Αρχειο

Τοκαλόν, Τοκακόν και Τοάσχημον

Πάει κι η θεία Λεωνόρα. Με το πι-ες-αϊ.

Σταμάτης Κραουνάκης
ΤΕΥΧΟΣ 378
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πάει κι η θεία Λεωνόρα. Με το πι-ες-αϊ. Πλακωνότανε ο γαμπρός μας ο Δευκαλίων με τον Τάκη της Φιφίκας, «άκου, μωρή Φιφίκα, αυτά είναι ονόματα από την εποχή του Τοκαλόν», άσ’ το, θα σου πω αργότερα για τα τοκαλόν και τοκακόν και τοάσχημον. Πλακωνόταν λοιπόν ο Δευκαλίωνας με τον Τάκη της Φιφίκας για το πι-ες-αϊ, ανέβηκε της θείας μας το πι-ες-ι, έφτασεν ο γιατρός ο Οικονομόπουλος, όχι ο Νίκος, «έχεις ψυχή πουτάνα», ο άλλος, ο μπάρμπας ο οικογενειακός μας ο γιατρός, ο κύριος Τάκης, που είναι λίγο αδερφή. Ταχυπαλμία καλπάζουσα, έγινε η θεία κάτι σε απόλυτο μπλαβί, βιολετί, μετά μεταλλάχτηκε σε κάθετο κομοδινό για να μετατραπεί σε εκρού του νεκρού, ανέβηκε το πι-ες-αϊ, χτύπησε μπιέλα η Λεωνόρα, έκαψε πλατίνες, τίναξε ζάντες, μηδένισε κοντέρ. Αχ, αντιέ, θεία Λεωνόρα, αντιέ. Τουρναβύρ, το επίθετο της θείας του γαλλικού ωτ κουλτύρ, και όχι μόνο.

Τι θα πει, «και όχι μόνο», που κάθε ημιγραμματιζούμενη τηλεοπτικιά το χώνει όπου δει και πηδεί; «Όχι μόνο» θα πει ότι η θεία Λεωνόρα είναι τω όντι ρίζα γαλλικής που φύτρωσε στα πάτρια από την εποχή του δανεισμού, του «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του… Τρικούπη.

Όπου αν θες να ξέρεις, από τότε χρωστάμε στη γαλλική κυβέρνηση και ξεπληρώνουμε με τα προϊόντα του ελληνικού μονοπωλίου, σπίρτα, οινόπνευμα και άλλα ψιλά, που αυτό πάλι θα πει, ότι αυτά πάνε κατευθείαν στο γαλλικό ταμείο από 2τότε, από τον Τρικούπη. Η Σούλα, η ξαδέρφη μου (από το «Κυριακή», ντιμάνς, ντιμανσούλα, Σούλα) έγινε ράκος και ούρλιαζε στο κάτω το Πατήσιο, αν κάτι θα ξεχρεώσουμε με τον αιφνίδιο θάνατο της Λεωνόρας μας, ένεκα το πι-ες-αϊ.

Μπορντέλο το σπίτι το πατρικό μας, εξ ημισείας, στο κάτω το Πατήσιο, που τώρα που τα παρέδωσε κι η Λεωνόρα, πληθαίνουμε οι κληρονόμοι και θα γίνει ερείπιο για τα τζάνκια. Που, παιδιά, δεν συμφέρει, δεν πουλιέται το πατρικό, δεν αναπαλαιώνεται, θα παραμείνει ρημάδι με το πατζούρι μετέωρο, μιας μετέωρης ανταγωνιστικότητας, τουλάχιστον να το δίναμε στο ΚΕΘΕΑ να στανιάρουν τα παιδιά, να κάνουν κανένα χειροτεχνικό, καμιά εργασία επανένταξης, κάτι να συνέλθουν από τη φαντασίωση, να μην καταπιεί άλλα μυαλά ο καιάδας της μελαγχολίας από τη σύγκρουση τη μετωπική με την πραγματικότητα.

  Πάει η Ελεωνόρα από το πι-ες-αϊ, είναι πεσούσα, κύριε πρόεδρε, είναι πεσούσα του μνημονίου, είναι πτώμα της δημοκρατίας η Τουρναβύρ, δεν τη θεωρείτε «ακίνητη» τη θειάκα μας, Θε μου; Κανείς δεν έδωσε σημασία, τη θάψαμε στον Kόκκινο Mύλο, δίπλα στην Έλενα Ναθαναήλ, επέμενα εγώ να τη βάλουμε δίπλα στην Έλενα, να ’χει παρέα την Έλενα που την αγαπούσε. Αλλά εις μάτην, γκάριζε η Σούλα (από το Κυριακή, ντιμασούλα, Σούλα) εις μάτην. Να γράψουμε απάνω στο μνήμα ότι η θεία είναι θύμα του μνημονίου, την έφαγε το πι-ες-αϊ, ήσπασε τα πιεσόμετρα ήσπασε. Επέμενε κι ο Ντεληκατσούμπας ο Νάσος το κομμούνι, που είναι ο άντρας της Σούλας και κουμπάρος του Τάκη της Φιφίκας του Τοκαλόν, κι έγινε. Απάνω στο θεός σχωρέσ’ την, στον Κόκκινο Μύλο, στους καφέδες σαν Βουλή με τη Λιάνα να κραίνει ψωμί και γάλα και ο Άδωνις να τσιρίζει και η Μανωλίδου να απέχει αισθητά από την τηλεθέαση, γιατί τώρα είναι κυρία υπουργού και κάνει μαλλιά. Τι σημαίνει τώρα, κάνω μαλλιά. Κάνω μαλλιά σημαίνει «Αλίκη στο Πιο Λαμπρό Αστέρι», που κάνει συνέχεια μαλλιά, μαλλιά, μαλλιά και την εκτινάζει ο Μεταξόπουλος.

Και το Τοκαλόν, για να μη σου αφήκω κανένα κενό μνήμης, είναι πουδρίτσα άλφα από την εποχή που η Ελλάδα έλπιζε να στρώσει μούρη και μετά ήρθε το κακόν και μας σήκωσε. Ναι, ναι, όπως τ’ ακούς και οι πολιτικοί και οι τελεπαρουσιαστές δεν βάζουν Τοκαλόν πια, εξού και το κακόν διαγράφεται στα προσωπάκια, αναιδές και αδυσώπητον. Θεός σχωρέσ’ τη Λεωνόρα Τουρναβύρ. Αιωνία της η μνήμη. Φτάσαμε, άνοιξε το βήμα σου.

Να αφιερώσω και κάτι στη Σούλα, Κυριακή, ντιμανσούλα, Σούλα, την αξαδέλφη μου. Είναι τα λόγια από ένα τραγουδάκι που ’γραψα για την Μπαλανίκα, το πήρε ο Κότσιρας και γίνεται χαμός στην επικράτεια. Το λέμε κι εμείς έναρξη στο «Δε μασάμε». Εξελίσσεται σε εθνικό συλλαλητήριο, μπορείς να το δεις στο γιουτιούμπ:

ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΟΥ 12

Βαράτε Τούρκοι τα άρματα

Και το φιλότιμό μου

Ξυπνάω απ’ τα χαράματα

Και βάζω τις φωνές

Γαμώ την αγανάκτηση

Γαμώ το κέρατό μου

Γεμίσανε φαντάσματα

Του κόσμου οι σκηνές

Καλώ συλλαλητήριο

Ελατέ αδέρφια μέσα

Γαμώ τα υπoυργεία μου

Γαμώ και τα κονγκρέσα

Ελάτε, βρε συνάδελφοι

Γουστάρω απαρτία

Που γάμησαν τα σπίτια μας  

Και τη δημοκρατία

Βαράτε τώρα, Έλληνες

Στα μούτρα σας χαστούκια

Που θέλατε κυβέρνηση

Αυτά τα τουρλουμπούκια

Ανάθεμα στο φέισμπουκ

Που πάταγα και λάικ

Ήθελα σοσιαλισμό

Μου βγήκε τρίτο ράιχ