Αρχειο

Θα έπρεπε, αλλά δεν...

Είναι φράση-κλειδί που πάει με όλα – «θα έπρεπε να βγάζω λεφτά, αλλά δεν»

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 425
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι φράση-κλειδί που πάει με όλα – «θα έπρεπε να βγάζω λεφτά, αλλά δεν», «θα έπρεπε να τρώω μπρόκολα, αλλά δεν», «θα έπρεπε να ήμουν σεφ, αλλά δεν». Μετά το «δεν» χωράει ο κόσμος όλος. Ή και τίποτα.  

Μια νύχτα βρέθηκα στο «Baraonda» καλεσμένη σε πάρτι, και πέτυχα τον Γιώργο Σαμπάνη να τραγουδάει ένα τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη: spooky εντελώς. Για δευτερόλεπτα νόμιζα ότι άκουγα τον ίδιο τον Καζαντζίδη. Αλλά ήταν ο Σαμπάνης, ο γνωστός καλλιτέχνης («Σ’ αφήνω στον επόμενο/ τον άτυχο το γκόμενο»), που έχει γράψει ένα σκασμό επιτυχίες για δεν-ξέρω-πόσους καλλιτέχνες. Απλώς δεν τον είχα πετύχει live και κόπηκα γιατί… εκτός από Καζαντζίδη, τραγουδάει και Μητροπάνο, Πάριο, Μοσχολιού κι ένα σωρό άλλους, απίστευτο (!!!, τρία θαυμαστικά όντως). Θα μου πεις «τώρα τον ανακάλυψες (μωρή) τον Σαμπάνη;» και θα απαντήσω ναι: με την έννοια ότι είχα ακούσει σουξέ του αλλά όχι τον ίδιο. Και ο ίδιος είναι υπέροχος, μπράβο το παλικάρι, που υπήρξε και σπρίντερ με 14 Χρυσά Πανελλήνια Μετάλλια στο ενεργητικό του (!!! πάλι τρία θαυμαστικά, θα μου μείνει κουσούρι.) Ο τελευταίος του δίσκος έχει τίτλο «Μυστήριο τρένο» και βασικά επειδή θαυμάζω ανθρώπους που είναι δουλευταράδες, άρα ταλαντούχοι, φωνάρες και σούπερ γκόμενοι, τον λιβανίζω δικαίως: είναι όλα τα παραπάνω, και με το (εχμ) παραπάνω.

Ήταν ένα περίεργο δεκαπενθήμερο – κάποια κοπέλα με ρώτησε αν «επιβραβεύεται ή έστω αναγνωρίζεται τελικά το Καλό» με την έννοια του αξιόλογου, του ουσιαστικού, και απάντησα με υπεκφυγές «δενννν είμαι σίγουρη» μέχρι να καταλήξω στο (αναστεναγμός) «ναι». Η κοπέλα ήταν νέα, μαθήτρια σε σεμινάριο γραψίματος, και ήθελε να ακούσει αυτό που κατά βάθος πίστευε, ότι δηλαδή η σκληρή δουλειά και η αξία αναγνωρίζονται… μόνη της πέταξε την επιβράβευση (μη ζητάμε πολλά) κι έμεινε στην αναγνώριση – οκέι, δεν σου δίνουν βραβεία/λεφτά/κουμκουάτ, τουλάχιστον σου λένε μια καλή κουβέντα; Και… αν δεν το πίστευα αυτό, δεν θα έκανα απολύτως τίποτα. Θα ήμουν σε χειμερία νάρκη. Δεν θα μεγάλωνα παιδιά, δεν θα ψήφιζα, δεν θα γνώριζα ανθρώπους, δεν θα έκανα σχέσεις, δεν θα ξεκίναγα δουλειές και κουλαμάρες και γραψιματικά μεγαλεπήβολα σχέδια, τίποτα-τίποτα-τίποτα.

Στο βάθος πιστεύω ότι το «Καλό» θα επικρατήσει, θα έχουμε χάπι εντ, ένας μεγάλος αριθμός συνανθρώπων μας ξαφνικά θα βγάλει το καπέλο σε άλλο μεγάλο αριθμό, θα λέμε ο ένας στον άλλον «μα είναι υπέροχο αυτό που κάνατε!» και τέτοια. Παρά τις κατραπακιές, τις χύμες και τις χυλόπιτες, πιστεύω ότι κάπου υπάρχει η αγάπη μου, ο Παράδεισος, η επόμενη πίστα, το Κέρας της Αμάλθειας, γουατέβα. Σαν άλλη Χάριετ πώς-την-έλεγαν λέω «αύριο ξημερώνει μια νέα ημέρα!» – για την ακρίβεια δεν το λέω πια, το κάνω γαργάρα, γιατί τσαταλιάζει και τα δικά μου τα νεύρα, πόσο μάλλον (τα νεύρα) των αλλωνώνε….

Πού είχαμε μείνει; Στη νυχτερινή Αθήνα. Στο «Baraonda», γεμάτο-κεφάτο-λουσάτο μια Πέμπτη βράδυ, και στον Γιώργο Σαμπάνη να τραγουδάει live τρεις-τέσσερις ώρες. Στο διπλανό τραπέζι μια αντροπαρέα ήξερε όλα τα τραγούδια του απέξω, μπροστά στην πίστα όλες οι κοπέλες ήταν ψηλές και φορούσαν κολλητά φουστάνια με πούλιες. Μετά τον Σαμπάνη η οθόνη έδειχνε τον Τζον Τραβόλτα τζόβενο να ξεβιδώνεται με τα στρετς (Saturday Night Fever) κι έπειτα τον Παντελή Παντελίδη με την κιθάρα μπροστά στην ντουλάπα του. Υπήρχε ένας διάχυτος σουρεαλισμός αλλά επειδή ήταν διάχυτος δεν μπορώ να τον πιάσω, κάτι σαν να παντρευόντουσαν οι Monty Pythons μεταξύ τους με κουμπάρο τον Sasha Baron Cohen… Δεν ξέρω γιατί το σκέφτηκα αυτό τώρα, κάποιος ψυχαναλυτής λέει «αχά!» και πάει μισό λεφτό προς νερού του, δεν έχει σημασία, όλες οι βραδιές που βγαίνεις πια είναι μοναδικές και κάπως σαν (μικρός, ας πούμε πέμπτος) γάμος.

Άλλο βράδυ φάγαμε ορίτζιναλ κινέζικο στο εστιατόριο «Fulihua» που μαγειρεύει και για το κινέζικο σχολείο παραδίπλα, άρα είναι πιο ορίτζιναλ κι από τον Τσάκι Τσαν. Κάνει τέλεια dumplings, sweet & sour, καυτερή σούπα κι ένα αχτύπητο σπέσιαλ ρύζι. Φάγαμε πολύ και καλά με 45 ευρώ, τετραμελής φαγανή οικογένεια – οι μερίδες είναι τεράστιες, πήραμε και φαγητό σε πακέτο φεύγοντας. Είναι μεγάλο, τυπικά κινέζικο (οι κεντημένες καρέκλες είναι καλυμμένες με διαφανές πλαστικό, όπως το μισό Πεκίνο, π.χ., αλλά και η Αστόρια τώρα που το θίξαμε), με φιλικό σέρβις… και πελατεία κυρίως Κινέζων.

Ε, μετά, μια Δευτέρα πήγα στο «MG» κι άκουσα την πολυσυλλεκτική μουσική που βάζει ο Μίμης Κεφαλάς (όπερα, Χατζηδάκι, καντσονίσιμα, λατινίσιμα, Βέμπο, Πιάφ, οπερέτα και ό,τι άλλο τον φωτίσει ο Θεός), που θα έπρεπε να δουλεύει σε εκατό ραδιόφωνα αλλά δεν, επειδή όμως υπάρχει δικαίωση στη ζωή ή τέλοσπάντων επικρατεί το Καλό αργά ή γρήγορα, θα βάζει κάποτε μουσική σε ένα μέρος πάρα πολύ χάι και ανεβασμένο, δεν εννοώ στον Παράδεισο π.χ. όπου το ποτό θα είναι τζάμπα, αλλά σε κάτι Μπολιγουντιανό. Ως τότε, τον ακούμε στο «MG» και είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεσαι μια τυχαία νύχτα Δευτέρας, κατά προτίμηση με βροχή…

Baraonda, bar club, Τσόχα 48, 210 6441.778

Fulihua, κινέζικο εστιατόριο, Ιάσωνος 25, 210 5245.688

MG bar, Σούτσου 9, πλατεία Μαβίλη


[Φωτο: Anastasija Mass - Locus Chair]