Βιβλιο

Η χρονομηχανή, ή: Τα βιβλία που αγαπάμε περισσότερο

Ποτέ δεν είμαστε ο ίδιος άνθρωπος όταν διαβάζουμε ξανά το ίδιο βιβλίο

Κυριάκος Αθανασιάδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βιβλίο: Η ανάγκη για παλιές και νέες αναγνώσεις

Σε πολλούς ακούγεται παράξενο, αλλά αν το καλοσκεφτείς δεν είναι: όσο πιο στενά, όσο πιο επαγγελματικά ασχολείσαι με τα βιβλία, τόσο σπανιότερα διαβάζεις τα βιβλία που αγαπάς περισσότερο.

Βιβλία: Γιατί αν ασχολείσαι επαγγελματικά με αυτά, τα διαβάζεις όλο και λιγότερο

Η εξήγηση είναι απλή: δεν έχεις χρόνο για να διαβάσεις και τα βιβλία που αγαπάς περισσότερο. Διαβάζεις βιβλία για να τα αξιολογήσεις, διαβάζεις βιβλία για να τα παρουσιάσεις, διαβάζεις βιβλία για να γράψεις κριτική γι’ αυτά, ή για να καλύψεις τις νέες κυκλοφορίες. Διαβάζεις βιβλία για να κάνεις έρευνα για το δικό σου βιβλίο, ή για ένα κείμενο ή άρθρο που γράφεις. Διαβάζεις τα βιβλία των φίλων σου που θέλουν να ακούσουν από το στόμα σου ότι τους διάβασες και σου άρεσαν. Διαβάζεις εν πάση περιπτώσει βιβλία επειδή αυτή είναι η δουλειά σου: είσαι ένας επαγγελματίας της ανάγνωσης.

Πολλά από αυτά τα βιβλία είναι καλά. Ή, έστω, κάποια είναι καλά. Κάποια, ακόμη, δεν θα τα διάβαζες ποτέ αν δεν ήσουν ένας επαγγελματίας της ανάγνωσης — και ευτυχώς τώρα νά που τα έμαθες. Είσαι τυχερός.

Αλλά όχι και τόσο τυχερός.

Ίσως να μη θέλεις να μάθεις για όλα τα βιβλία που κυκλοφορούν. Ίσως να μην έχεις καμιά διάθεση να διαβάσεις κι άλλα, ακόμη περισσότερα, να ανακαλύψεις καινούργιες φωνές, ή καινούργιες παλιές φωνές, ή νέες τάσεις, ή εκείνο το βιβλίο για το οποίο μιλούν όλοι ή για το άλλο που σάρωσε στα βραβεία ή για το παράλλο που μεταφράζεται παντού.

Ίσως να μη σε νοιάζει πια αυτό το πράγμα. Ίσως να έχεις μεγαλώσει και λιγάκι, ή πολύ, ίσως να αισθάνεσαι πως ήρθε η ώρα να κάνεις περισσότερα πράγματα για τον εαυτό σου και να θέλεις απλώς να γυρνάς πίσω: στα βιβλία που σε έκαναν να αγαπήσεις το διάβασμα. Σε εκείνα τα βιβλία που μπορεί να τα έχεις ακόμη και στο κομοδίνο σου, ή σε ένα ράφι δίπλα στο γραφείο σου, μα που εδώ και χρόνια δεν διαβάζεις παρά μόνο τις ράχες τους, σαν να μην είναι στ’ αλήθεια εκεί: σαν να είναι μια ανάμνηση. Μαζί με τα παλιά σίριαλ (και κάποιες ταινίες· αλλά κυρίως με τα παλιά σίριαλ) δεν υπάρχει καλύτερη χρονομηχανή για να σε μεταφέρει στην παιδική και στην εφηβική σου ηλικία, όταν όλος ο κόσμος ήταν γεμάτος δυνατότητες και όταν έμενες έκθαμβος μπροστά στα απίθανα πράγματα που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια σου πάνω σε εκείνες τις σελίδες. Μαζί με τα βιβλία που διάβασες, ξεχώρισες και αγάπησες ώς τα τριάντα σου —και πολύ λέω—, αυτά είναι που αγαπάς περισσότερο. Και από εκεί και πέρα τίποτε δεν στάθηκε αντάξιό τους.

Δεν υπάρχουν βιβλία, έτσι κι αλλιώς: υπάρχουν αναγνώσεις. Ποτέ δεν είμαστε ο ίδιος άνθρωπος όταν διαβάζουμε ξανά το ίδιο βιβλίο, αλλά είμαστε πάντα ο ίδιος όταν διαβάζουμε, ακόμη και δεκαετίες μετά, τα βιβλία που μας σημάδεψαν και μας έκαναν ό,τι θα γινόμασταν κάποτε, στο μέλλον μας. Γιατί εντέλει δεν έχει σημασία το ίδιο το βιβλίο, ή η ίδια η πράξη της ανάγνωσης. Για την περίπτωση που μιλάμε, σημασία έχει η άντληση από ένα βαθύ πηγάδι (του χρόνου, της ηλικίας, της ακαταμάχητης εντροπίας, του τέλους που έρχεται και μας χαιρετά από μακριά) των συναισθημάτων που νιώσαμε τότε.

Με τη χρονομηχανή που είναι τα βιβλία που αγαπάμε περισσότερο, κοιτάμε από ψηλά εκείνο το παιδί, εκείνο τον έφηβο, εκείνο τον νεαρό άντρα ή τη νεαρή γυναίκα, βουτάμε μέσα του, κρυβόμαστε για λίγο στην καρδιά του, κι εκείνος ανατριχιάζει.

Όταν μεγαλώσω, θα διαβάζω μόνο τέτοια βιβλία.