- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πάπας Φραγκίσκος - «Ελπίδα»: Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του εκλιπόντος Πάπα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Gutenberg
Ελάχιστους μήνες πριν από τον θάνατο του ο Πάπας Φραγκίσκος αποφάσισε να εκδώσει την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ελπίδα». Είναι η πνευματική του διαθήκη, με την οποία, όπως γράφει, θέλησε να κληροδοτήσει την ελπίδα στις μελλοντικές γενιές. Η πρώτη αυτή αυτοβιογραφία Πάπα στην Ιστορία κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου.
Γεννημένος ως Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο στο Μπουένος Άιρες, ο Πάπας Φραγκίσκος ξεκινά το βιβλίο του με τις περιπέτειες των Ιταλών προγόνων του, όταν αποφάσισαν να μεταναστεύουν στη Λατινική Αμερική. Περιγράφει τους λόγους που τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, την τυχαία διάσωσή τους από ένα ναυάγιο και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στη νέα τους πατρίδα.
Θυμάται τα παιδικά του χρόνια, την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, την εφηβεία του, το κορίτσι που ερωτεύτηκε τότε, τις σπουδές του και τα όνειρα της μητέρας του να τον δει γιατρό. Μοιράζεται τις απόψεις του για τον κινηματογράφο και τις ταινίες του Φελίνι, του Ντε Σίκα, του Παζολίνι που θεωρεί «παιδαγωγική για το σήμερα». Αναφέρεται στα αγαπημένα του βιβλία, στον Ντοστογιέφσκι, τον Σάμπατο, τον Ρίλκε, τον Μπόρχες. Εξηγεί πώς επέλεξε να ακολουθήσει το θρησκευτικό λειτούργημα και περιγράφει αναλυτικά την, απρόσμενη για τον ίδιο, εκλογή του στον παπικό θρόνο.
Αναλαμβάνοντας τα νέα του καθήκονταν διάλεξε να φέρει το όνομα του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, καθιστώντας σαφές το όραμά του: «Ονειρεύομαι μια Εκκλησία», γράφει, «της οποίας οι λειτουργοί να μπορούν να είναι σπλαχνικοί, να σηκώνουν τους ανθρώπους στους ώμους τους, μεταφέροντάς τους όπως ο καλός Σαμαρείτης».
Από την αρχή της παποσύνης του ταξίδεψε για τον σκοπό αυτό σε όλο τον κόσμο. Πήγε στο νησάκι Λαμπεντούζα, όπου τόσοι μετανάστες φτάνουν ή χάνουν τη ζωή τους στη θάλασσα, και τέλεσε λειτουργία σε έναν βωμό φτιαγμένο από ξύλο προσφυγικών σκαφών. Ήρθε στη Μόρια και, φεύγοντας, πήρε μαζί του οικογένειες προσφύγων ως φιλοξενούμενες του Βατικανού. Ήταν ο πρώτος Πάπας που ταξίδεψε στο Ιράκ, παρόλο που, όπως διηγείται, ήξερε ότι υπήρχε σχέδιο δολοφονίας του.
«Είμαι με όσους εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Είμαι με τις μανάδες που κλαίνε για τα νεκρά παιδιά τους και με τα μικρά παιδιά που τους στέρησαν έως και το δικαίωμα στο παιχνίδι. Είμαι με όποιον φοβάται να σηκώσει τα μάτια στον ουρανό, γιατί από εκεί βρέχει φωτιά», γράφει αναφερόμενος στη Γάζα και στην Ουκρανία.
Αφηγούμενος τις αναμνήσεις του, ο Πάπας Φραγκίσκος σχολιάζει με θάρρος πολλά ακόμα κρίσιμα ζητήματα της εποχής μας: την περιβαλλοντολογική κρίση, την κοινωνική πολιτική, τη σεξουαλικότητα, τις κάθε είδους διακρίσεις, την τεχνολογική ανάπτυξη, την τεχνητή νοημοσύνη, το μέλλον της Εκκλησίας. «Όλοι στην Εκκλησία είναι ευπρόσδεκτοι», γράφει, «και οι διαζευγμένοι, και οι ομοφυλόφιλοι, και οι τρανσέξουαλ».
Η «Ελπίδα», έγραφε ο Πάπας ανακοινώνοντας την έκδοση του βιβλίου, «είναι ένα ταξίδι με όπλο την ελπίδα, ένα ταξίδι που δεν μπορώ να διαχωρίσω από το ταξίδι της οικογένειάς μου, του λαού μου, όλων των ανθρώπων του Θεού».
Τα απομνημονεύματα του Πάπα Φραγκίσκου περιλαμβάνουν πλήθος αποκαλύψεων και πολλές άγνωστες ιστορίες, βαθιά ανθρώπινες και συγκινητικές, συγκλονιστικές, δραματικές, αλλά και άλλες που αναδεικνύουν το χιούμορ του. Είναι το «μυθιστόρημα μιας ζωής», ένα γοητευτικό βιβλίο που εμπλουτίζεται με φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του Πάπα Φραγκίσκου.
***
Πάπας Φραγκίσκος: Ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του
Οι παππούδες κατάφεραν να πουλήσουν το λιγοστό βιoς τους στην ύπαιθρο του Πιεμόντε κι έφτασαν στο λιμάνι της Γένοβας για να επιβιβαστούν στο Giulio Cesare, με εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Μόλις το πλοίο ξανοίχτηκε στο πέλαγος και χάθηκε ολότελα το φως του φάρου, της γέρικης Lanterna, κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο να ξαναδούν την Ιταλία και ότι θα αναγκάζονταν να ξαναρχίσουν τη ζωή τους στην άλλη άκρη του κόσμου.
Ήταν η 1η Φεβρουαρίου του 1929. Ένας από τους πιο κρύους χειμώνες που έμελλε να γνωρίσει ποτέ ο αιώνας: στο Τορίνο το θερμόμετρο είχε φτάσει στους 15 βαθμούς υπό το μηδέν και σε άλλες περιοχές της χώρας μέχρι και τους –25. Αυτό κάποτε το περιέγραψε ο Φεντερίκο Φελίνι [Federico Fellini] σε μια ταινία του «anno del nevone» (Nivoun, η χρονιά της μεγάλης χιονόπτωσης). Όλη η Ευρώπη είχε σκεπαστεί από μια βαριά χιονισμένη κάπα, από τα Ουράλια ώς τις ακτές της Μεσογείου· ώς και ο τρούλος του Αγίου Πέτρου ήταν κατάλευκος.
Όταν, μετά από δύο εβδομάδες ταξίδι, αφού έκανε ενδιάμεσους σταθμούς στη Βιλφράνς-συρ-Μερ, τη Βαρκελώνη, το Ρίο Ντε Τζανέιρο, το Σάντος και το Μοντεβιδέο, το ατμόπλοιο αγκυροβόλησε επιτέλους στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες, η γιαγιά μου η Ρόζα, παρά τη ζέστη που άγγιζε τους 30 βαθμούς και την υγρασία, φορούσε ακόμα το ωραίο πανωφόρι με το οποίο είχε φύγει. Όπως συνηθιζόταν, το είχε στολίσει μ᾿ έναν γιακά από γούνα αλεπούς και σε αυτό, σε μια εσωτερική φόδρα, ανάμεσα στο δέρμα της γούνας και το μετάξι, είχε ράψει όλα τους τα υπάρχοντα. Συνέχισε να το φοράει, λες κι ήταν στολή, ακόμα και μετά την αποβίβασή τους, ενώ κατευθύνονταν προς την ενδοχώρα, ανηφορίζοντας λαχανιασμένοι την όχθη του ποταμού Παρανά για άλλα πεντακόσια χιλιόμετρα, ώσπου έφτασαν στον προορισμό τους. Μόνο τότε η Luchadora, η μαχήτρια, αυτό το παρωνύμιο της είχαν δώσει, αποφάσισε ότι μπορούσε να μην είναι πια σε επιφυλακή. […]
Ήταν τα χρόνια τού «δώσ᾿ μου, μάνα, εκατό λίρες, για να πάω στην Αμέρικα» — το τραγούδι γενεών μεταναστών, το οποίο πολύ χαρακτηριστικά τελείωνε με μια τραγωδία στη θάλασσα. […] Χάθηκαν πενήντα από την πείνα και τις κακουχίες πάνω στα πλοία Matteo Bruzzo και Carlo Raggio, τα οποία το 1888 σάλπαραν από τη Γένοβα για τη Βραζιλία. Καμιά εικοσαριά από ασφυξία στο Frisca. Το 1893, αφού μπάρκαραν στο Remo, οι μετανάστες κατάλαβαν ότι τους είχαν πουλήσει διπλάσια εισιτήρια από τις διαθέσιμες θέσεις, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει χολέρα στο πλοίο. Τους νεκρούς τούς έριξαν στη θάλασσα. Καθημερινά ο αριθμός των επιβατών μειωνόταν κατά αρκετές μονάδες. […]
Και γι᾿ αυτό, πολλά χρόνια αργότερα, στο πρώτο μου ταξίδι ως Πάπας εκτός Βατικανού, πληροφορήθηκα ότι έπρεπε να πάω στη Λαμπεντούζα, το μικροσκοπικό νησί της Μεσογείου που έγινε προμαχώνας ελπίδας και αλληλεγγύης, αλλά και σύμβολο των αντιφάσεων και της τραγωδίας των μεταναστεύσεων και υγρός τάφος για πάρα, πάρα πολλούς. Όταν, πριν από λίγες εβδομάδες, έμαθα για ένα ακόμα ναυάγιο, η σκέψη μου επέστρεφε αδιάκοπα σε αυτό, σαν ένα αγκάθι στην καρδιά που σε βασανίζει. Δεν ήταν ένα προγραμματισμένο ταξίδι, αλλά το όφειλα. Και εγώ προερχόμουν από οικογένεια μεταναστών, ο πατέρας μου, ο παππούς μου, η γιαγιά μου, όπως και πολλοί άλλοι Ιταλοί, είχαν φύγει για την Αργεντινή και είχαν γνωρίσει τη μοίρα των ανθρώπων που τα έχουν χάσει όλα. Κι εγώ θα μπορούσα να είμαι ένας από τους ξεγραμμένους σήμερα, γι᾿ αυτό και μέσα στην καρδιά μου υπάρχει πάντα ένα ερώτημα: γιατί αυτοί κι όχι εγώ;
Έπρεπε να πάω στη Λαμπεντούζα για να προσευχηθώ, να επιτελέσω μια πράξη αδελφοσύνης, να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου και να ενθαρρύνω τους εθελοντές και τους κατοίκους εκείνης της μικρής υπαρκτής κοινωνίας που ήταν σε θέση να προσφέρει χειροπιαστά παραδείγματα αλληλεγγύης. Και, πάνω απ᾿ όλα, για να αφυπνίσω τις συνειδήσεις μας και να κάνω έκκληση στην υπευθυνότητά μας.
Στην ισπανική λογοτεχνία υπάρχει μια κωμωδία του Λόπε ντε Βέγα [Lope de Vega] που μιλάει για το πώς οι κάτοικοι της πόλης Φουέντε Οβεχούνα σκοτώνουν τον κυβερνήτη, γιατί είναι τύραννος, και το κάνουν με τρόπο ώστε να μη μαθευτεί ποιος διέπραξε τον φόνο. Έτσι όταν ο δικαστής του βασιλιά ρωτάει: «Ποιος σκότωσε τον κυβερνήτη;», όλοι απαντούν: «Η Φουέντε Οβεχούνα, κύριε». Όλοι και κανείς.
Ακόμα και σήμερα αυτό το ερώτημα τίθεται δυναμικά: ποιος είναι υπεύθυνος γι᾿ αυτό το αίμα; Κανείς! Όλοι μας απαντάμε έτσι: Εγώ όχι, εγώ δεν έχω καμία σχέση, άλλοι θα το έκαναν, σίγουρα πάντως όχι εγώ.
Μπροστά στην παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας, που μας κάνει όλους «ανώνυμους», όπως ο ήρωας του μυθιστορήματος του Μαντσόνι, υπεύθυνους χωρίς όνομα και χωρίς πρόσωπο, επιλήσμονες της ίδιας μας της ιστορίας και της μοίρας μας, μπροστά σ᾿ έναν φόβο που απειλεί να μας τρελάνει, αντηχεί πάντα η ερώτηση του Θεού στον Κάιν: «Πού είναι ο αδελφός σου; Η φωνή του αίματός του αντηχεί και φτάνει ως εμένα».