- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αργύρης Χιόνης: Ο ποιητής της σιωπής και της εξορίας
Από την ποίηση στη γη και η επιλογή της απομόνωσης

Το ποιητικό σύμπαν του Αργύρη Χιόνη | Λίγα λόγια για έναν σπουδαίο ποιητή και πεζογράφο με την ευκαιρία της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του «Η Φωνή της Σιωπής» από τις Εκδόσεις Κίχλη
Ένα από τα πράγματα που αποφεύγω να κάνω, ειδικά στις Σημειώσεις Ενός Μονομανούς -όπου έχω στη διάθεσή μου ελάχιστες λέξεις- είναι να παραθέτω βιογραφικά στοιχεία. Στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, πιστεύω ότι το έργο ενός καλλιτέχνη είναι ανεξάρτητο από τη ζωή του. Στην περίπτωση του Αργύρη Χιόνη όμως, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Κι αυτό επειδή υπάρχουν δύο στοιχεία που παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στο έργο του. Το πρώτο είναι ότι το 1967, με την εγκαθίδρυση της Χούντας, εγκαταλείπει την Ελλάδα και εγκαθίσταται στο εξωτερικό.
Έχει μόλις κυκλοφορήσει την πρώτη του ποιητική συλλογή και από εκείνη τη στιγμή το έργο του δέχεται επιρροές περισσότερο από ξένους ποιητές και λιγότερο από Έλληνες. Το δεύτερο στοιχείο σχετίζεται με την επιστροφή του στην Ελλάδα. Έρχεται ξανά το 1992 και αντί να επιστρέψει στη γειτονιά του, τα Σεπόλια ή έστω κάπου αλλού στην Αθήνα, διαλέγει να ζήσει στο Θροφαρί, ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου καλλιεργεί τη γη αλλά και την ποίηση, σε συνθήκες σχετικής απομόνωσης μέχρι τον θάνατό του το 2011. Το δεύτερο αυτό δεδομένο είναι αυτό που οδηγεί την ποίησή του χρόνο με τον χρόνο προς τη σιωπή.
Ο Αργύρης Χιόνης αναγνωρίζει ως δασκάλους του τον Καβάφη, τον Μπέκετ, τον Νίτσε, τον Καζαντζάκη, τον Καμύ και στο πέρασμα του χρόνου σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο με τον Μπόρχες -ειδικά στα «Όντα και Μη Όντα»- τον Λι Πο -ειδικά στα «Εσωτικά Τοπία»-, τον John Donne, τον Ηράκλειτο, τον Σολωμό.
Θεωρεί ότι η ποίηση διδάσκει. «Διδάσκει γλώσσα, ήθος, μέτρο, ρυθμό, αυτοσυγκράτηση, λιτότητα». Είναι για εκείνον «ουσία της ζωής» και πάνω απ’ όλα, η απόλυτη υπαρξιακή άσκηση της συνεχούς αντιπαράθεσης με τον Θάνατο. Η φρίκη, όπως χαρακτηρίζει τον θάνατο, είναι αμίλητη και αντιμετωπίζεται μόνο «με το όνειρο, το χιούμορ» και πάνω απ’ όλα -θα τολμούσα να προσθέσω- με τη Γραφή.
Ο Αργύρης Χιόνης είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Είναι ένας ποιητής που γράφει επιπλέον και πεζογραφία. Μόνο που ασχολείται μαζί της με όρους ποιητικούς. Γράφει κείμενα που όταν δεν μπορεί «να τα πυκνώσει» -όπως λέει- «τα αναπτύσσει». Κι έτσι γίνονται πεζά, παραμένοντας όμως παράλληλα και ποιήματα καθώς ο δημιουργός τους είναι πρωταρχικά ποιητής. Όπως σημειώνει, θέλει ακόμα και στο πεζό, ο λόγος «να ρέει απρόσκοπτα, μουσικά, οι συλλαβές των προτάσεων να είναι ζυγισμένες και μετρημένες με ακρίβεια, ενίοτε μάλιστα να υπάρχουν μέτρο και εσωτερικές ομοιοκαταληξίες».
Δεν είχα ασχοληθεί αρκετά με την ποίηση του Αργύρη Χιόνη, όταν ήταν εν ζωή. Είχα ασχοληθεί περισσότερο με μερικούς ομότεχνους και συνομήλικούς του, τον Διονύση Καψάλη, τον Μιχάλη Γκανά, τον Αντώνη Φωστιέρη, για παράδειγμα. Κι έτσι, η συγκεντρωτική έκδοση από την Κίχλη «Η Φωνή της Σιωπής», μου έδωσε την ευκαιρία να τον μελετήσω σχεδόν εκ του μηδενός. Και παράλληλα με τα ποιήματα, έπιασα και τα πεζά του. Και από όλα τα θαύματα της γραφής του, είναι η υπαρξιακή αγωνία του που με εντυπωσιάζει: «Υπάρχουμε στιγμές που, άνευ αποχρώντος λόγου, νιώθει σαν να ‘ναι το επίκεντρο του κόσμου. Ευτυχώς, μόνο για λίγο, γιατί, σύντομα, αντιλαμβάνεται ξανά ότι δεν είναι καν το κέντρο του σπιτιού του, ότι μπορεί να είναι μόνο το κέντρο ενός δωματίου· εφόσον, βέβαια, στέκεται ακριβώς στη μέση αυτού του δωματίου».
Μέσα στο κεφάλι μου -κι ενδεχομένως μόνο μέσα σ’ αυτό- η υπαρξιακή κατάσταση που εκφράζει ο Αργύρης Χιόνης φέρνει στο μυαλό μου άλλοτε τον Μάριο Χάκκα στα πρώτα του άγουρα ποιήματα και όχι μόνο σ’ αυτά, άλλοτε τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου -στα ζητήματα μοναξιάς- άλλοτε τον Γιάννη Σκαρίμπα -κι ας είναι τόσο διαφορετική η φόρμα- και συνεχώς, περισσότερο από όλους, τον Χρίστο Λάσκαρη. Ίσως επειδή και οι δύο, ειδικά προς το τέλος της ζωής τους τείνουν προς τη σιωπή. Βουτάω μέσα στο έργο τους και σκέφτομαι ότι πίσω και από τους δύο στέκεται κάπου μακρινός, ο Καβάφης. Ενδεχομένως όχι ο Καβάφης της «Ιθάκης» μα σίγουρα ο Καβάφης των «Κεριών»: «Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω / τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, / τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν».