Αρχειο

Στις ανηφοριές του Γκύζη

Η Αλεξάνδρας λειτουργεί σαν σύνορο, έτσι τη σκέφτομαι πάντα...

Δήμητρα Γκρους
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Αλεξάνδρας λειτουργεί σαν σύνορο, έτσι τη σκέφτομαι πάντα. Απ’ τη μια πλευρά οι κάθετοι δρόμοι που οδηγούν στο κέντρο, τη πολύπαθη γειτονιά των Εξαρχείων, το λόφο του Στρέφη, τη Νεάπολη... 
Κι απ’ την άλλη ένας κόσμος άλλος, με διαφορετικές συνήθειες, χαμηλότερες αντικειμενικές αξίες και ανηφορικούς δρόμους. Άρωμα παλιάς γειτονιάς με τα όλα της, με την αγορά της, τα μπακάλικα που μένουν ανοιχτά μέχρι αργά το βράδυ και τις Κυριακές, με μικρά παρκάκια των λίγων τετραγωνικών και δυο παγκάκια για τους ηλικωμένους, με σημεία-πρασιές όπου τα παιδιά παίζουν μετά το σχολείο και μυστικές γωνιές για τα ραντεβού των εφήβων.

Είναι συμπαθητική γειτονιά το Γκύζη, κέντρο-απόκεντρο. Καθώς διασχίζω την Αλεξάνδρας ξέρω τι με περιμένει κι αρχίζω να παίρνω βαθιές αναπνοές, προετοιμάζομαι. Ανηφόρες παντού, όλων των ειδών, μακριές και αργόσυρτες, κοφτές και απότομες, άλλες πιο εύκολες να τις περπατήσεις κι άλλες που σου κόβουν την ανάσα. Κοιτάζω δεξιά-αριστερά και δεν βλέπω ούτε έναν επίπεδο δρόμο, παράξενο δεν είναι να είσαι συνέχεια σε κλίση; Αν μένεις εδώ η επιστροφή στη βάση σου κρύβει πάντα μια πρόκληση, δεν είναι μόνο πως γυμνάζονται οι τετρακέφαλοι και τα οπίσθια, αλλά να, μερικές φορές πρέπει να έχεις το απαιτούμενο σθένος, οι ανηφόρες είναι δύσκολες να τις ανέβεις... Με τις κατηφόρες τα πράγματα είναι πιο εύκολα, τσουλάς. Χαμηλώνεις το κέντρο βάρους και αφήνεσαι να κατρακυλήσεις προς τον κάτω κόσμο, τα φανάρια, τη φασαρία... τα ερεθίσματα πολλαπλασιάζοντα καθώς περνάς τη λεωφόρο. Και μετά πάλι πίσω, πάνω, ψηλά – εκεί που κάποτε ήταν ένας ακόμα λόφος της αττικής γης τώρα τα πάντα είναι χτισμένα, με τη γνωστή μέθοδο της αντιπαροχής, πολυκατοικίες του ’70 η μία πάνω στην άλλη και μερικές διπλοκατοικίες ξεχασμένες στο χρόνο. 

Καθώς ανεβαίνω την «πλαγιά» του Γκύζη, οδός Μπουκουβάλα, ρίχνω το βλέμμα μου στο πιο ψηλό σημείο, στην κορυφογραμμή, και αναρωτιέμαι με την αφέλεια μικρού παιδιού τι να υπάρχει από την πίσω πλευρά. Σταματώ και κοιτάζω με δέος τα σκαλάκια που ορθώνονται μπροστά μου, πόσα να ’ναι; Προσπαθώ να αποφασίσω αν θα τα ανέβω ή όχι, σαν να έχω κάνει κάποιο τάμα και πρέπει να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου, ή μήπως να πάω από αλλού; Αποφασίζω πως όχι, το παίρνω το ρίσκο, θα τα μετρήσω. Τουλάχιστον υπάρχουν αυτά τα παρτέρια δεξιά κι αριστερά, 5, 6, 7... λίγο πράσινο, πόσο το έχουμε ανάγκη, 19, 20, 21... λουλούδια, θάμνοι, δέντρα, 45, 46... αγκομαχώ ανεβαίνοντας αλλά είναι αργά για να κάνω πίσω, 68, 69... μάρτυρας της βόλτας μου και του πείσματός μου το γατάκι στα χαλάσματα, 92... και μια παλιά, ξεφτισμένη μπλε εξώπορτα, 98... Είναι όμορφα τα σκαλάκια του Γκύζη, έχουν μια γραφικότητα, σκέφτομαι και αναθαρρώ... 105... ουφ! Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στο χείμαρο από σκαλοπάτια που ξεχύνεται μέχρι κάτω, πίσω μου, και συνεχίζω ακόμα πιο ψηλά, λίγο ακόμα, μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ πως δεν υπάρχει τίποτα απ’ την άλλη πλευρά, παρά μόνο σπίτια και χτισμένη πόλη. Μια φαντασίωση ακόμα χαμένη, αλλά δεν πειράζει, τουλάχιστον τώρα ξέρω. Γυρίζω την πλάτη και η θέα που προσφέρεται απλόχερα στο βλέμμα μου με ξαφνιάζει, μένω ακίνητη να τη θαυμάζω. Ο Λυκαβηττός υψώνεται από απέναντι, ψηλός και μεγαλοπρεπής, όπως αρμόζει σε ένα λόφο σαν κι αυτόν. Στο ύψος των ματιών μου, τόσο κοντά που νομίζω πως αν απλώσω το χέρι μου θα τον αγγίξω, λες και ανήκει πιο πολύ στην από δω πλευρά, τη δική μας. Παλιά ήταν δυο λόφοι αντικριστοί, ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον. Κρίμα που ο ένας χτίστηκε ολοσκερώς, τίποτα δεν έμεινε, σκέφτομαι, μόνο σκαλάκια, παρτέρια και ανηφοριές...