Βιβλιο

«Επιστροφή στην πατρίδα»: Το μεγάλο μαύρο μπεστ-σέλερ

Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα για τον ρατσισμό, που εκτυλίσσεται σε δύο ηπείρους και μέσα σε τρεις διαφορετικούς αιώνες

Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Για το μυθιστόρημα «Επιστροφή στην πατρίδα» της Yaa Gyasi (μετάφραση Μαρία Φακίνου, 464 σελίδες, Εκδόσεις Ίκαρος)

Όταν κυκλοφόρησε το 2016 αυτό το μυθιστόρημα, ήταν επί πολλούς μήνες ένα από τα ελάχιστα βιβλία για τα οποία οι αναγνώστες μιλούσαν με τόσο πάθος και θαυμασμό, αν και κανείς δεν ήξερε τη συγγραφέα του. Χαρακτηρίστηκε το «Roots»της σύγχρονης εποχής, διαδόθηκε από στόμα σε στόμα παντού, και η Για Τζάσι γνώρισε τεράστια φήμη. Και ήταν τόσο μικρή! Σήμερα είναι 34 ετών, άρα έγραψε την «Επιστροφή στην πατρίδα» μόλις στα 25 της. Κανονικά δεν μπορεί να γίνεται κάτι τέτοιο. Αλλά νά που εκείνη το έκανε.

Η Τζάσι έγραψε μια οικογενειακή σάγκα, μια πολυπλόκαμη ιστορία που κυλά μέσα σε τρεις διαφορετικούς αιώνες, καταπιάνεται με πραγματικά πολλούς ανθρώπους, εκτυλίσσεται σε δύο χώρες, την Γκάνα και τις ΗΠΑ, μιλά για πράγματα σκληρά, άδικα, απάνθρωπα, μα που ταυτόχρονα διαβάζεται με απέραντη προσοχή και συγκίνηση από όλους. Δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο, θέλεις να μάθεις περισσότερα, και μάλιστα είναι φορές που εύχεσαι να ήταν ακόμη μεγαλύτερο, να ήταν άλλο τόσο κι άλλο τόσο. (Δεν είναι υπερβολή, πολλοί αναγνώστες το λένε).

Η «Επιστροφή» είναι χωρισμένη σε δεκατέσσερα κεφάλαια, περίπου σαν ανεξάρτητα διηγήματα θα έλεγε κανείς, που όλα μαζί συνθέτουν αυτό το εκπληκτικό μυθιστόρημα, αυτό το έπος των απλών, καλών, καθημερινών ανθρώπων, που δεινοπάθησαν όσο λίγοι στην ιστορία του πολιτισμού μας: των ανθρώπων που αρπάχτηκαν σαν σκλάβοι από την Αφρική και πουλήθηκαν πέρα μακριά, σε μια ολότελα άλλη χώρα, σε μια ολότελα άλλη, ξένη «πατρίδα», που πάντα θα τους έβλεπε σαν «δεύτερους», σαν κατώτερους, σαν ένα άλλο είδος.

Το θέμα του βιβλίου —ο ρατσισμός σε όλο του το φρικτό μεγαλείο, το πώς άλλαξε την Αφρική η αποικιοκρατία, το πώς εξελίχθηκε η ζωή των σκλάβων και των απογόνων τους στην Αμερική— είναι δύσκολο, δεν είναι φαντεζί, δεν είναι κάτι με το οποίο μπορεί να παίξει κανείς: η Τζάσι όμως κάνει σπουδαία λογοτεχνία εδώ, και μας χαρίζει ένα μεγάλο, σκληρό, πικρό, αληθινό παραμύθι, που κυλά από ήρωα σε ήρωα και από γενιά, και που, άπαξ και βυθιστεί κανείς μέσα του, δεν θέλει να το αφήσει.

Αλλά νά και κάτι ακόμη, που πραγματικά σε κάνει να ζηλεύεις αυτή τη συγγραφέα: κάθε κεφάλαιο και κάθε ήρωας, ή ομάδα ηρώων, έχουν ελάχιστες μόνο σελίδες στη διάθεσή τους. Όμως μέσα σε 20-25 σελίδες ΜΟΝΟ, γινόμαστε τόσο έντονα κοινωνοί των παθών τους, τους νοιαζόμαστε τόσο πολύ, που νομίζει κανείς πως είμαστε μαζί τους και ακολουθούμε τα βήματά τους, και ακούμε τα βάσανά τους, για όσο κρατά ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Εντυπωσιακό, τουλάχιστον.

Στο Goodreads τοβιβλίο έχει ένα υψηλότατο σκορ, 4,47 (!), από συνολικά 320.000 (!!) βαθμολογήσεις, το 90% (!!!) των οποίων είναι τεσσάρων και πέντε αστέρων. Είναι πολύ σπάνιο αυτό, δεν θυμόμαστε να το έχουμε δει άλλη φορά, πόσο δε μάλλον αν μιλάμε για μυθιστόρημα πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Τεράστια επιτυχία.

Το μόνο αρνητικό που μπορούμε να σκεφτούμε γι’ αυτό το σπονδυλωτό μυθιστόρημα είναι ότι, μετά την ανάγνωσή του, δεν θα σας επιτρέψει να ξεκινήσετε αμέσως ένα άλλο βιβλίο. Με τίποτα. Θέλοντας και μη, θα περάσετε μερικές μέρες έχοντάς το διαρκώς στο μυαλό σας.

Η Yaa Gyasi © Peter Hurley/Vilcek Foundation

Νά και, συγκεντρωμένα εδώ, τα βραβεία, οι διακρίσεις και οι υποψηφιότητες που έχει πάρει η «Επιστροφή στην πατρίδα»:

American Book Award (2017), PEN/Robert W. Bingham Prize Nominee for Shortlist (2017), Audie Award for Literary Fiction & Classics (2017), Dayton Literary Peace Prize Nominee for Fiction (2017), Dylan Thomas Prize Nominee for Longlist (2017), National Book Critics Circle Award for John Leonard Prize (2016), Andrew Carnegie Medal Nominee for Fiction (2017), Goodreads Choice Award Nominee for Historical Fiction (2016), Alabama Author Award for Fiction (2017), The Center for Fiction Nominee for Shortlist (2016), PEN/Hemingway Award for Debut Novel (2017), RUSA CODES Reading List Nominee for Historical Fiction (2017), Dublin Literary Award Nominee (2018).

Εκπληκτική η μετάφραση, να σημειωθεί, της Μαρίας Φακίνου. Το βιβλίο προτείνεται με ενθουσιασμό.

* * *

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα, από το Κεφάλαιο με τίτλο «Έσι»:

Η μυρωδιά ήταν αφόρητη. Στη γωνία, μια γυναίκα σπάραζε στο κλάμα, νόμιζες ότι τα θα ’σπαγαν τα κόκαλά της από τους λυγμούς. Αυτό ήθελαν. Το μωρό είχε λερωθεί και η Αφούα, η μητέρα του, δεν είχε γάλα. Ήταν γυμνή, πέρα από ένα ρετάλι που της είχαν δώσει οι έμποροι για να σκουπίζει τις θηλές της όταν έσταζαν, όμως δεν είχαν υπολογίσει σωστά. Αφού δεν υπήρχε φαγητό για τη μητέρα, τότε δεν υπήρχε φαγητό και για το μωρό. Το μωρό σύντομα θ’ άρχιζε να κλαίει, όμως τον ήχο θα τον έπνιγαν οι λασπότοιχοι, θα γινόταν ένα με τα κλάματα των εκατοντάδων γυναικών που το περιστοίχιζαν.

Η Έσι βρισκόταν στα μπουντρούμια των γυναικών στο Κάστρο του Κέιπ Κόουστ εδώ και δυο βδομάδες. Εκεί πέρασε τα δέκατα πέμπτα γενέθλιά της. Στα δέκατα τέταρτα, βρισκόταν στην καρδιά της γης των Ασάντε, στην καλύβα του πατέρα της, του Αρχηγού. Ήταν ο καλύτερος πολεμιστής του χωριού, έτσι όλοι είχαν έρθει για να υποβάλλουν τα σέβη τους στην κόρη που γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο όμορφη. Ο Κουάσι Ενούρο έφερε εξήντα γιαμ. Περισσότερα απ’ ό,τι είχε φέρει ποτέ άλλοτε κάθε άλλος μνηστήρας. Η Έσι θα τον είχε παντρευτεί το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος μεσουρανούσε, όταν θα μπορούσαν να χαράξουν τους φοίνικες για να πάρουν τους χυμούς τους, με τα πιο σβέλτα πιτσιρίκια να σκαρφαλώνουν σφιχταγκαλιάζοντας τον κορμό, για να φτάσουν στην κορυφή και να κόψουν τους καρπούς που περίμεναν εκεί.

Όταν ήθελε να ξεχάσει το Κάστρο, αυτά σκεφτόταν, όμως δεν περίμενε να νιώσει χαρά. Η Κόλαση ήταν ένα μέρος αναμνήσεων, κάθε όμορφη στιγμή περνούσε από τη φαντασία ώσπου έπεφτε καταγής σαν σάπιο μάνγκο, τελείως άχρηστο, άχρηστα τέλειο.

Ένας στρατιώτης μπήκε στο μπουντρούμι και άρχισε να μιλάει. Αναγκάστηκε να κλείσει τη μύτη του για να μην ξεράσει. Οι γυναίκες δεν κατάλαβαν τι έλεγε. Η φωνή του δεν ακουγόταν θυμωμένη, όμως είχαν μάθει να στέκουν μακριά όταν αντίκριζαν τούτη τη στολή, τούτο το δέρμα στο χρώμα της ψίχας καρύδας.

Ο στρατιώτης επανέλαβε τα λόγια του, πιο δυνατά αυτή τη φορά, λες και με την ένταση θα κατάφερνε να γίνει πιο κατανοητός. Ενοχλημένος, έκανε να μπει πιο μέσα στο δωμάτιο. Πάτησε πάνω σε περιττώματα και βλαστήμησε. Τράβηξε απότομα το μωρό από τον κόρφο της Αφούα, η οποία άρχισε να κλαίει. Τη χαστούκισε κι εκείνη σταμάτησε, ένα μαθημένο αντανακλαστικό.

Η Τάνσι ήταν καθισμένη δίπλα στην Έσι. Οι δυο τους είχαν κάνει μαζί το ταξίδι για το Κάστρο. Τώρα που δεν περπατούσαν συνεχώς ή δεν μιλούσαν χαμηλόφωνα, η Έσι είχε χρόνο για να γνωρίσει τη συνταξιδιώτισσά της. Η Τάνσι ήταν μια σκληραγωγημένη κι άσχημη γυναίκα, καλά καλά δεν είχε κλείσει τα δεκάξι. Ήταν εύσωμη, γερό σκαρί. Η Έσι έλπιζε, και δεν τολμούσε να ελπίζει, να τις αφήσουν να μείνουν μαζί ακόμα περισσότερο.

«Πού το πάνε το μωρό;» ρώτησε η Έσι.

Η Τάνσι έφτυσε στο χωμάτινο δάπεδο και ανακάτεψε με το δάχτυλό της το σάλιο φτιάχνοντας έναν πολτό. «Είμαι σίγουρη ότι θα το σκοτώσουν», είπε. Η Αφούα είχε μείνει έγκυος πριν από την τελετή του γάμου της. Για τιμωρία, ο φύλαρχος του χωριού την είχε πουλήσει στους εμπόρους. Η Αφούα το είχε πει στην Έσι όταν πρωτομπήκε στο μπουντρούμι, όταν ήταν ακόμα σίγουρη ότι είχε γίνει κάποιο λάθος, ότι οι γονείς της θα έρχονταν να την πάρουν.

Τώρα, ακούγοντας την Τάνσι να μιλάει, η Αφούα έμπηξε πάλι τα κλάματα, όμως έμοιαζε να μην την ακούει καμιά. Τα δάκρυα ήταν ρουτίνα. Έπιαναν όλες τις γυναίκες. Έπεφταν μέχρι που το χώμα από κάτω τους γινόταν λάσπη. Τα βράδια, η Έσι ονειρευόταν πως, αν έκλαιγαν όλες μαζί, η λάσπη θα γινόταν ποτάμι και θα ξεβράζονταν στον Ατλαντικό.

«Τάνσι, πες μου μια ιστορία, σε παρακαλώ», ικέτεψε η Έσι. Όμως τότε τις διέκοψαν ξανά. Οι στρατιώτες μπήκαν μέσα κρατώντας τον ίδιο νερουλό χυλό που τους είχαν δώσει να φάνε στο χωριό των Φάντε όπου κρατούνταν η Έσι. Είχε μάθει να τον καταπίνει χωρίς να την πιάνει αναγούλα. Ήταν το μόνο φαγητό που τους έδιναν και τις περισσότερες μέρες οι κοιλιές τους ήταν άδειες παρά γεμάτες. Ο χυλός κατέβαινε σαν νερό στο στομάχι της και δεν την έπιανε. Το έδαφος ήταν λερωμένο με τις ακαθαρσίες τους, η δυσωδία αφόρητη.

«Αχ! Είσαι πολύ μεγάλη για ιστορίες, αδερφούλα μου», είπε η Τάνσι μόλις έφυγαν οι στρατιώτες, όμως η Έσι ήξερε ότι σύντομα θα ενέδιδε. Στην Τάνσι άρεσε πολύ ο ήχος της φωνής της. Τράβηξε απαλά το κεφάλι της Έσι στην αγκαλιά της και άρχισε να παίζει με τα μαλλιά της, τραβώντας τις τούφες που ήταν λερωμένες από το χώμα, τόσο λεπτές που μπορούσαν να σπάσουν, τσάκιζε η καθεμιά σαν κλαράκι.

«Ξέρεις την ιστορία με το ύφασμα κέντε;» ρώτησε η Τάνσι. Η Έσι την είχε ακούσει πολλές φορές στο παρελθόν, δύο φορές από την ίδια την Τάνσι, όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Η ερώτηση αν είχε ακούσει ξανά την ιστορία αποτελούσε μέρος της ίδιας της ιστορίας.

Η Τάνσι άρχισε να αφηγείται. «Δύο άντρες των Ασάντε πήγαν μια μέρα στο δάσος. Ήταν υφαντές στο επάγγελμα και είχαν βγει για κυνήγι. Μόλις έφτασαν στο δάσος για να μαζέψουν τις παγίδες τους συνάντησαν τον Ανάνσι, την πονηρή αράχνη. Ύφαινε έναν θαυμάσιο ιστό. Τον κοιτούσαν, τον παρατηρούσαν προσεκτικά και σύντομα κατάλαβαν ότι ο ιστός της αράχνης είναι κάτι το μοναδικό και πανέμορφο, κι ότι η τεχνική της αράχνης ήταν αψεγάδιαστη. Γύρισαν σπίτι και αποφάσισαν να υφαίνουν τα υφάσματα όπως υφαίνει ο Ανάνσι τον ιστό του. Έτσι γεννήθηκε το κέντε».

«Είσαι έξοχη παραμυθού», είπε η Έσι. Η Τάνσι έβαλε τα γέλια κι άπλωσε τον πολτό που είχε φτιάξει στα γόνατα και τους αγκώνες της για να μαλακώσει τη σκασμένη επιδερμίδα. Η τελευταία ιστορία που της είχε αφηγηθεί ήταν πώς την είχαν πιάσει αιχμάλωτη οι Βόρειοι, πώς την είχαν αρπάξει από το συζυγικό της κρεβάτι ενόσω ο άντρας της έλειπε σε πόλεμο. Την είχαν πάρει μαζί με μερικά ακόμα κορίτσια, όμως οι υπόλοιπες δεν είχαν επιζήσει.

Το πρωί, η Αφούα είχε πεθάνει. Το δέρμα της είχε μπλαβίσει και η Έσι κατάλαβε ότι είχε κρατήσει την ανάσα της μέχρι που την πήρε ο Νυάμε. Θα τιμωρούνταν όλες γι’ αυτό. Μπήκαν μέσα οι στρατιώτες, αν και η Έσι δεν ήταν πλέον σε θέση να πει πότε. Οι λασπότοιχοι του μπουντρουμιού έκαναν όλες τις ώρες να μοιάζουν ίδιες. Ήλιο δεν έβλεπαν. Το σκοτάδι ήταν η μέρα και η νύχτα και όλα τα ενδιάμεσα. Καμιά φορά, ήταν τόσο πολλές στοιβαγμένες στο μπουντρούμι που αναγκάζονταν όλες να ξαπλώσουν μπρούμυτα, ώστε να στοιβάξουν από πάνω τους τις άλλες γυναίκες που έρχονταν.

Ήταν μια τέτοια μέρα. Ένας στρατιώτης κλότσησε την Έσι να πέσει κατάχαμα, το πόδι του πίεζε τον αυχένα της και δεν μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι, έτσι ανέπνεε το χώμα και τη σκόνη του εδάφους. Έφεραν μέσα τις καινούριες, κάποιες έκλαιγαν και θρηνούσαν τόσο δυνατά που οι στρατιώτες τις χτύπησαν ώσπου έχασαν τις αισθήσεις τους. Τις στοίβαξαν πάνω από τις υπόλοιπες γυναίκες, τα σώματά τους ασήκωτα. Όταν συνήλθαν οι χτυπημένες, δεν υπήρξαν άλλα δάκρυα. Η Έσι ένιωσε ότι η γυναίκα πάνω πάνω κατουρούσε. Τα ούρα κύλησαν ανάμεσα στα πόδια και των δυο τους.

* * *

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Το καθηλωτικό ντεμπούτο της Yaa Gyasi εξιστορεί με αφοπλιστική σκληρότητα και ομορφιά τις διαμετρικά αντίθετες ζωές δύο ετεροθαλών αδελφών, της Εφία και της Έσι. Ταυτόχρονα ιχνηλατεί με καθαρή συγγραφική μαγεία τις βασανισμένες γενιές που τις ακολούθησαν· από τα σκλαβοπάζαρα της αφρικανικής Χρυσής Ακτής στις βαμβακοφυτείες του Μισισίπι και από τα ιεραποστολικά σχολεία της Γκάνας μέχρι τα σκοτεινά καταγώγια του Χάρλεμ. Μια σπαρακτική αφήγηση που διατρέχει τρεις ηπείρους, τρεις αιώνες και επτά γενιές, με τον αέρα ενός μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος. Εκπληκτικό ως προς την απαράμιλλη γλώσσα, την αμείλικτη θλίψη και την υψηλή του ποίηση, απεικονίζει με τρόπο μνημειώδη τις ανάλγητες δυνάμεις που διαμορφώνουν οικογένειες και έθνη. Μια σαγηνευτική πρώτη εμφάνιση που ανήγγειλε την άφιξη μιας σπουδαίας φωνής στη σύγχρονη λογοτεχνία.

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Η Yaa Gyasi (Για Τζάσι) γεννήθηκε στην Γκάνα και μεγάλωσε στο Χάντσβιλ της Αλαμπάμα. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ και παρακολούθησε το τμήμα δημιουργικής γραφής του Εργαστηρίου Συγγραφέων του Πανεπιστημίου της Αϊόβα, όπου έλαβε υποτροφία για το ερευνητικό της έργο. Ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.