Αρχειο

Αναζητώντας διαμέρισμα προς ενοικίαση στην Αθήνα

Μια μετακόμιση ξανά, στο δρόμο για το πουθενά και πού θα βγάλει δεν το ξέρω ειλικρινά

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 538
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι μεσημέρι, κάνει τρομερή ζέστη και εγώ γυρνάω στους δρόμους και προσπαθώ να βρω σπίτι με την παλιά μέθοδο, με τα πόδια. Αυτή την εποχή οι φοιτητές της επαρχίας ψάχνουν για σπίτι και έτσι οι περισσότερες αγγελίες μιλούν για γκαρσονιέρες «φωτεινές και ήσυχες με λίγα κοινόχρηστα». Πολλές είναι «υπόγειες αλλά με θέα στον ακάλυπτο». Άλλες έχουν κλιματιστικό, αρκετές αναφέρουν με ειλικρίνεια «θέλει βάψιμο», μερικές βαφτίζονται για φιγούρα studio και όλες τελειώνουν με τις ίδιες φράσεις «Ιδανική για φοιτητές» και «Τιμή συζητήσιμη». Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να διαβάσουμε μέσα από τις λέξεις το κρυφό νόημα. «Φωτεινό» τις περισσότερες φορές σημαίνει ότι έχει ένα παράθυρο ή μια μπαλκονόπορτα που μπαίνει λίγο φως, «ημιυπόγειο» σημαίνει υπόγειο, «ήσυχο στον πρώτο όροφο» είναι αδύνατον, «βλέπει στον ακάλυπτο» ίσως σημαίνει ότι σου πέφτουν τα σκουπίδια και οι κιλότες των από πάνω στο κεφάλι.

Έχω μεγάλη πείρα από ενοικιαστήρια. Όταν είχα γράψει με τον Ανδρέα Λάμπρου το τραγούδι «Χαρτοκιβώτια Νουνού» και το πήγαμε στην Άλκηστη Πρωτοψάλτη, της είπα για να την εντυπωσιάσω: « Έχω κάνει γύρω στις 10 μετακομίσεις». Γέλασε και μου είπε: «Εγώ έχω κάνει πάνω από 25». Πήρε το τραγούδι και το τραγούδησε καταπληκτικά. «Τα έχω μαζέψει κι έχω πλέον ξεμπερδέψει. Πράγματα, ρούχα, αντικείμενα φτηνά. Μια μετακόμιση ξανά, στο δρόμο για το πουθενά και πού θα βγάλει δεν το ξέρω ειλικρινά».

Όμως τα πράγματα από τότε έχουν αλλάξει, σήμερα υπάρχουν εφημερίδες με φωτογραφίες των σπιτιών, βίντεο, ηλεκτρονική αλληλογραφία. Πάντως ακόμα υπάρχουν σπιτονοικοκύρηδες που βάζουν αγγελία μόνο στη γειτονιά και πάντα μια βόλτα στην περιοχή που σε ενδιαφέρει μπορεί να σου δώσει πληροφορίες όχι μόνο για το ακίνητο αλλά και για το αν υπάρχει εκεί γύρω φούρνος, σουπερμάρκετ, φαρμακείο, περίπτερο. Αλλιώς μπορεί να νοικιάσεις το καλύτερο διαμέρισμα στην Πετρούπολη και να τρέχεις για τσιγάρα στο Σύνταγμα.

Η αγγελία έλεγε για διαμέρισμα πίσω από το Χίλτον, 40 m², με βεράντα, ρετιρέ, 250 ευρώ. Πήγα διστακτικά γιατί πίσω από το Χίλτον είναι η μισή Αθήνα. Ήταν πράγματι στην πίσω πλευρά του ξενοδοχείου, ο ευγενικός ιδιοκτήτης με πληροφόρησε ότι είναι άβαφτο, μπήκαμε μέσα, ήθελε πολλή δουλειά αλλά ήταν συμπαθητικό. Τα ηλεκτρικά ήταν εντάξει, τα υδραυλικά δούλευαν, όλα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι τη στιγμή που άνοιξα το παραθυράκι του μπάνιου. Και τότε είδα μπροστά μου όλες τις κεραίες της κινητής τηλεφωνίας από το διπλανό κτίριο να με κοιτάζουν απειλητικά. Δεν ξέρω για εσάς αλλά εγώ δεν ζω δίπλα σε τέτοια ακτινοβολία. Μου φτάνει αυτή που παίρνω από τον υπολογιστή και το κινητό. Δεν είπα τίποτα, βγήκα στο μπαλκόνι και είδα ότι από πάνω υπήρχε ένα μικρό δώμα. «Μα λέτε στην αγγελία ότι είναι ρετιρέ. Αυτό τι είναι από πάνω;» «Α, μη δίνετε σημασία! Μένει ένας κωφάλαλος. Ούτε που θα σας ενοχλήσει!» μου απάντησε κι εκεί οι δρόμοι μας χωρίσανε.

Η κυρία που μου έδειχνε ένα διαμέρισμα στο κέντρο, 60 m², τιμή συζητήσιμη, είχε μια βαριά αυταρχική φωνή σαν Σαπφώ Νοταρά. «Μόνος σας θα μείνετε; Πόσων χρονών είστε; Γιατί δεν παντρευτήκατε;» Απαντούσα με ειλικρίνεια αλλά αυτή δεν σταμάταγε. «Πόσα λεφτά βγάζετε; Θα φέρνετε γυναίκες;» Η ανάκριση τράβαγε σε μάκρος μέχρι που ρώτησε: «Από πού είναι η καταγωγή σας;» «Από την Πάτρα». Ξαφνικά άλλαξε ύφος, ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε: «Και δεν το λες, βρε παιδάκι μου, τόση ώρα; Κι εγώ από την Πάτρα είμαι! Αχ, αυτό το διαμέρισμα ήταν το πατρικό μου, να το πιάσετε εσείς, κύριε Γιώργο, και θα σας κόψω ένα 50άρι. Μας ρημάξανε οι κερατάδες, κύριε Γιώργο. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο, σαν τους ζητιάνους παρακαλάμε για τα νοίκια. Εσείς να το πάρετε, δεν θέλω να το δώσω σε κάτι παλιοδικηγόρους, δεν τους χωνεύω». «Πόσο το νοικιάζετε;» «500 ευρώ, θα σας το αφήσω 450». «Και πού να βρω τα 450 ευρώ; Είπα ότι είμαι από την Πάτρα, δεν είπα ότι είμαι η Κλεοπάτρα!»

Διάλεξα μια αγγελία στο Παγκράτι, ρετιρέ, 45 m², 300 ευρώ. Ο νεαρός που συνάντησα φορούσε φόρμα αθλητική και μετά τις πρώτες ερωτήσεις, πόσοι θα μείνετε, έχετε σκύλο, γιατί αλλάζετε σπίτι, με ρώτησε πού δουλεύω. Από συνήθεια απάντησα «Στην Athens Voice» «Στην Athens Voice; Η αγαπημένη μου εφημερίδα! Πώς λέγεστε;» «Παυριανός» «Παυριανός; Σας ξέρω! Το κείμενό σας για την Αλίκη το έχω μάθει απέξω!» Άρχισε να με ρωτάει αν ήταν τσιγκούνα η Αλίκη, με ποιον τα είχε ο Χατζιδάκις, αν ντυνόταν γυναίκα ο Ταχτσής, τέτοια. Στο τέλος μού είπε με λυγμική φωνή: «Κάντε ένα αφιέρωμα στους διάσημους Έλληνες γκέι! Θέλω να το διαβάσει η μάνα μου!». Του υποσχέθηκα πως θα το κάνω. «Το διαμέρισμα θα το νοικιάσετε; Εγώ μένω ακριβώς από κάτω!» και μου έκλεισε το μάτι πονηρά.

Είπα να πάω να δω μια γκαρσονιέρα στην Αγία Παρασκευή, 27 m², 170 ευρώ. Ήταν μικρή και σκοτεινή, έβλεπε στην απέναντι πολυκατοικία, το καζανάκι δεν δούλευε, χάλια! Η χοντρή ιδιοκτήτρια προσπαθούσε να βρει αρετές. «Είναι ανατολικομεσημβρινό! Είναι 15 λεπτά από το μετρό! Στο ισόγειο έχει μίνι μάρκετ, το έχω εγώ, θα βρείτε τα πάντα!» Με έβλεπε που στραβομουτσούνιαζα και προσπαθούσε να με πείσει. Στο τέλος έριξε το πιο δυνατό προτέρημα του σπιτιού. «Εδώ έμενε ο Καραγιάννης Καρατζόπουλος!» Αντί να γελάσω με το λάθος, με έπιασε μελαγχολία. Σκέψου να είσαι ο Καραγιάννης ή ο Καρατζόπουλος και να μένεις σε αυτή την τρύπα! Ποιος ξέρει τι μας περιμένει και εμάς. Πάντως, όπως και να έχει, δεν νοικιάζουμε ποτέ διαμέρισμα με τον ιδιοκτήτη στην ίδια πολυκατοικία.

Σε ένα δώμα στην πλατεία Εξαρχείων, 13 m², ο τύπος που με περίμενε στην είσοδο έκανε ντάγκλες. «Έχει πολύ μεγάλη ταράτσα» έλεγε και ξανάλεγε μέσα στο ασανσέρ. Βγήκαμε στην ταράτσα και νόμιζα ότι είχαμε πάει σε διαστημικό σταθμό. Όλη η ταράτσα ήταν γεμάτη με δορυφορικά πιάτα! Ο τύπος πήγαινε μπρος-πίσω σαν εκκρεμές. «Μα δεν έχει χώρο ούτε για μια γλάστρα!» Σταμάτησε λίγο να πηγαινοέρχεται, με κοίταξε έκπληκτος, «Ναι, αλλά θα έχεις Nova δωρεάν» μου είπε και μου έδειξε τα δορυφορικά πιάτα. «Πόσο το νοικιάζεις;» ρώτησα από περιέργεια. «Τι να σου ζητήσω τώρα; 130 ευρώ; Σιγά το πράμα! Δώσε 25.000 ευρώ να το αγοράσεις!» Του είπα ότι θα το σκεφτώ, τον άφησα ανάμεσα στα δορυφορικά πιάτα και έφυγα τρέχοντας.

Είδα σπίτια ωραία, σπίτια άσχημα, ιδιοκτήτες αυστηρούς, γλυκούληδες, πονηρούς, κυρίες όμορφες, άσχημες, τσαούσες και σιγανοπαπαδιές. Το να βρεις έναν καλό σπιτονοικοκύρη είναι πολλές φορές πιο δύσκολο από το να βρεις ένα ωραίο σπίτι. Εξάλλου τι σημαίνει ωραίο σπίτι; Αυτό που όταν μπεις μέσα, έχει κάτι που σε τραβάει. Άλλοι θέλουν ένα ωραίο μπάνιο, άλλοι να έχει μεγάλη κουζίνα, άλλοι να έχει θέα, άλλοι να είναι ρετιρέ. Για να βρεις όμως ιδιοκτήτη σωστό πρέπει να είσαι τυχερός. Ο δικός μου, 12 χρόνια, περίμενε υπομονετικά και πάντα τον πλήρωνα στο τέλος. Τώρα τελευταία με την κρίση έχει αγριέψει και έβαλε το δικηγόρο να μου κάνει έξωση. Ελπίζω να προλάβω να τον ξεχρεώσω γιατί αλλιώς με βλέπω να τραγουδάω σαν την Άλκηστη «Χαρτοκιβώτια Νουνού και πράγματα συσκευασμένα, γιατί ποτέ δεν είχα νου κι όλο σκεφτόμουνα εσένα. Χαρτοκιβώτια Νουνού, γεια σου παλιά μου ιστορία, βλέπω το φως του ουρανού, χαίρε ω χαίρε ελευθερία».