Μια βροχή από σκουριασμένα τάληρα με μαστιγώνει. Η χώρα όπου μένω είναι μάρμαρο κάτω απ' το χώμα. Μπαίνει στις φλέβες σαν φτηνό κρασί. Με ακυρώνει...
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Το ποίημα της Πέμπτης
Αφήστε όμως ήσυχο τον ποιητή... Επειδή τώρα είναι στο κρεβάτι με τις λέξεις. Με λέξεις από Ιγκουάνα και Παλμύρα
Αυτές δεν βλέπουν το θεό με τα πυρόξανθα μαλλιά αλλά το μικρό κορίτσι που έχρισαν βασίλισσα και το παιδί που συνελήφθη εκεί, από μια κατεστραμμένη παρθενία...
Στο μέσον ένας φοίνικας έσκυψε κι αυτός ν’ακούσει. Ένας μόνο φοίνικας εν μέσω των ερειπίων
Tώρα μπορείτε να μου πάρετε τα μάτια και τα χέρια. Αφήστε μου το κεφάλι, μπορεί να το χρειαστώ.
Κάποτε στο σημείο αυτό είχε μια γέφυρα, τυφλή. Που έμπαινε στη θάλασσα.
Εδώ ο αγέρας παίρνει τ’ άρωμα της μέντας το πάει απέναντι στης Θράκης τις ακτές κεί που ο Κύκλωπας μεθάει με κρασί του Οδυσσέα στου Ίσμαρου τις λιόλουστες πλαγιές.
Πού είν’ η χαρά που άπλωνε σαν φρέσκο χαμομήλι, το βλέμμα που αφηνότανε ανύποπτο στην όραση, πως ανατέλλει στο βουβό βυθό σου ένα κοχύλι
Δεν ξέρω αν χάνω τον ορίζοντα. Ή μήπως τα χέρια είν' αυτά που απομακρύνονται
Βλέπουμε καίγοντας τις λέξεις στο σκοτάδι