Βιβλιο

«Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» ή όσα δεν γράφονται συνήθως για την Προσφυγιά και τη Μικρασιατική Καταστροφή

Ο Γιάννης Σιώτος αποφάσισε να υποστεί τη φρικτή βάσανο της περιγραφής, χειρότερα ακόμη, της σε βάθος κατανόησης  της εφιαλτικής εκείνης χρονιάς, 1922-1923

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 894
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά»: Παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Σιώτου για τη Μικρασιατική Καταστροφή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Ο Κυριάκος δεν μίλαγε σχεδόν ποτέ για τις θύμησές του. Η μάνα του, η Πολυξένη, δεν ήθελε καν να θυμάται. Έκαναν σαν να μην τους συνέβησαν ποτέ αυτά που έζησαν. Σαν να ήταν κάποιοι άλλοι και όχι αυτοί οι ίδιοι που πήραν των οματιών τους, σκαρφάλωσαν στο καράβι, αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και από εκεί τράβηξαν άλλος για Κοκκινιά, άλλος για Μοσχάτο ή Τζιτζιφιές και όλα αυτά μέσα στον Δάγκειο, τις ψείρες, τον πόνο, την απώλεια, το θανατικό. Ο Κυριάκος ήταν τριών, άντε τεσσάρων χρονών αγοράκι. Η μάνα του, Καραμανλού, μιλούσε μόνον τούρκικα και μπορούσε να συνεννοηθεί στα αρμένικα, αλλά ήξερε να ψέλνει στα ελληνικά. Ο άντρας της αστεφάνωτη την είχε, ο Νίκος, από την Καππαδοκία, τη Μαλακωπή συγκεκριμένα, κάτι λίγα χιλιόμετρα από την Καισάρεια. Ήταν άντρας γερός και καταφερτζής, έπιαναν τα χέρια του. Δεν μιλούσαν λοιπόν ποτέ για το τότε. Μιλούσαν για το τώρα και το αύριο, αλλά το ΤΟΤΕ το είχαν εξοστρακισμένο, ξεγραμμένο από τη ζωή τους. Τόσο πολύ τους πονούσε. Οι δυο τους, μάνα και γιος, συνεννοούταν στα τούρκικα όταν δεν ήθελαν να καταλαβαίνουν οι άλλοι. Αυτές οι κοφτές κουβέντες, οι συνθηματικές φράσεις δηλαδή, τους ένωναν με την προηγούμενή τους ζωή. Μέχρις εκεί. Κουβέντα για τον Πειραιά, λέξη για το ταξίδι, ούτε ένας σπασμός στο πρόσωπο για όσα έζησαν φτάνοντας στην Ελλάδα εκείνα τα καταραμένα χρόνια της ήττας. Την είπαν Μικρασιατική Καταστροφή. Τον είπαν ξεριζωμό. Τελικά μία μόνον λέξη μπορεί να κλείσει μέσα της όλο αυτό το φορτίο της πίκρας, της απελπισίας, της απόγνωσης, της ντροπής, του φόβου. Προσφυγιά. Σαν βρισιά ακουγόταν τότε αυτή η λέξη εκεί γύρω από το λιμάνι, στα Λεμονάδικα και ακόμα πιο πάνω στην ανηφορίτσα του Άγιου Διονύση. Προσφυγιά. Σαν κατάρα ακουγόταν στα αυτιά των ντόπιων. Πώς να μην ακουγόταν, άλλωστε. Βλέπεις, αυτή η λέξη είχε ενσωματωμένες τις έννοιες της προδοσίας, της ήττας, του ξεπουλήματος, της απώλειας, ακόμη και κάθε ίχνους αξιοπρέπειας σε κάποιες στιγμές. Προσφυγιά. Σαν να λέμε, λέπρα.

Ο Κυριάκος ήταν ο πατέρας μου, η Πολυξένη, η μάνα του, ήταν η γιαγιά μου και εγώ, πρώτη γενιά πρόσφυγας στα μέρη των Ελλαδιτών. Ο Γιάννης Σιώτος είχε την καλοσύνη και την αυθάδεια, είχε το κουράγιο, να ασχοληθεί μαζί μας. Μιλάω για αυθάδεια και ας μην παρεξηγηθώ. Εννοώ ότι ο Γιάννης ο Σιώτος αυθαδιάζει ως προς το κυρίαρχο αφήγημα γράφοντας αυτά που έγραψε για όλους εμάς. Αποφάσισε να υποστεί τη φρικτή βάσανο της περιγραφής, χειρότερα ακόμη, της σε βάθος κατανόησης  της εφιαλτικής εκείνης χρονιάς, 1922-1923. Δύσκολο ταξίδι αυτό του Γιάννη.

Ξέρει πως η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν η επίσημη πρόβα τζενεράλε της ανταλλαγής πληθυσμών σε πραγματική κλίμακα. Είδαν πώς εξελίχθηκε, κατέγραψαν τις λεπτομέρειες, ήξεραν τα λάθη που δεν θα έπρεπε να επαναληφθούν. Σε πρωτοφανή κλίμακα η ανταλλαγή πληθυσμών επαναλήφθηκε στην Ινδία, όταν χωρίστηκαν οι Μουσουλμάνοι από τους Ινδουιστές. Ινδία-Πακιστάν, για την ακρίβεια δύο Πακιστάν, το ανατολικό και το δυτικό. Το πρώτο το ξέρουμε σήμερα ως Μπαγκλαντές.

Άνοιξα το βιβλίο στην πρώτη του σελίδα, κάπου στα μέσα Ιουλίου. Αγνάντευα το Αιγαίο από μία σκεπασμένη βεράντα με δύο γιγαντιαίους φίκους. Η θάλασσα δεν απείχε ούτε δέκα μέτρα. Το διάβασα μονορούφι. Τελειώνοντας την τελευταία σελίδα ήξερα ήδη μέσα μου πως αυτό το αφήγημα, μοναδικό ως προς την οπτική του γωνία, θα έπρεπε να μετατεθεί σε μία δεύτερη διάσταση. Από τη δημοσιογραφικού χαρακτήρα μυθοπλασία σε αφηγηματική εικόνα. Με ανά στιγμές ηχητική υπόκρουση το χράπα χρούπα της φωτογραφικής μηχανής, την αναλογικής βέβαια, και της παλιάς κατάμαυρης γραφομηχανής Remigton. Ο ξερός ήχος της γραφομηχανής σβήνει, τότε ακούγεται στην αρχή αμυδρά το μπαγλαμαδάκι, σαν δάκρυ στην άκρη του ματιού που το διώχνεις στα γρήγορα με την αντίστροφη κοφτή κίνηση του χεριού για να μη σε δούνε και μετρήσουν τον πόνο σου τα κοράκια και οι αετονύχηδες. Το μπαγλαμαδάκι ντε, αυτή τη συντροφιά στο βουβό μοιρολόι.

Αυτό το μαχαίρι έβαλε στη χέουσα πληγή ο Γιάννης Σιώτος και το στριφογύρισε. Ξεκινώντας από τον τίτλο «Μάνα πατρίδα κακιά μητριά» ξετύλιξε την πρόθεσή του να αμφισβητήσει τα συνήθη, κινούμενος πέρα και έξω από τις τόσο κοινότοπες, αδιάφορες και συχνά εμετικές αναφορές στα καραβάνια των ανθρώπων που έφθαναν στον Πειραιά αγκαλιά με την αρρώστια, την ανασφάλεια, τον τρόμο και κυρίως αυτή την καταλυτική θλίψη. Ένα μόνιμο χαρακτηριστικό που ακολούθησε τη ζωή αυτών των ανθρώπων τις επόμενες δεκαετίες. Την αντιλαμβανόσουνα στα τραγούδια τους, τις κουβέντες τους, τους καβγάδες τους, ακόμη και στις γιορτές τους. Μια φορά πρόσφυγας πάντα πρόσφυγας, μου είπε κάποτε ένας δικός μας που συνέχισε το ταξίδι του και έφθασε στη Μαρσίλια και παραπέρα ακόμη, ψάχνοντας να χαθεί στο ανώνυμο πλήθος του κόσμου και να βγάλει τη μυρουδιά της ανασφάλειας από πάνω του. Μάταια. Μια φορά πρόσφυγας πάντα πρόσφυγας. Ο ξεριζωμός σε εμβαπτίζει αμέσως σε ένα δηλητηριώδες μίγμα. Νιώθεις παντού την απειλή, γίνεσαι θεριό συχνά ανήμερο, προστατεύεις με νύχια και με δόντια αυτά που κατέχεις, αποφεύγεις τις μοιρασιές, γίνεσαι μονόχνοτος, συχνά κακός, αγύριστο κεφάλι. Αυτό κρατά πολύ, μπορεί και γενιές. Μαθαίνεις να ξαπλώνεις με την καχυποψία και να χαϊδεύεις με επιφυλακτικότητα.

Ο Γιάννης Σιώτος, δημοσιογράφος ο ίδιος, έγραψε ένα βιβλίο με κινηματογραφικά στοιχεία αφήγησης. Θες οι συχνές, στακάτες αναφορές σε μονόστηλα της εποχής που περιέγραφαν την κατάσταση κάτω στο λιμάνι, στα ξύλινα βαγόνια του Ηλεκτρικού, έξω και μέσα στους οίκους ανοχής, πίσω από τα τσουβάλια με τα ρύζια και τα άλευρα στις αποθήκες των μαυραγοριτών ή μέσα στα μουχλιασμένα γραφεία των αστυνομικών. Θες το εύρημα των ξένων ανταποκριτών που είναι ταυτόχρονα οι εγγυητές για την αντικειμενικότητα της αφήγησης αλλά και εξομολογητές, κάποιες φορές και εξορκιστές. Είναι πολυεπίπεδος ο ρόλος τους. Μέσα από τον δημοσιογραφικό κυνισμό που συντροφεύει αναπόφευκτα, για λόγους προφύλαξης της ίδιας τους της ψυχής, όσους καταδικάστηκαν να περιγράφουν τις ανθρώπινες τραγωδίες, οι ανταποκριτές παλεύουν να διατηρήσουν την ανθρωπιά της αφήγησης με κάποιες λίγες, ελάχιστες, στιγμές ερωτισμού που επαναφέρουν στις ράγες της πραγματικής ζωής την αρρωστημένη μηχανή της ιστορίας. Ακόμη και στη χειρότερη στιγμή μιας τραγωδίας υπάρχει πάντα ο χώρος για μία χαραμάδα ζωής και μία απειροελάχιστη, έστω, αχτίδα ελπίδας.

Ο συγγραφέας είναι αμείλικτος με εκείνους που έστησαν, γονιμοποίησαν, συντόνισαν, εκτέλεσαν την καταστροφή εκεί στη Μικρά Ασία και εδώ μετά έχτισαν τον μηχανισμό της απίστευτης βαρβαρότητας που επέτρεψε την εκμετάλλευση των απελπισμένων του κόσμου αυτού. Μέσα από την παράθεση των «μονόστηλων» των εφημερίδων, αφού μόνον στα ψιλά μπορούσε να περάσει το αφήγημα του προσφυγικού δράματος, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τον ρόλο των πολιτικών, των ισχυρών, του Βασιλικού Οίκου, των παρακρατικών, των μαυραγοριτών, των νταβατζήδων, των κυριλέ μαστροπών και των αδίστακτων τραπεζιτών. Τα «μονόστηλα» είναι οι κράχτες της αλήθειας. Δεν αμφισβητούνται. Verba volant, scripta manent. Μέσα από τα φονικά και τα σεξουαλικά εγκλήματα με θύματα τα προσφυγάκια, εκεί στις σκιές του λιμανιού, με μυρωδιά αποσύνθεσης ανακατεμένη με φτηνιάρικο άρωμα και ξεθυμασμένη μπίρα, ο αναγνώστης οδηγείται βήμα-βήμα σε μία ολοκληρωμένη εικόνα για το τι επιτέλους ήταν αυτό που οι μεγάλοι αυτού του κόσμου αποκάλεσαν «ανταλλαγή πληθυσμών» και περηφανεύτηκαν τόσο πολύ γι’ αυτό.

Το βιβλίο του Γιάννη Σιώτου δεν θα μπορέσει να καταλήξει αναπαυτικά σε κάποιο ράφι μιας βιβλιοθήκης, αν προηγουμένως δεν γίνει σενάριο και μετά σινεμά. Θα πρέπει να ταξιδέψει αυτή η αφήγηση και να εικονογραφηθούν οι λέξεις. Τα θύματα πρέπει να ακούσουν τις κραυγές τους και οι θύτες να αντικρίσουν τον θάνατο που προκάλεσαν, κατάματα. Η κάθαρση είναι μία πολύπλοκη διαδικασία, όπως και το πένθος. Και την ήττα του 1922 ακόμη την πενθούμε, αν δεν το έχετε αντιληφθεί.