Βιβλιο

Ύρσα Σιγκουρδαρντότιρ: Η βασίλισσα του ισλανδικού crime fiction

Μια συζήτηση με τη Βίκυ Αλυσσανδράκη, μεταφράστρια της Ύρσα Σιγκουρδαρντότιρ στα ελληνικά, με αφορμή την έκδοση του τελευταίου της μυθιστορήματος, «Η Κούκλα» (Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Κυριάκος Αθανασιάδης
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η μεταφράστρια Βίκυ Αλυσσανδράκη μιλά στην ATHENS VOICE: Η Ύρσα Σιγκουρδαρντότιρ, το Nordic noir, «Η Κούκλα» (Εκδόσεις Μεταίχμιο), η μαγική Ισλανδία και τα ισλανδικά

Με αφορμή την έκδοση της «Κούκλας» στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, πέμπτο βιβλίο της σειράς με πρωταγωνιστές τον επιθεωρητή Χούλνταρ και την ψυχολόγο Φρέιγια, κάναμε μία συζήτηση με τη Βίκυ Αλυσσανδράκη, μεταφράστρια στα ελληνικά, και προσωπική φίλη, της Ύρσα Σιγκουρδαρντότιρ. Την ευχαριστούμε πάρα πολύ για τον χρόνο της και για όσα πολύ ενδιαφέροντα μας είπε.

* * *

Κ.Α.: Αρχικά, η Ύρσα Σιγκουρδαρντότιρ έγραφε παιδικά βιβλία, και εξακολουθεί να γράφει, ωστόσο πέρασε με πολύ μεγάλη άνεση στο Nordic noir, του οποίου είναι ένα από τα πολύ μεγάλα ονόματα. Έγραψε τη σειρά με ηρωίδα τη δικηγόρο Θόρα Γκουντμουνσντότιρ, και κατόπιν —επειδή, όπως λέει συχνά, δεν θέλει να βαριέται— τα βιβλία με ήρωες την ψυχολόγο Φρέιγια και τον ντετέκτιβ Χούλνταρ. Τεράστιες επιτυχίες, πολυμεταφρασμένα μυθιστορήματα, υψηλές πωλήσεις, και ορκισμένοι φαν σε όλο τον κόσμο — και βέβαια στην Ελλάδα. Ενδιάμεσα, γράφει και standalone μυθιστορήματα, προσθέτοντας μεγαλύτερη ποικιλία. Λοιπόν, ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας της;

Β.Α.: Χαχά! Μάλλον πρέπει να ρωτήσετε την ίδια, για να πάρετε μια σαφή κι αξιόπιστη απάντηση! Αυτό που μπορώ να σας πω εγώ με βεβαιότητα είναι μόνο η προσωπική μου άποψη για τη γραφή της: αρχικά, νομίζω πως η Ύρσα είναι από τους πιο ταλαντούχους σύγχρονους… παραμυθάδες που έχω συναντήσει. Και τον όρο «παραμυθάς» δεν τον χρησιμοποιώ υποτιμητικά. Ακριβώς το αντίθετο!

Η Ύρσα είναι δεξιοτέχνης της πλοκής. Έχει μοναδικό ταλέντο να σκαρώνει και να διηγείται ιστορίες, πιστή στην παράδοση του νησιού της από τα αρχαία χρόνια. Κι οι άνθρωποι, μικροί ή μεγάλοι, έχουμε μεγάλη ανάγκη τα παραμύθια για ν’ αντέξουμε την πραγματικότητα. Όμως, η Ύρσα δεν είναι απλώς... παραμυθού. Είναι και ζωγράφος! Έχει μια απίστευτη προσήλωση στη λεπτομέρεια· «ζωγραφίζει» με λέξεις τα πλάνα της τόσο πιστά, που θα έλεγε κανείς πως καταφέρνει να δίνει ακριβώς στον αναγνώστη την εικόνα που έχει φτιάξει στο μυαλό της. Στήνει με αξιοθαύμαστη ακρίβεια τα σκηνικά των συναρπαστικών, πολυσύνθετων ιστοριών της, περιγράφοντας γλαφυρά τόσο το φυσικό, όσο και το κοινωνικό τοπίο της Ισλανδίας.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που τη διακρίνει είναι το γεγονός ότι καταφέρνει να συνδυάζει σύγχρονες ιστορίες με μεταφυσικά στοιχεία, αρχαίους θρύλους, μύθους, δοξασίες και στοιχεία επιστημονικής φαντασίας με έναν αφοπλιστικό τρόπο, που, όχι απλώς κεντρίζει το ενδιαφέρον μας και αυξάνει το σασπένς, αλλά κυριολεκτικά μάς μαγνητίζει.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το αναμφισβήτητο ενδιαφέρον τού... «ηπειρωτικού» αναγνωστικού κοινού (ναι, αυτό τον όρο χρησιμοποιούν οι Ισλανδοί —αλλά και οι υπόλοιποι Σκανδιναβοί— όταν μιλούν για την υπόλοιπη Ευρώπη, νότια της Δανίας!) για το αστυνομικό μυθιστόρημα που έρχεται από τις Βόρειες Χώρες —και δη από την τόσο εξωτική για εμάς Ισλανδία—, εμένα μού μοιάζουν ιδανικά συστατικά επιτυχίας. Έτσι δεν είναι;

Κ.Α.: Είμαι σίγουρος πως ναι. Από την άλλη, η Ισλανδία είναι μικρή, μαζεμένη, δεν έχει σίριαλ-κίλερ, δεν έχει καν μεγάλη εγκληματικότητα, ούτε κάτι τρομερά εντυπωσιακό που γίνεται εκεί. Όμως η Σιγκουρδαρντότιρ μοιάζει να έχει μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης από το νησί της, χωρίς να χρειάζεται να μεταφέρει τη δράση σε άλλους τόπους και άλλες χώρες. Νομίζω πως αυτό είναι καταπληκτικό. Και μάλλον πολύ δύσκολο να το καταφέρει κανείς.

Β.Α.: Αλήθεια είναι αυτό, ναι… Η Ισλανδία είναι από τις χώρες με τα μικρότερα ποσοστά εγκληματικότητας στον κόσμο. Όμως, παρ’ όλα αυτά, η Ύρσα καταφέρνει να μεταμορφώσει τη μικρή, ήσυχη Ισλανδία σε σκηνικό των πιο φρικτών εγκλημάτων και των πιο ανεξήγητων φαινομένων. Παρ’ όλα αυτά, θα μού επιτρέψετε να πω πως αυτό ίσως να μην είναι τελικά και τόσο δύσκολο. Και, για να δικαιολογήσω την άποψή μου, θα σας διηγηθώ μια προσωπική μου ιστορία! Μην ανησυχείτε! Θα είναι σύντομη!

Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα την Ισλανδία, περίπου δέκα χρόνια πριν, έκανα μια εκδρομή με φίλους από το Ρέικιαβικ σε μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη που βρίσκεται περίπου εξήντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πρωτεύουσας. Ήταν καλοκαίρι. Ιούνιος. Όμως, έκοβες τα σύννεφα και την ομίχλη με το μαχαίρι. Η δε θερμοκρασία μετά βίας άγγιζε τους 10 βαθμούς. Σε όλο το ταξίδι με το αυτοκίνητο, εγώ, πρωτάρα, συνεπαρμένη τουρίστρια γαρ, κοίταζα συνέχεια και σαν αποσβολωμένη τα τοπία από το παράθυρο. Από πάνω μας, ένα παχύ στρώμα από λευκά σύννεφα και ομίχλη. Μπροστά μας, η άσφαλτος χανόταν σιγά-σιγά μέσα στην καταχνιά. Γύρω μας, μολυβένια βράχια από παγωμένη λάβα. Πολλά απ’ αυτά, χρωματισμένα με ανοιχτοπράσινες κηλίδες από βρύα. Πέρα από αυτά, τίποτε άλλο. Ούτε ένα σπίτι. Ούτε ένα ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε, έλεγες πως το ρουφούσε σιγά-σιγά η ομίχλη και το άγριο, μονότονο τοπίο, σε μια πορεία προς το άπειρο. Σε κάποια στιγμή, ένιωσα κάτι μεταξύ τρόμου, κλειστοφοβίας και απελπισίας. Για μερικά δευτερόλεπτα, ένιωσα πως αυτή η διαδρομή δεν θα τελείωνε ποτέ. Και πάγωσα. Τότε, αντανακλαστικά, έκανα μια εντελώς αλλόκοτη σκέψη: Γιά δες… αν θέλει κάποιος να κρύψει ένα πτώμα σ’ αυτά τα μέρη, μπορεί να το κάνει άνετα. Κανείς δεν πρόκειται να το βρει ποτέ!

Τότε δεν είχα ακόμα σχεδόν καμία επαφή με τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Ούτε είχα ποτέ ασχοληθεί ιδιαίτερα με το είδος, μέχρι ν’ αρχίσω να μεταφράζω. Δεν είχα ούτε τις προσλαμβάνουσες, ούτε τις επιρροές για να σκεφτώ κάτι τέτοιο τόσο αυθόρμητα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, πολλές φορές, το ίδιο το τοπίο της Ισλανδίας είναι αυτό που σε παρασύρει σε τέτοιες σκέψεις, σε τέτοιες εικόνες και ιστορίες. Κι αν κατάφερε να παρασύρει έτσι εμένα, την αδαή, φανταστείτε πόσο εύκολα μπορεί να παρασύρει την Ύρσα, που γεννήθηκε και μεγάλωσε πάνω σ’ εκείνα τα βράχια! :-)

Κ.Α.: Ελπίζω να μην υπάρχουν πολλά πτώματα κρυμμένα σε εκείνα τα βουνά. Τώρα, διαβάζω πως είχε προαποφασίσει η σειρά με τον επιθεωρητή Χούλνταρ και την ψυχολόγο Φρέιγια να φτάσει τα έξι βιβλία — και πάλι, για να μην εγκλωβιστεί σε μία μανιέρα. Από βιβλίο σε βιβλίο η σχέση τους εξελίσσεται βέβαια, ενώ όλοι οι αναγνώστες αγωνιούν για το πού θα καταλήξει. Άλλο ένα προσόν για έναν συγγραφέα: να νοιάζεται το κοινό για μία φανταστική σχέση.

Β.Α.: Νά κι ένα ακόμα εκπληκτικό συστατικό στη συνταγή της επιτυχίας, που λέγαμε! Για την ακρίβεια, τα… μπαχαρικά της! Αυτά που δίνουν την τελική πινελιά, που απογειώνουν τη νοστιμιά ενός καλομαγειρεμένου πιάτου. Η σχέση ενός επιθεωρητή της αστυνομίας και μιας κοινωνικής ψυχολόγου, ενός άντρα και μιας γυναίκας, που περνάει από διάφορα στάδια και σκαμπανεβάσματα μέσα σε κάθε ιστορία της σειράς. Έτσι, οι αναγνώστες δεν ανυπομονούν απλώς να διαβάσουν την ιστορία του επόμενου εγκλήματος, αλλά διψούν και για τις εξελίξεις στην ιστορία της Φρέιγια και του Χούλνταρ!

© Βίκυ Αλυσσανδράκη

Κ.Α.: Μιας και μιλάμε γι’ αυτούς τους δυο, μόλις εκδόθηκε στα ελληνικά η πέμπτη και προτελευταία περιπέτεια των Φρέιγια και Χούλνταρ, η «Κούκλα». Σε δική σας μετάφραση βέβαια. Θέλουμε μία περιγραφή. Έχουμε να κάνουμε με παιδική κακοποίηση εδώ, σωστά; Η οικιακή βία είναι ένα από τα θέματα που βλέπουμε συχνά στα βιβλία της. Άλλωστε, τα domestic violence books είναι κανονική υποκατηγορία τής crime λογοτεχνίας.

Β.Α.: Τώρα με κάνετε να σκεφτώ πάρα πολύ πώς θα απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση. Θα πρέπει να μετρήσω την κάθε μου λέξη, για να μην κάνω σπόιλερ! Λοιπόν, μια τρομακτική κούκλα που πιάνεται στα δίχτυα ενός ψαρά γίνεται το αόρατο, σκοτεινό νήμα που συνδέει με μυστήριο τρόπο τρεις φόνους, ένα σκάνδαλο παιδικής κακοποίησης κι ένα κορίτσι που ήθελε με κάθε θυσία να πάρει την κούκλα στο σπίτι του. Η «Κούκλα» είναι πραγματικά μια ιστορία-κέντημα, με πολλούς άξονες, περισσότερες από μία χρονικές περιόδους και επίσης με περισσότερα εγκλήματα. Σ’ αυτόν τον πολυσύνθετο καμβά, η Ύρσα βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για πολλές πληγές της σύγχρονης κοινωνίας, όπως η κακοποίηση ανηλίκων, τα ναρκωτικά, η διαφθορά, η διαπλοκή και το οργανωμένο έγκλημα.

Μιας και μιλήσαμε όμως για την παιδική κακοποίηση, το θέμα αυτό, πράγματι, κατέχει πολύ σημαντική θέση στην ιστορία. Θα έλεγα πως είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο η Ύρσα θα κεντήσει την πλοκή. Κι είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος ο τρόπος που προσεγγίζει ένα τόσο ευαίσθητο, τόσο λεπτό ζήτημα όπως η κακοποίηση ανηλίκων: με μοναδική διακριτικότητα, χωρίς ωμότητες, αλλά και χωρίς αφελείς υπεραπλουστεύσεις, καταφέρνει να μας μιλήσει γι’ αυτό, πολλές φορές ακόμα και χωρίς λέξεις! Χωρίς να είναι πάντα σε πρώτο πλάνο, το θέμα της παιδικής κακοποίησης είναι πάντα μέρος της εικόνας, πάντα παρόν, πάντα «εδώ». Κάνει το τοπίο της ιστορίας να φαντάζει ακόμα πιο ζοφερό, ακόμα πιο σκοτεινό, ακόμα πιο δυσοίωνο απ’ ό,τι θα ήταν αν η διάλεγε να μιλήσει γι’ αυτό expressis verbis σε κάθε στιγμή της ιστορίας της.

Κ.Α.: Καταλαβαίνω. Και, ναι, είναι γοητευτικό και δύσκολο αυτό. Να πούμε επίσης ότι οι σειρές είναι ίσως ό,τι καλύτερο στην αστυνομική λογοτεχνία, καθώς φτιάχνουν σιγά-σιγά ένα σύμπαν στο οποίο ζουν, αναπνέουν, μεγαλώνουν και εξελίσσονται οι βασικοί ήρωες: οι φαν το εκτιμούν πολύ αυτό. Η ερώτησή μου όμως είναι: αναφορικά με τη Σιγκουρδαρντότιρ, σειρές ή standalone μυθιστορήματα;

Β.Α.: Πολύ δύσκολη ερώτηση… Γιατί όμως να δημιουργούμε «στρατόπεδα»; Η σειρά της Φρέιγια και του Χούλνταρ έχει κλέψει τις καρδιές όλων μας, αλλά και τα stand alone μυθιστορήματα της Ύρσα, όπως η «Λεία», είναι πραγματικά διαμάντια!

Κ.Α.: Εντάξει, το προσπερνώ. Και συμφωνώ βέβαια. Μάλιστα, η «Λεία», με τα πολλά στοιχεία τρόμου είναι για εμένα από τα κορυφαία της, ίσως γιατί αγαπώ το είδος. Πάμε όμως σε κάτι άλλο. Αν και όλοι την ονομάζουν «βασίλισσα του ισλανδικού crime fiction» και μία από τους κορυφαίους συγγραφείς του Nordic noir, η ίδια είναι μάλλον πολύ κουλ για να ασχολείται με όλα αυτά. Κάνω λάθος; Γνωρίζεστε, είστε φίλες, μιλάτε — πώς είναι λοιπόν η ίδια σαν άνθρωπος; Και πώς αντιμετωπίζει αυτή την τεράστια επιτυχία που έχει;

Β.Α.: Χαχά! Η Ύρσα είναι όντως too cool for school! Είμαστε, δηλαδή γίναμε, φίλες μέσω της δουλειάς! Στην αρχή, για να πω την αλήθεια, ντρεπόμουν να της γράψω ή να προσπαθήσω με οποιονδήποτε τρόπο να έρθω σε επαφή μαζί της, επειδή, ακριβώς, τη φανταζόμουν πραγματική… βασίλισσα του ισλανδικού noir: σκοτεινή, μπλαζέ και ακατάδεκτη. Μιλώντας όμως με τον συνάδελφο και φίλο μεταφραστή της προς τα γαλλικά, πήρα το θάρρος να τής γράψω. Κι αυτό γιατί ο Έρικ με διαβεβαίωσε ότι η Ύρσα είναι ένας άνθρωπος «έξω καρδιά»!

Ειλικρινά, δεν έχω άλλη λέξη εκτός από το «πολύχρωμη» για να περιγράψω την Ύρσα. Είναι πράγματι μια γυναίκα γεμάτη χρώματα! Ντύνεται πολύχρωμα, είναι φοβερά αυθόρμητη, κι έχει απίστευτο χιούμορ! Μια συνάντηση με την Ύρσα καταλήγει πάντοτε σε ατέλειωτα, βροντερά γέλια! Όπως και οι περισσότεροι Ισλανδοί, η Ύρσα δεν είναι από τους ανθρώπους που παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Έτσι, όπως το λέτε, είναι πολύ cool για να ασχοληθεί με το πόσο «πετυχημένη» είναι (τι λέξη κι αυτή!). Τής αρέσει το καλό φαγητό, το καλό κρασί, η καλή παρέα, τα ταξίδια. Ανυπομονώ να τη δω κάθε φορά που βρίσκομαι στο «Νησί».

Κ.Α.: Μας κάνετε και τη ζηλεύουμε ακόμη περισσότερο τώρα… Για να τελειώσουμε, μία διπλή προσωπική ερώτηση, καθώς ξέρω ότι επισκέπτεστε τη χώρα: πόσο δύσκολα είναι τελικά τα ισλανδικά; Και πόσο όμορφη και παράξενη η Ισλανδία;

Β.Α.: Θα περιγράψω την Ισλανδία με έναν στίχο που ο Ελύτης έγραψε για την Ελλάδα: «Ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας». Θα γίνω λίγο βέβηλη, ίσως, για μερικούς, αλλά πιστεύω ότι αυτός ο στίχος δεν βρίσκει το νόημά του καλύτερα σε κανέναν άλλο τόπο εκτός από την Ισλανδία. Όσο καλύτερα γνωρίζω, με τον καιρό, αυτό το νησί και τους ανθρώπους του, τόσο περισσότερο καταλήγω στο συμπέρασμα ότι πουθενά αλλού δεν συμπυκνώνεται καλύτερα η ουσία του. Μπροστά σ’ αυτό το νησί που φαίνεται σαν μοναχική σχεδία στα κύματα του Βόρειου Ατλαντικού, σ’ αυτόν τον γεμάτο ενέργεια μικρόκοσμο που ταυτόχρονα μοιάζει μ’ ένα ολόκληρο σύμπαν, η Ελλάδα φαντάζει απλά απέραντη και πυκνοκατοικημένη.

Η Ισλανδία είναι ένας τόπος γεμάτος ενέργεια. Κι όταν μιλάω για ενέργεια, δεν το εννοώ με την… πνευματιστική ή τη βουδιστική έννοια του όρου. Κυριολεκτώ. Είναι ένα νησί γεμάτο ηφαίστεια, ακριβώς επάνω στο σημείο που η ευρασιατική λιθοσφαιρική πλάκα συναντά την αμερικανική. Η γεωθερμική δραστηριότητα είναι τεράστια. Οι αλλαγές στο τοπίο, έντονες και συχνές· σχεδόν καθημερινές. Αν σ’ όλα αυτά προστεθούν και οι δυνατοί παγωμένοι άνεμοι, οι βροχές και οι χιονοθύελλες, το πράγμα γίνεται ακόμα πιο συναρπαστικό. Πάνω σ’ αυτόν τον ανεμοδαρμένο βράχο, λοιπόν, κατοικούν μια χούφτα άνθρωποι (340.000 για την ακρίβεια), που έχουν να παλέψουν με όλα αυτά που προανέφερα για να επιβιώσουν. Κι αυτός ακριβώς ο τόπος, παρά τον μικρό πληθυσμό του, έχει τόσο μακρά και τόσο πλούσια λογοτεχνική παράδοση όσο λίγες χώρες στον κόσμο.

Τέλος πάντων, θα μπορούσα να μιλάω ώρες ατέλειωτες για την Ισλανδία, αν δεν ακούσω από κάπου το cut! Θα σταματήσω εδώ, λέγοντας απλώς ότι στην Ισλανδία καταλαβαίνω κάθε φορά όλο και καλύτερα για ποιο λόγο ο πρώτος Άνθρωπος λάτρεψε τη Φύση.

Όσο για τα ισλανδικά… τι να πω. Δεν ξέρω αν φανεί υπερβολικό, δακρύβρεχτο ή δραματικό αυτό που θα πω (δεν συνηθίζω να τα λέω έτσι δακρύβρεχτα συνήθως!), αλλά θα το πω όπως το νιώθω: τα ισλανδικά και τα ελληνικά είναι αυτή τη στιγμή οι αρχαιότερες γλώσσες που είναι ζωντανές και μιλιούνται ακόμα στην Ευρώπη, με την ίδια αίσθηση της συνέχειας, από την Αρχαιότητα ή τον Μεσαίωνα, ώς σήμερα. Κι εγώ νιώθω πολύ, μα πολύ τυχερή που μεταφράζω από τη μια στην άλλη. Πέρα απ’ αυτό, όμως, τα ισλανδικά είναι μαγική γλώσσα. Είναι αρχαία και σύγχρονη, επίσημη και καθημερινή, τραχιά και μελωδική. Οι δομές της δεν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές με τον τρόπο που λειτουργούν τα ελληνικά. Έχουν ήχους που μας είναι γνώριμοι, όπως το ð και το þ, που αντιστοιχούν με τους ήχους των «δικών μας» θ και δ.

Αυτό όμως που σε κάνει κυριολεκτικά να τα… δεις όλα είναι το λεξιλόγιο. Στα ισλανδικά «δεν αναγνωρίζεις σχεδόν τίποτα». Ακόμα και το τηλέφωνο, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το θέατρο, η μουσική, η φιλοσοφία, λέξεις λίγο-πολύ κοινές σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (που έχουν τις ρίζες τους κυρίως στα λατινικά ή τα ελληνικά), στα ισλανδικά λέγονται εντελώς αλλιώς! Οι Ισλανδοί έχουν δικές τους λέξεις για τα πάντα. Ακόμα και για το Βατικανό! Παρ’ όλα αυτά, όμως, αν κάποιος μάθει ισλανδικά, θα γνωρίσει μια πολύ πλούσια γλώσσα, θα καταλάβει για ποιο λόγο λέει αυτά που λέει όταν μιλάει αγγλικά, και θα δει ν’ ανοίγει μπροστά του το παράθυρο σε ένα μοναδικό λογοτεχνικό σύμπαν.

Κ.Α.: Σχεδόν πείστηκα να αρχίσω ισλανδικά με κάποιο app. Αστειεύομαι. Και ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα αυτά τα ωραία που μας είπατε!

Β.Α.: Εγώ ευχαριστώ!

* * *

«Η Κούκλα» της Yrsa Sigurdardottir (εκδ. Μεταίχμιο) — Η υπόθεση

Πέντε χρόνια πριν, μια μητέρα με την κόρη της και έναν οικογενειακό φίλο ανοίγονται με μια μικρή βάρκα για ψάρεμα. Το μόνο που πιάνουν στα δίχτυα τους, όμως, είναι μια κούκλα γεμάτη κοχυλάκια και φύκια. Η όψη της είναι τρομακτική. Η μητέρα υποκύπτει στις παρακλήσεις της κόρης της να την κρατήσουν. Το επόμενο πρωί η μητέρα θα είναι νεκρή και η κούκλα εξαφανισμένη. Στο παρόν, ο ντετέκτιβ Χούλνταρ βρίσκεται πάνω σε ένα σκάφος, αναζητώντας ανθρώπινα οστά στον βυθό της θάλασσας. Όταν τα εντοπίσει, θα χρειαστεί τη βοήθεια της Φρέιγια για την ταυτοποίηση του νεκρού. Καθώς το μυστήριο πυκνώνει, ο Χούλνταρ αρχίζει να ερευνά και τον φόνο ενός άστεγου, ενώ η Φρέιγια καταπιάνεται με μια υπόθεση παιδικής κακοποίησης. Σύντομα θα αποδειχτεί ότι οι υποθέσεις σχετίζονται μεταξύ τους. Το κλειδί το κρατάει το κορίτσι, που ήθελε εκείνη την κούκλα. Και που τώρα πια αγνοείται…

Yrsa Sigurdardottir - βιογραφικό

Η Ισλανδή Yrsa Sigurdardottir (Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ, 1963), πολυβραβευμένη συγγραφέας παιδικών βιβλίων και μητέρα δύο παιδιών, είναι ένα από τα πιο µεγάλα ονόµατα του αστυνομικού θρίλερ. Τα μυθιστορήματά της γνωρίζουν τεράστια επιτυχία διεθνώς, ενώ αρκετά από αυτά μεταφέρονται στον κινηματογράφο. Το θρίλερ της «Η εκδίκηση» (Μεταίχμιο, 2014) τιμήθηκε με το Icelandic Crime Fiction Award, ενώ ήταν μεταξύ των υποψήφιων τίτλων για το Glass key, την υψηλότερη διάκριση για βιβλίο σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Για το «DNA» (Μεταίχμιο, 2017), το πρώτο βιβλίο της σειράς με ήρωες την ψυχολόγο Φρέιγια και τον ντετέκτιβ Χούλνταρ, τιμήθηκε με το Βραβείο της Δανέζικης Ακαδημίας Αστυνομικής Λογοτεχνίας, με το Βραβείο Blood Drop (Καλύτερο Ισλανδικό Αστυνομικό Μυθιστόρημα) και με το Βραβείο Petrona (Καλύτερο Σκανδιναβικό Αστυνομικό Μυθιστόρημα). Με τα βιβλία της σειράς με το ίδιο πρωταγωνιστικό δίδυμο, τα οποία έχουν φτάσει τους έξι τίτλους, έχει κατοχυρώσει τη θέση της ως μίας εκ των καλύτερων σύγχρονων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας και ως κορυφαία αφηγήτρια. Το πιο πρόσφατο μεταφυσικό θρίλερ της «Η λεία» (Μεταίχμιο, 2022) της χάρισε ένα ακόμα βραβείο, το Blood Drop 2021 στην κατηγορία Καλύτερο Αστυνομικό Μυθιστόρημα, και αναμένεται να κυκλοφορήσει σε τουλάχιστον 11 χώρες.

Η Yrsa Sigurdardóttir. © Lilja Birgisdóttir