτσο τον ξέρω, αλλά την Αλίκη δεν την έχω συναντήσει ποτέ». «Καλά, κάτσε να στη γνωρίσω μωρή!» «Μη με λες μωρή!» «Εσύ μου το έμαθες, αγάπη μου, εγώ πριν δεν έλεγα ούτε άι στο διάολο» μου λέει με το πιο αθώο ύφος του κόσμου και συνεχίζει το μακιγιάζ.
Ακούγεται σούσουρο στην πλατεία, κρυφοκοιτάζω από τις κουίντες, μπαίνει η Αλίκη με τον Βλάσση και μεγάλη παρέα. Φοράει ένα κομψό μπλε ταγιέρ, κρατάει ένα μικρό ασημένιο κομπολογάκι που το παίζει μάγκικα, τινάζει με φιλαρέσκεια τα ξανθά καλοχτενισμένα μαλλιά, τα τσαχπίνικα μάτια της με τις τεράστιες βλεφαρίδες εξερευνούν το χώρο, μοιράζει χαμόγελα δεξιά και αριστερά, ο μετρ την οδηγεί στο τραπέζι της. Η ορχήστρα αρχίζει να παίζει, ο Μαρίνος σβήνει όλα τα φώτα στο καμαρίνι, κάνει το σταυρό του και από το σκοτάδι βγαίνει στα φώτα της πίστας. Το σόου αρχίζει…
«Κρίμα, βρε Γιώργο, κι εγώ είχα έρθει για να δω το νούμερο που με σατιρίζεις!» λέει απογοητευμένη η Αλίκη. Έχει περάσει πρώτα από την Τάνια Τσανακλίδου και τον Κώστα Τουρνά, που εμφανίζονται μαζί με τον Μαρίνο εκείνη τη χρονιά, και τώρα κάθεται σα βασίλισσα στο καμαρίνι του. Δίπλα της ο Βλάσσης και παραδίπλα εγώ. «Καλά, το “Walk on the Wild Side” το έκανες τέλειο στα ελληνικά. Ήταν φο-βε-ρό!» μου λέει ο Βλάσσης. «Αλίκη, να σου συστήσω τον Γιώργο Παυριανό. Είναι ένας νέος, ταλαντούχος στιχουργός» κάνει τις συστάσεις ο Μαρίνος. Μου δίνει το χέρι της, οι τεράστιες βλεφαρίδες ανοίγουν, με κοιτάζει εξεταστικά. «Ο Βλάσσης μού έχει μιλήσει για σένα. Ετοιμάζω κάτι και θα σε χρειαστώ. Γράψε το τηλέφωνό μου». «Ε, όχι και να μου πάρεις τους συνεργάτες, βρε Αλίκη» διαμαρτύρεται μισοαστεία-μισοσοβαρά ο Μαρίνος, μα εγώ έχω ήδη ορμήσει, έχω πάρει χαρτί και μολύβι και περιμένω. «7237.771, πάρε με αύριο το μεσημέρι για να συνεννοηθούμε» μου λέει και κοιταζόμαστε συνωμοτικά.
Είναι απόγευμα, ένα γλυκό φθινοπωρινό φως μπαίνει από το παράθυρο και κάνει την τεράστια κρεβατοκάμαρα της Αλίκης να μοιάζει σαν σκηνικό. Είναι κουλουριασμένη στο κρεβάτι, φοράει ένα ροζ μπουρνούζι, τα ξανθά μαλλιά είναι τραβηγμένα πίσω, οι υπέροχες βλεφαρίδες έχουν εξαφανιστεί, τα χείλη χωρίς κραγιόν δείχνουν μικρότερα. «Τι κοιτάς, τα μάτια μου; Είναι μικρά σαν κουμπότρυπες!» μου λέει σα να καταλαβαίνει τις σκέψεις μου. «Και το στόμα μου είναι μικρό, σαν της γάτας. Είμαι και κοντή, απορώ κι εγώ μερικές φορές πώς έχω γίνει σταρ!» συνεχίζει τον αυτοσαρκασμό. «Να τα πεις αυτά του Μαρίνου, να τα κάνει νούμερο! Μα γιατί κάθεσαι όρθιος; Πάρε ένα σκαμπό και έλα κάτσε κοντά μου. Ωραία. Λοιπόν, θέλω να κάνω το “Βίκτωρ-Βικτώρια” στο θέατρο και θέλω να μου γράψεις τα τραγούδια. Την έχεις δει την ταινία;» «Όχι». «Την έχω σε βίντεο, θέλεις να τη δούμε μαζί;» «Αν θέλω, λέει! Δεν έχω καλύτερο!»
Βλέπουμε την ταινία, μου δείχνει τα σημεία που θέλει τα τραγούδια, σηκώνεται, περπατάει ξυπόλητη, ξανακουλουριάζεται στο κρεβάτι, μου δίνει ιδέες, μου βάζει τις μουσικές του Θάνου Μικρούτσικου. Κάποια στιγμή θέλω να πάω στο μπάνιο. «Πήγαινε στο δικό μου» μου λέει με ένα πονηρό χαμόγελο. Μπαίνω στο μπάνιο και τι βλέπω; Πάνω από την τουαλέτα έχει κρεμασμένες τις φωτογραφίες του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου! Τραβάω το καζανάκι, ο Κωνσταντίνος μού χαμογελάει από τα κάδρα, του χαμογελάω και εγώ, βγαίνω από το μπάνιο σκασμένος στα γέλια. «Μήπως θέλεις να σου εξηγήσω το συμβολισμό;» με ρωτάει. «Όχι, όχι, τον κατάλαβα αμέσως!» απαντάω και συνεχίζω να γελάω. Σηκώνεται από το κρεβάτι. Έχει βραδιάσει. «Μέχρι να ετοιμαστώ δεν πας δίπλα να πεις μια καλησπέρα στον Γιαννάκη; Έχει πάρει ένα κομπιούτερ και έχει κολλήσει με αυτό!»
Tο δωμάτιο φωτίζεται μόνο από την οθόνη της τηλεόρασης. Μπροστά της ο Γιάννης παίζει κάποιο βιντεοπαιχνίδι. Δείχνει αφοσιωμένος. «Γεια σου, Γιάννη, είμαι ο Γιώργος Παυριανός και είμαι συνεργάτης της μητέρας σου. Ήρθα να σου πω μια καλησπέρα». «Καλησπέρα» απαντάει χωρίς να γυρίσει να με δει. «Τι παιχνίδι είναι αυτό που παίζεις;» «Σου δίνουν έναν πλανήτη και πρέπει να τον διοικήσεις. Πρέπει να τους μοιράζεις λεφτά, να διορίζεις διοικητές, να φροντίζεις για την υγεία τους, την τροφή τους, να προλαβαίνεις επαναστάσεις, να διαχειρίζεσαι τα κέρδη σου, να σταματάς πολέμους, τα πάντα». Νιώθω να με τυλίγει η μοναξιά και η μελαγχολία αυτού του αγοριού. Δεν χρειάζεται να είσαι μάντης για να καταλάβεις τι βάρος είναι να είσαι γιος της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ. «Μωρέ, δεν αφήνεις τους πλανήτες και να έρθεις έξω να πούμε καμιά σαχλαμάρα;» «Όχι, όχι. Έχω φτάσει στο επίπεδο Β και σε λίγο θα μπω στο Α. Δεν θέλω να το χάσω».
H Αλίκη έχει ντυθεί και μακιγιαριστεί, οι τεράστιες βλεφαρίδες της πεταρίζουν πάλι, το κόκκινο χειλάκι προβάλλει ερεθιστικό, ο ξανθός χείμαρρος την περιβάλλει σα φωτοστέφανο, μάλιστα, αυτή είναι η Βουγιουκλάκη που ξέρω! Έρχεται ο Βλάσσης, το σπίτι γεμίζει με τις φωνές του. «Κα-τα-πλη-κτι-κό! Είναι και ο Παύρης εδώ!» «Ποιος Παύρης;», με κοιτάζει ξαφνιασμένη, σαν να της έδωσα ψεύτικο όνομα. «Οι φίλοι με λένε Παύρη» της εξηγώ. «Είναι συντομογραφία του Παυριανός». «Α, όπως εμένα με λένε Βουγιούκλο! Ευτυχώς που έχω το Βλασσούλη και μου τα μαθαίνει όλα αυτά. Να, προχτές έμαθα το χάι!» «Είναι πολύ πίσω η γυναίκα!» λέει ο Βλάσσης και πάει προς την κουζίνα. «Άκου να μην ξέρει το χάι! Φο-βε-ρό! Παύρη, θέλεις χαβιάρι και βότκα;» «Αν το χαβιάρι είναι Μπελούγκα…» «Μπελούγκα είναι» πετιέται υπερήφανη η Αλίκη, «μου το στέλνει ο κουμπάρος μου ο Κρικέλας από τη Θεσσαλονίκη». Η Νότα, η πιστή της Αλίκης, ετοιμάζει τα ψωμάκια, τα βουτυρώνει, η Αλίκη βάζει επάνω μια μεγάλη κουταλιά χαβιάρι, στάζει λεμόνι και με ταΐζει. «Όταν εκεί έξω θα σου λένε ότι η Αλίκη είναι τσιγκούνα, εσύ θα τους λες ότι σε τάιζε χαβιάρι Μπελούγκα με τα χεράκια της! Κατάλαβες, μικρέ μου Παύρη;» μου λέει την ώρα που με καληνυχτίζει στην εξώπορτα.
Είναι νωρίς ακόμα, προλαβαίνω να περάσω μια βόλτα από τη «Μέδουσα». Ο Μαρίνος μού κάνει ψεύτικες ζήλιες: «Λοιπόν, τι σου είπε αυτή;» «Θέλει να της γράψω τραγούδια για το “Βίκτωρ-Βικτώρια”. Θα το ανεβάσει στο θέατρο». «Μπα, και θα σου δώσει λεφτά γι’ αυτό;» «50.000 δραχμές το τραγούδι». «Ας γελάσω! Αυτή δεν δίνει του αγγέλου της νερό, θα σου δώσει εσένα 50 χιλιάρικα το τραγούδι; Είσαι τρελή, μωρή!» «Μη με λες μωρή!» «Εσύ μου το ’μαθες, αγάπη μου, κ.λπ., κ.λπ.».
«Σε ζητάει κάποια που ισχυρίζεται ότι είναι η Βουγιουκλάκη» μου λέει με ξινισμένο ύφος η μάνα μου, «να δούμε τι άλλο ακόμα θα ακούσουμε!» συμπληρώνει πικρόχολα και κατευθύνεται προς την κουζίνα. Παίρνω το ακουστικό. «Έλα, μικρέ μου Παύρη, τι κάνεις; Έχουμε αρχίσει πρόβες και δεν έχουμε τα τραγούδια. Τα τελείωσες;» «Τελειώνω, Αλίκη μου, τελειώνω, σε μια βδομάδα θα είμαι έτοιμος». «Άντε, γιατί δεν θα προλάβουμε». Στρώνομαι στη δουλειά και σε μια βδομάδα έχω έτοιμα δύο τραγούδια: το τραγούδι του Βλάσση «Τις νύχτες που κυκλοφορώ» και το «Γαρίφαλο», το ντουέτο της Αλίκης με τον Βλάσση. Τα πάω στο θέατρο, στην πρόβα. Της αρέσουν πολύ. Αρέσουν και στον Θάνο Μικρούτσικο και στο μεταφραστή του έργου, τον Μάριο Πλωρίτη. «Λείπει όμως το δικό μου, το τραγούδι που λέω στη σκηνή καπιτάλε. Θέλεις μετά την πρόβα να πάμε σπίτι να φάμε και να το συζητήσουμε;» με ρωτάει η Αλίκη.
Oδός Στησιχόρου, βράδυ, καθόμαστε στην κουζίνα και τρώμε φρέσκο ψάρι. «Όλο ψαράκια θέλω να τρώω». «Ε, τι γατούλα θα ήσουνα αν δεν σου άρεσαν τα ψάρια;» Αρχίζουμε με τον Βλάσση τις βότκες και το χαβιάρι. Η Μπελούγκα έχει φτάσει στον πάτο. Κάθομαι στο σαλόνι μισομεθυσμένος. Η Αλίκη προσπαθεί να με υπνωτίσει: «Θέλω ένα τραγούδι που να λέει ότι είμαι μόνη μου στην κορυφή και ψάχνω να βρω έναν άντρα να τον αγαπήσω και δεν τον βρίσκω. Γιατί εγώ, μικρέ μου Παύρη, είμαι γυναίκα αλλά είμαι και αντράκι. Έχω τσαγανό. Είμαι συνέχεια στην πρίζα και…» «Άσε, ρε παιδάκι μου, λίγο να κουλάρουμε!» διακόπτει την ύπνωση ο Βλάσσης. «Όλο τη δουλειά έχεις στο μυαλό σου! Εδώ γίνονται πράγματα φο-βε-ρά! Το ξέρετε ότι ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς μαζί με τον Νίκο Μουρατίδη είδαν ένα UFO στη Λάρισα;» «Ο Μουρατίδης μού πρότεινε να κάνουμε μια φωτογράφιση την ημέρα που θα κόψω τα μαλλιά μου» συνεχίζει απτόητη η Αλίκη. «Μα θα τα κόψεις αλήθεια;» τη ρωτάω απορημένος.
«Όχι, καλέ, λίγο τις άκρες θα πάρω. Θα δυναμώσουν κιόλας». «Και τον Βίκτωρα πώς θα τον παίζεις στο θέατρο;» «Έχω παραγγείλει στο φίλο μου τον Τόλη και θα μου φέρει από την Αγγλία μια περούκα καταπληκτική». «Α, είπα κι εγώ». «Ο Μουρατίδης λέει να μοιράσουμε τα κομμένα μαλλιά σε δέκα τυχερές αναγνώστριες του περιοδικού “Μανίνα”. Πώς σας φαίνεται;» «Χριστός και Παναγία!» σταυροκοπιέται η Νότα. «Να μην το κάνεις, Αλικάκι μου! Θα πάρουν τα μαλλιά και θα σου κάνουν μάγια!» «Το σκέφτηκα κι εγώ. Λέω να πάρουμε τα μαλλιά από καμιά περούκα και να τους τα δώσουμε. Νότα, στο θέατρο έχει κάτι παλιές περούκες. Βρες μία που να ταιριάζει με το χρώμα των μαλλιών μου». «Καλά, είναι πολύ πίσω τα άτομα» μονολογεί ο Βλάσσης, «εγώ τους μιλάω για UFO κι αυτές μιλάνε για μάγια, λες και βρισκόμαστε στον Μεσαίωνα! Αλίκη, δεν ετοιμάζεσαι να πάμε στο “Εργοστάσιο”; Έχει πάρτι απόψε και θα γίνεται χαμός! Μέχρι και η Μελίνα Μερκούρη θα είναι».
Tο «Εργοστάσιο» είναι στα φόρτε του. Απ’ έξω μια μεγάλη ουρά από κόσμο περιμένει υπομονετικά. Στην πόρτα ο Άρης Δαβαράκης διαλέγει τους τυχερούς που θα μπούνε μέσα. Ο Βλάσσης παρκάρει την πράσινη Mercedes, μπαίνουμε από την πλαϊνή πόρτα και προσπαθούμε να διασχίσουμε το αγριεμένο πλήθος για να φτάσουμε στα τραπέζια. Ξαφνικά, μια τρελή αδερφή, η Μανώλα, βλέπει την Αλίκη, γουρλώνει τα μάτια και ορμάει κατά πάνω της ουρλιάζοντας «Η Βουγιούκλο! Η Βουγιούκλο!», και πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε της πιάνει τα βυζιά! «Για να δω, μωρή, δικά σου είναι τα βυζιά ή ψεύτικα; Καλέ είναι πραγματικά! Η Βουγιούκλο έχει αληθινά βυζιά!» λέει θριαμβευτικά. «Βλάσση! Βλάσση!» ουρλιάζει γεμάτη πανικό η Αλίκη. Επεμβαίνει ο Βλάσσης, η Μανώλα τρώει δυο ανάποδες και φεύγει στριγκλίζοντας, φτάνουμε επιτέλους στα τραπέζια.
Είναι απόψε όλοι εδώ, αλλά ξεχωρίζει η Μελίνα. Η Αλίκη τη χαιρετάει, κάθεται, έρχονται τα ποτά, πίνει, αρχίζει να λικνίζεται, να κάνει τσαχπινιές. Κάποια στιγμή σκύβει προς το μέρος μου, «θα με συνοδέψεις ως τις τουαλέτες;» μου ψιθυρίζει. Τη συνοδεύω. Στις τουαλέτες γίνεται χαμός. Η Έλενα, η τζουρατζού, προσπαθεί σαν τροχονόμος να επιβάλει την τάξη. Μόλις βλέπει την Αλίκη σηκώνει τα χέρια ψηλά. «Α, δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω, κυρία Αλίκη! Είναι μέσα η κυρία Μερκούρη!» της λέει σαν να υπάρχει κάποια ιεραρχία στο κατούρημα. Η Αλίκη την κοιτάζει για λίγο εμβρόντητη, μετά ξαναβρίσκει το κέφι της, παραμερίζει την Έλενα, λέει μάγκικα «δεν πειράζει μανδάμ, εγώ βολεύομαι και με τις αντρικές τουαλέτες!» και μπαίνει μέσα.
Ξημερώματα επιστρέφουμε. Έχουμε πάρει την Ηλιουπόλεως, ο Βλάσσης έχει όπως πάντα τα κέφια του, η Αλίκη έχει μεθύσει λίγο, γέρνει στον ώμο του και του κάνει αστειάκια: «Πώς σε λένε;», «Βλάσση». «Θα βάλω το γαϊδούρι μου να κλάσει! Χι-χι-χι!» Περνάμε μπροστά από το Α’ Νεκροταφείο. Ξαφνικά σοβαρεύει, γυρνάει προς τη μεριά του νεκροταφείου, κάνει το σταυρό της και ψιθυρίζει: «Θεός σχωρέσ’ την την ψυχούλα σου, Τζενάκι μου. Μη μου στενοχωριέσαι. Σε λίγο θα έρθω και εγώ να σε συναντήσω!» «Κουνήσου από τη θέση σου, χριστιανή μου» της λέω ταραγμένος, «τι πράγματα είναι αυτά που λες;» «Ξέρω, ξέρω εγώ τι λέω» μου απαντάει και γυρίζει το κεφάλι προς το πίσω κάθισμα, τα μάτια της είναι υγρά αλλά το πρόσωπό της έχει μια σκληρή έκφραση. «Αύριο στην πρόβα θέλω να μου φέρεις το τραγούδι έτοιμο! Κατάλαβες; Δεν έχουμε άλλο χρόνο!»
Την επομένη πηγαίνω στο θέατρο «Αλίκη» χωρίς το τραγούδι. «Το έφερες;» ρωτάει. «Όχι, δηλαδή ναι, το έφερα αλλά δεν είναι τελειωμένο». «Α, μα εσύ δεν υποφέρεσαι! Έλα μαζί μου». Με οδηγεί στο καμαρίνι της. «Θα κάτσεις εδώ και δεν θα βγεις αν δεν το τελειώσεις!» μου λέει επιτακτικά. Βάζει μπροστά μου ένα μπουκάλι ουίσκι, μου δίνει χαρτί και μολύβι, βγαίνει και με κλειδώνει μέσα! «Μόνο αν θέλεις να πας στην τουαλέτα θα σου ανοίξω» μου λέει από έξω και φεύγει για την πρόβα. Κάθομαι και περιεργάζομαι το καμαρίνι. Μπροστά στον καθρέφτη χιλιάδες μπουκαλάκια, κρέμες, σκιές για τα μάτια, βλεφαρίδες, κραγιόν, βούρτσες, χτένες, μέικ-απ. Στους τοίχους φωτογραφίες: «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Η Αλίκη Δικτάτωρ», «Η Αλίκη Μανταλένα». Ανοίγω το ουίσκι και αρχίζω να πίνω και να γράφω, να γράφω και να πίνω. Κάποια στιγμή το βρίσκω: Το τραγούδι θα λέγεται «Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ!». Χτυπάω, η Νότα που εκτελεί χρέη δεσμοφύλακα μου ανοίγει, τρέχω και της το λέω. Με κοιτάζει με μάτια που λάμπουν, το επαναλαμβάνει, το δείχνει στον Μικρούτσικο, που συμφωνεί ότι είναι τέλειο, ξανάρχεται σε μένα και μου δίνει ένα φιλί. «Μικρέ Παύρη, είσαι πολύ χάι!»
Οι παραστάσεις αρχίζουν, η Αλίκη έχει μεγάλη επιτυχία, φτάνει η ώρα της πληρωμής. «Λοιπόν, 3 τραγούδια επί 40.000 μάς κάνουνε 120.000» μου λέει ο κύριος Πλατάκης, που κάνει τις πληρωμές. «Μα είχαμε συμφωνήσει για 50.000 το τραγούδι» γκρινιάζω. «Δεν ξέρω, παιδί μου, η Αλίκη τόσο μου είπε να σε πληρώσω». Πάω και τη βρίσκω. «Αλίκη, είχαμε πει 50.000!» «Εντάξει, εντάξει είναι» μου απαντάει με ένα γλυκό χαμόγελο, «και το χαβιαράκι σου έφαγες και τις βοτκίτσες σου ήπιες, μια χαρά είναι 40.000!» Η αθεόφοβη, μου είχε αφαιρέσει το χαβιάρι και τις βότκες από την αμοιβή. Έτσι, για να μάθω να φέρομαι!
Μετά από καιρό με παίρνει τηλέφωνο. «Έλα, βρε, τι κάνεις; Η Αλίκη είμαι. Θα γίνει σήμερα η φωτογράφιση για τα “Πρόσωπα”. Θα έρθεις;» «Μα φυσικά, τα χάνω εγώ αυτά;» «Ωραία, στις 5 στον Τάκη Διαμαντόπουλο».
Στο στούντιο του Διαμαντόπουλου επικρατεί πανικός. Ο στιλίστας Τάκης Τσαντίλης την έχει πείσει να φορέσει μελαχρινή περούκα. «Όπως Κλεό, χρυσή μου, όπως Κλεό! Θα βγει τέλειο, μην ανησυχείς» «Μόνο τον Χατζιδάκι και τον Τάκη έχω αφήσει να μου βάλουν μελαχρινή περούκα» λέει και αφήνεται στα έμπειρα χέρια του Νίκου Μπιτζάνη για το μακιγιάζ. Ο Νίκος, για να την κάνει να χαλαρώσει, της τραγουδάει το «Νιάου, βρε γατούλα» ανάποδα: «Μια ροφά κι ένα ροκέ, γέπη η τάγα στο ροχό, κι από τη λιπό ραχά, σεκούνου τη ραού, σεκούνου τη ραού. Ατσ-ατσ-ατς! Ατσ-ατσ-ατς! Ούνια, ούνια ρεβ λατούγα, με τη ζορ λατούμι, λατούγα μου κριμή. Ατσ-ατσ-ατς! Ατσ-ατσ-ατς! …» Η Αλίκη γελάει και όταν τελειώνει το μακιγιάζ, «Παύρη, παγάκια!» με διατάζει. Τρέχω, βάζω παγάκια σε μια πετσέτα, τα θρυμματίζω και τα πηγαίνω. «Ο καλύτερος τρόπος για να φύγει το πρήξιμο» αποφαίνεται και τα βάζει κάτω από τα μάτια παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του Μπιτζάνη. Φοράει την περούκα Κλεοπάτρα, ντύνεται και βγαίνει στο πλατό. «Έλα, Τάκη μου, να τους δείξουμε τι αξίζουμε!» λέει στον Διαμαντόπουλο και αρχίζει να ποζάρει.
Η αδελφή μου η Χρυσάνθη μού έχει φάει τα αυτιά: «Έλα, μωρέ Γιώργο, κανόνισε να πάμε στην Αλίκη, θέλω να τη φωτογραφίσω μαζί με την Άννα, την ανιψιά σου». «Έχω να την πάρω καιρό τηλέφωνο, αλλά για το χατίρι σου θα το κάνω». Το αναβάλλω συνεχώς, κάποια στιγμή το αποφασίζω. «Έλα μικρέ Παύρη, τι κάνεις; Τι κάνει ο φίλος σου ο Βλάσσης;» Έχουν χωρίσει με τον Βλάσση, τώρα είναι με τον Κώστα Σπυρόπουλο. «Σήμερα είναι η τελευταία παράσταση, αλλά θα σου κρατήσω τρεις θέσεις». Η φωνή της ακούγεται μακρινή και κουρασμένη. «Τι έχεις; Συμβαίνει κάτι;» τη ρωτάω. «Τίποτα, τίποτα, έχω εδώ και μέρες κάτι πόνους στο στομάχι. Τώρα που θα τελειώσουμε θα πάω στο γιατρό. Λοιπόν, το βράδυ σάς περιμένω».
Παίζουν τη «Μελωδία της Ευτυχίας». Το θέατρο είναι φίσκα, δεν πέφτει καρφίτσα, η Αλίκη είναι μαγική, τα παιδάκια τραγουδούν «Ψηλά στο βουνό…», κάποια στιγμή κατεβαίνει κάτω στην πλατεία, ο κόσμος κρατάει την ανάσα του, περνάει από δίπλα μου, μου κλείνει το μάτι, χειροκροτήματα, ενθουσιασμός. Πηγαίνουμε στα παρασκήνια αλλά ένας καναπές τοποθετημένος μπροστά στην πόρτα του καμαρινιού εμποδίζει την πρόσβαση. Περιμένουμε, κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα, με βλέπει η Νότα, πλησιάζει, «Παύρη μου, δεν θα μπορέσει να σας δεχτεί, είναι πολύ κουρασμένη». «Μα μιλήσαμε στο τηλέφωνο και μου είπε εντάξει. Δεν θα την κουράσουμε καθόλου, μια αναμνηστική φωτογραφία θα βγάλουμε!» «Καλά, περίμενε να φύγει πρώτα ο κόσμος». Η Χρυσάνθη έχει ετοιμάσει τη φωτογραφική μηχανή, η μικρή Άννα ανυπομονεί. Κάποια στιγμή μπαίνουμε. «Κούκλα είσαι, κούκλα!» της λέω και σκύβω να τη φιλήσω. «Έλα να βγάλουμε τη φωτογραφία γιατί είμαι τα χάλια μου» μου λέει σιγά ενώ συγχρόνως χαμογελάει στη Χρυσάνθη. Ποζάρει με τη μικρή Άννα. «Έλα, βρε, να βγάλουμε και μία μαζί, για να με θυμάσαι». «Μια άλλη φορά, Αλίκη μου, μια άλλη φορά. Δεν θα χαθούμε. Τώρα σε αφήνουμε να ξεκουραστείς». «Περιμένετε να πάρω την τσάντα μου και θα φύγουμε μαζί». Βγαίνουμε στην Αμερικής. Είναι άνοιξη, φυσάει ένα δροσερό αεράκι, οι νεραντζιές μοσχοβολούν. Η Αλίκη κρατάει τη Χρυσάνθη απ’ το χέρι και προσπαθεί να της δώσει κουράγιο. «Θα τον νικήσεις τον καρκίνο, θα δεις. Σε λίγο καιρό θα είσαι καλά. Να μη φοβάσαι και να πιστεύεις στον Θεό…
Ξαφνικά ένα μαύρο σύννεφο κατέβηκε, τις άρπαξε και τις δυο και από τότε δεν τις είδα ποτέ ξανά…
*Ακούστε εδώ τα Podcast «Μυθικά Πρόσωπα» του Γιώργου Παυριανού