11471-26346.jpg
Μυθιστορημα

Το χαστούκι

Το να χαρακτηρίσεις αριστούργημα ένα καινούργιο βιβλίο ίσως θεωρηθεί ατόπημα, αφού ο χρόνος δεν το έχει δοκιμάσει. Από την άλλη όμως πώς να το χαρακτηρίσεις όταν σε έχει ξενυχτίσει, ενώ δεν θέλεις να τελειώσει, και κλείνοντάς το θέλεις συνεχώς να το συζητάς και να ειδοποιήσεις όλους τους φίλους να το διαβάσουν;

Ο Χρήστος Τσιόλκας, Αυστραλός ελληνικής καταγωγής, μας συστήθηκε με το «Κατά μέτωπον» (εκδ. Οξύ, 1999) – για την ακρίβεια η ταινία της Άννα Κόκκινος, “Head On”, που στηρίζεται στο βιβλίο, είναι αυτή που το έκανε γνωστό. Ήταν η λαχανιασμένη γραφή του, η μηδενιστική οπτική του και κυρίως η αναζήτηση της σεξουαλικής, πολιτικής, κοινωνικής και φυλετικής ταυτότητας του ήρωά του Άρη, που μας έκανε να δούμε το συγγραφέα ως πολλά υποσχόμενο.

Το χαστούκι είναι σε πρώτη ανάγνωση ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο από εκείνο. Από τη μία ο συγγραφέας είναι πια 45χρονος και από την άλλη το θέμα τόσο διαφορετικό, που η φόρμα γραφής δεν θα μπορούσε να μοιάζει με εκείνη του «Κατά μέτωπον». Αυτός είναι ένας λόγος που ένα μέρος της κριτικής αισθάνθηκε «προδομένο» (πως ο Τσιόλκας έγινε mainstream, αφού επέλεξε μια τόσο γραμμική-τηλεοπτική αφήγηση), ξεχνώντας να υπογραμμίσει πως είναι δείγμα συγγραφικής ωριμότητας να αφήνεις το θέμα σου να οδηγήσει τη γραφή σου. Αυτοί οι κριτικοί ήταν λίγοι, γιατί το βιβλίο κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Συγγραφέα των χωρών-μελών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker και κυρίως έγινε μεγάλη επιτυχία (προς το παρόν) στις αγγλόφωνες χώρες.

Στο πάρτι που διοργανώνει στο σπίτι του στη Μελβούρνη ο Έκτορας (Αυστραλός, ελληνικής καταγωγής) με τη γυναίκα του Αΐσα (ινδικής καταγωγής), ο ξάδελφός του Χάρι χαστουκίζει τον τετράχρονο γιο της φίλης της γυναίκας του, Ρόζι. Το χαστούκι θα χωρίσει τους παρευρισκόμενους σε 2 ομάδες: στους μάρτυρες κατηγορίας και στους μάρτυρες υπεράσπισης του δράστη.

Ο Τσιόλκας δίνοντας τα 8 κεφάλαια του βιβλίου σε οκτώ μάρτυρες της σκηνής, κατορθώνει να ακτινογραφήσει την «οικογένεια» μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, όπως η αυστραλέζικη, αλλά και την «παγκόσμια» οικογένεια (πόσο μάλλον την ελληνική, αφού οι μισοί ήρωές του είναι ελληνικής καταγωγής). Με κάθε ήρωα να έχει διαφορετική ηλικία (πόσο συγκινητικό το αφιερωμένο κεφάλαιο στον πατέρα του Έκτορα, Μανόλη!), καταγωγή, οικονομική θέση, παρελθόν, ηλικία, σεξουαλικό προσανατολισμό, κατορθώνει να δει σφαιρικά τον «ασθενή» του. Κάποια στιγμή στο κεφάλαιο «Ανούκ» κυκλοφορεί ένα ανέκδοτο για ένα e-mail που στάλθηκε στους σεναριογράφους του Χόλιγουντ. «Όλες οι σκηνές στους θαλάμους αερίων πρέπει να γυρίζονται με τρόπο καλαίσθητο και χωρίς να αναστατώνουν τις ευαισθησίες των θεατών». Ο Τσιόλκας όχι μόνο δεν ωραιοποιεί (εκτός ίσως από τις τόσο άψογα σκηνοθετημένες σεξουαλικές σκηνές), αλλά και επιθυμεί να αναστατώσει τις ευαισθησίες του αναγνώστη. Νιώθοντας κι αυτός τη μοναξιά στη σύγχρονη καπιταλιστική εποχή γνωρίζει πώς ο σημερινός άνθρωπος ακόμα αναζητά την ταυτότητά του, μόνο που έχει πια αποδεχτεί πως δεν μπορεί από μόνος του να τη βρει, αλλά πως έχει την ανάγκη των άλλων (σύζυγος, εραστής, παιδιά, φίλοι). Όμως το ίδιο ισχύει και για «τους άλλους». Έτσι αρχίζει ένας αγώνας επικράτησης εγωισμών, όπου πέφτουν πολλά χαστούκια. Θα υπάρξει… λύση; Η τελευταία φράση του βιβλίου «Γρήγορα, απρόσμενα, σαν το μέλλον που είχε αρχίσει να τον τυλίγει ανεπαίσθητα, ήρθε τελικά ο ύπνος» είναι ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες.

Το χαστούκι, Χρήστος Τσιόλκας, μτφ. Βασίλης Κιμούλης, εκδ. Ωκεανίδα, σελ. 658