Βιβλιο

Δεν υπάρχουν άχρηστες αναγνώσεις

Αν το βιβλίο είναι πράγματι κάτι ιερό, δεν αφορά μονάχα κάποιου είδους ιερατείο: αφορά τους πάντες, αφορά το «πλήρωμα», και (πρέπει να) μιλά τη γλώσσα του

Κυριάκος Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 915
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το βιβλίο, η ιερότητα της ανάγνωσης και η διαμάχη μεταξύ ποιοτικών και εμπορικών συγγραφέων 

Για κάποιους υπάρχει η αίσθηση πως το βιβλίο είναι ένας ιερός χώρος, ένα άδυτο, ένα σπήλαιο ιδεών και αισθημάτων όπου έχουν πρόσβαση οι εκλεκτοί, μονάχα, των καιρών και της ιστορίας. Τυχαίνει να μην είναι καθόλου έτσι. Το βιβλίο –για να αρχίσουμε από αυτό– δεν είναι βέβαια «ένα», δεν είναι κάτι ομοιογενές, και, εάν υπήρχε ποτέ ένα τέτοιο σπήλαιο, δεν θα κάλυπτε παρά ένα μικρό μόνο κομμάτι της οροσειράς των βιβλίων. Οι δε επισκέπτες του δεν θα συνωθούνταν στο στόμιό του. Θα ήταν λίγοι.

Όμως η αίγλη του βιβλίου κρατά, και κάτι μας λέει ότι θα εξακολουθεί να κρατά «για πάντα» ή μέχρι να αντικατασταθεί απολύτως από τεχνολογικά προϊόντα του πνεύματος. Έως τότε όμως, θα τη διατηρήσει ως ο βασικός φορέας του ανθρώπινου πολιτισμού.

Η έννοια βιβλίο και το κοινό της λογοτεχνικής πεζογραφίας 

Μολαταύτα, μέσα στην ίδια την έννοια «βιβλίο» υπάρχουν τα πάντα. Κυριολεκτικά. Κι αυτό είναι καλό. Κι αν αποδεχτούμε τις κορυφώσεις της λογοτεχνίας –και πώς αλλιώς–, θα ήταν μάλλον σοφότερο να βλέπαμε το παγκόσμιο, συνολικό corpus των βιβλίων σαν μία ογκώδη, πανύψηλη πυραμίδα. Τώρα, οι πυραμίδες μάς γοητεύουν ακριβώς σαν τέτοιες, σαν ένα σύνολο, σαν τιτάνια μάζα, όχι τμηματικά. Κανείς δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για την κορυφή τους. Ίσα ίσα, εκείνο που δικαίως εντυπωσιάζει σε αυτές είναι η σταθερή και πλατιά βάση τους και ο πελώριος πλούτος που προσφέρει. Δεν υπάρχει ούτε ένα μείζον λογοτεχνικό έργο που να μη στηρίχτηκε αποκλειστικά από ένα πλήθος «δεύτερων» βιβλίων, όπως δεν υπάρχει ούτε ένας μείζων λογοτέχνης που να μη στηρίχτηκε σε ώμους γιγάντων: γιγάντων, ήτοι –κι εδώ κάνουν λάθος οι πολλοί– αγνώστων κυρίως συγγραφέων, κυρίως μάλιστα της genre λογοτεχνίας. Ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει. Δεν μαθαίνουμε να γράφουμε από τον Κάφκα και τον Τζόις, αν δεν θέλουμε να γελάνε μαζί μας.

Η διαμάχη μεταξύ ποιοτικών και εμπορικών συγγραφέων είναι παλιά όσο και η αγορά του βιβλίου – ή, για να είμαστε ακριβείς, οι συζητήσεις περί αυτήν. Επιπλέον, δεν υπήρξε γενιά που να μη θεωρούσε ότι το «πρόβλημα» διογκωνόταν ακριβώς στον καιρό της, όπως συμβαίνει με κάθε πρόβλημα. Και όπως συμβαίνει και σήμερα. Συντηρείται η αίσθηση, για παράδειγμα, πως το κοινό της λογοτεχνικής πεζογραφίας είναι κατιτί ξεχωριστό, ένα είδος ιερατείου, σε αντίθεση με το μεγάλο, πολύχρωμο, ετερόκλητο, θορυβώδες κοινό της εμπορικής πεζογραφίας. Ούτε αυτό ισχύει. Το κοινό είναι ένα. Και ένα μεγάλο ποσοστό του –αυτό που κρατά όρθια την ευαίσθητη αγορά του βιβλίου– αγοράζει βιβλία όλων των ειδών.

Το πρόβλημα με το κοινό είναι το μέγεθός του. Είναι μικρό, πρέπει να μεγαλώσει, και δεν υπάρχουν γνωστοί τρόποι για να μεγαλώσει. (Δεν θεωρούμε μέθοδο αύξησης του ποσοστού των σταθερών, «εντατικών» αναγνωστών την εκ βάθρων αλλαγή του εκπαιδευτικού μας συστήματος, φερειπείν, καθώς θα ήθελε μία τουλάχιστον γενιά για να αποδώσει καρπούς, αλλά κυρίως επειδή θα έβρισκε ανυπέρβλητα εμπόδια για να γίνει: οι φορείς της εκπαίδευσης δεν θα την επέτρεπαν.) Ίσως μόνο την εμπέδωση του μότο που επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά: «Δεν υπάρχουν ακατάλληλα βιβλία, δεν υπάρχουν άχρηστες αναγνώσεις».

Αν το βιβλίο είναι πράγματι κάτι ιερό, δεν αφορά μονάχα κάποιου είδους ιερατείο: αφορά τους πάντες, αφορά το «πλήρωμα», και (πρέπει να) μιλά τη γλώσσα του.