Βιβλιο

Η στέρεη πεζογραφία του Χάρι Κούνζρου

Tο «Κρέας για τους λύκους» είναι πρωτίστως η πνευματική ιστορία μιας ήττας

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 879
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Κρέας για τους λύκους» του Χάρι Κούνζρου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα.

«Πιστεύω πως η στιγμή που ξεκινά η μέση ηλικία μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς. Είναι η στιγμή που εξετάζεις τη ζωή σου και, αντί να βλέπεις ένα πεδίο δυνατοτήτων ν’ ανοίγεται, τη σφαίρα των προοπτικών σου να μεγαλώνει, αισθάνεσαι σαν να ξύπνησες από ύπνο βαθύ, ή σαν να έχεις ξεβραστεί σε μια ακτή και ν’ αποκτάς ξάφνου συναίσθηση του περίγυρου. Ώστε εδώ βρίσκομαι, λες. Αυτό έχω γίνει. Συνειδητοποιείς για πρώτη φορά πως η –σωματική, διανοητική, κοινωνική, οικονομική– κατάστασή σου δεν είναι πλέον απολύτως στο χέρι σου· πως ό,τι έχει συμβεί μέχρι τώρα θα καθορίσει εν πολλοίς το υπόλοιπο της ιστορίας. Όσα έχεις κάνει δεν ξεγίνονται, και πολλά απ’ όσα έχεις αναβάλει “για αργότερα” δεν θα γίνουν ποτέ. Με λίγα λόγια, ο χρόνος σου δεν είναι απλώς πεπερασμένος, αλλά φθίνει κιόλας. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ό,τι κι αν κάνεις, όση χαρά ή συγκίνηση κι αν νιώσεις, όσα ρίγη ηδονής κι αν αισθανθείς, δεν πρόκειται να απαλλαγείς ποτέ από τη σχεδόν ανεπαίσθητη εντύπωση πως πορεύεσαι σε μια ελαφρώς κατηφορική πορεία προς το σκοτάδι».

Τι αισιόδοξη πρώτη σελίδα μυθιστορήματος! Λατρεύω τα βιβλία που μιλάνε για κατηφοριές προς το σκοτάδι (κι αυτό όχι γιατί είμαι νέος κι έχω άγνοια κινδύνου για τις επικίνδυνες κατηφόρες ή γιατί έλκομαι προς το σκότος). Στη χρυσή μου νιότη ήθελα να αυτοκτονήσω – μάλιστα είχα θέσει όριο ηλικίας τα 23. Αυτό το όριο το έχω αφήσει πίσω μου προ πολλού. Αφήνω τη ζωή να διαλέξει τη στιγμή τής μετοικεσίας μου σε άλλους κόσμους. Δεν εκβιάζω τα πράγματα. Βέβαια, έχω επισημάνει στους φίλους ιατρούς ότι όταν με δουν να έχω φθαρεί ανεπανόρθωτα, θα ήθελα να με σπρώξουν ευγενικά στο επέκεινα.

Ο ήρωας του βιβλίου «Κρέας για τους λύκους», συγγραφέας ο ίδιος, παίρνει μια υποτροφία για να αποσυρθεί σε προάστιο του Βερολίνου επί τρεις μήνες ώστε να γράψει εκεί το επόμενο βιβλίο του. Υπάρχει, ωστόσο, μια ιδιαιτερότητα στο Κέντρο που φιλοξενείται: οφείλει να συναγελάζεται με συναδέλφους συγγραφείς για να προχωρήσει το έργο του. Η μοναξιά τού δημιουργού απορρίπτεται μετά βδελυγμίας από τον εμπνευστή του Κέντρου. Η κοινωνικοποίηση είναι όρος sine qva non για τη δαψιλή φιλοξενία. Ο ήρωας δυστροπεί. Αρχίζει να περιφέρεται μονάχος στην ύπαιθρο που περιβάλλει το κέντρο. Πέφτει πάνω στον τόπο που αυτοκτόνησε ένας διάσημος λυρικός ποιητής της Γερμανίας, ο Χάινριχ φον Κλάιστ. Ο ποιητής μάλιστα πήρε μαζί του στον τάφο και μια γυναίκα που κατάφερε να πείσει να τον ακολουθήσει στην αυτοκτονία του. Χρησιμοποίησε περίστροφο.

Ο ήρωας βασανίζεται από έμμονες ιδέες κι όταν τον πετάνε έξω από το Κέντρο αντί να επιστρέψει στην οικογενειακή του εστία στη Νέα Υόρκη, βρίσκεται να κυνηγάει την ιδεοληψία του στο Παρίσι. Εντέλει, καταλήγει σε ψυχιατρείο.

Στην τελευταία σκηνή τον συναντάμε… αλλά, όχι, δεν θα μιλήσω για την τελευταία σκηνή.

Η πεζογραφία του Χάρι Κούνζρου είναι στέρεη, δεν επιδίδεται σε μοντερνισμούς που αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη, ούτε κάνει επίδειξη τεχνικής. Γράφει ένα μυθιστόρημα που κανείς δεν θέλει να αφήσει από τα χέρια του. Τιμώ τη μεταφράστρια Δέσποινα Κανελλοπούλου και ευχαριστώ τις εκδόσεις Δώμα που μας προσφέρουν ένα ακόμη αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.