Βιβλιο

Πέντε καινούργια feelgood μυθιστορήματα

Σάλι Πέιτζ, Bella Mackie, Φρέγια Σάμπσον, K.L. Walther, Manuel Vilas: Τέσσερις γυναίκες και ένας άντρας γράφουν βιβλία για την άνοιξη και το καλοκαίρι

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ιστορίες, φόνοι, αναζητήσεις, καλοκαιρινές διακοπές, έρωτες εν μέσω πανδημίας: Διαφορετικά βιβλία, μεγάλα συναισθήματα

Αν έχετε κάπως κουραστεί από την προεκλογική περίοδο, ή αν έχετε κουραστεί γενικώς, νά πέντε μυθιστορήματα που σίγουρα θα σας βοηθήσουν να αποδράσετε και να ευφρανθείτε. Διαφορετικά μεταξύ τους, όχι όλα για όλους, όμως και τα πέντε εξαιρετικά και πολύ καλά μεταφρασμένα. Σας τα συστήνουμε. Διαβάστε αμέσως παρακάτω δυο λόγια για το καθένα:

Σάλι Πέιτζ, «Φύλακας ιστοριών» (μετάφραση Γωγώ Αρβανίτη, 368 σελίδες, Ψυχογιός)
Ιστορικός, διαφημίστρια, ανθοκόμος και ανθοπώλισσα, η Σάλι Πέιτζ έγραψε μία σειρά non fiction βιβλία με υλικό που συγκέντρωσε από τους πελάτες της, βλέποντας πως «τα ανθοπωλεία προσφέρουν ένα μοναδικό παράθυρο στις ιστορίες των ανθρώπων», όταν συνειδητοποίησε πως ήταν έτοιμη για το βήμα στη μεγάλη φόρμα. Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Φύλακας ιστοριών», στο οποίο συνδυάζει την αγάπη της για την Ιστορία και τη συγγραφή με το ενδιαφέρον της για τις προσωπικές διαδρομές των ανθρώπων, έγινε αμέσως μπεστ-σέλερ. Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Δεν θυμάται πώς ξεκίνησε τη συλλογή της. Ίσως από μια φράση σε μια κουβέντα που άκουσε τυχαία καθώς έπλενε έναν νεροχύτη; Σύντομα πρόσεξε ότι (ενώ ξεσκόνιζε ένα καθιστικό ή έκανε απόψυξη σε ένα ψυγείο) οι άνθρωποι της έλεγαν τις ιστορίες τους. Ίσως το έκαναν πάντα, όμως τώρα είναι αλλιώς, τώρα οι ιστορίες τής απλώνουν το χέρι κι αυτή τις τραβάει κοντά της… Όταν η Τζάνις αναλαμβάνει να καθαρίζει το σπίτι της κυρίας Μπ –μιας παμπόνηρης και ύπουλης ενενηνταδυάχρονης– γνωρίζει εντέλει έναν άνθρωπο που θέλει να μάθει τη δική της ιστορία. Αλλά η Τζάνις της το ξεκόβει: αυτή είναι φύλακας ιστοριών, δεν έχει δική της ιστορία. Τουλάχιστον, όχι μια ιστορία που να μπορεί να τη διηγηθεί. Η κυρία Μπ δεν ξεγελιέται, καταλαβαίνει πως με την Τζάνις το ζήτημα είναι πολύ πιο περίπλοκο απ’ ό,τι φαίνεται. Τι θέλει να κρύψει; Στο κάτω-κάτω, κάθε άνθρωπος δεν έχει μια ιστορία;

Bella Mackie, «Πώς να σκοτώσεις την οικογένειά σου» (μετάφραση Ρηγούλα Γεωργιάδου, 504 σελίδες, Διόπτρα)
H Bella Mackie εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον Guardian και στο Vice News, ενώ αρθρογραφεί τακτικά στη Vogue. Μετά από δύο non fiction βιβλία σχετικά με την ψυχική υγεία, αποφάσισε να περάσει στο μυθιστόρημα με το «Πώς να σκοτώσεις την οικογένειά σου», μια μαύρη κωμωδία που σατιρίζει τις οικογενειακές σχέσεις αλλά και την «καταναλωτική απάτη της “φροντίδας του εαυτού”». Η εμπορική επιτυχία αυτής της αστείας, ασεβούς, σκοτεινής φαρσοκωμωδίας, γύρω από τις δυσλειτουργικές οικογένειες ήταν τεράστια. Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Όταν η Γκρέις Μπέρναρντ ανακαλύπτει ότι ο απών εκατομμυριούχος πατέρας της έχει απορρίψει τις εκκλήσεις της ετοιμοθάνατης μητέρας της για βοήθεια, ορκίζεται εκδίκηση και ετοιμάζεται να σκοτώσει κάθε μέλος της οικογένειάς του. Στη συνέχεια όμως, η Γκρέις φυλακίζεται εντελώς άδικα. «Έχω σκοτώσει πολλούς ανθρώπους (άλλους βάναυσα, άλλους ήρεμα) και όμως αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στη φυλακή για έναν φόνο που δεν διέπραξα. [...] Όταν σκέφτομαι τι πραγματικά έκανα, με πιάνει μια μικρή θλίψη επειδή κανείς δεν θα μάθει ποτέ τίποτα για το περίπλοκο εγχείρημα που έφερα εις πέρας. Το να μείνω ατιμώρητη είναι προτιμότερο φυσικά, αλλά ίσως, όταν θα έχω πια αποδημήσει από καιρό, κάποιος ανοίξει ένα παλιό χρηματοκιβώτιο και βρει αυτή την εξομολόγηση. Το κοινό θα παραληρούσε. Εξάλλου σχεδόν κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορεί να καταλάβει πώς κάποια στην τρυφερή ηλικία των είκοσι οχτώ ετών μπορεί να έχει σκοτώσει εν ψυχρώ έξι μέλη της οικογένειάς της. Και μετά συνέχισε χαρούμενη τη ζωή της χωρίς να μετανιώσει ποτέ για τίποτα».

Φρέγια Σάμπσον, «Το χαμένο εισιτήριο» (μετάφραση Όλγα Γκαρτζονίκα, 448 σελίδες, Μίνωας)
Είχαμε γνωρίσει τη Φρέγια Σάμπσον από τη «Γυναίκα της βιβλιοθήκης» (μετάφραση Αγορίτσα Μπακοδήμου, Μίνωας), που έγινε παντού μεγάλο μπεστ-σέλερ. Η ιστορία της Τζουν Τζόουνς, της ντροπαλής βιβλιοθηκαρίου που παλεύει για να μην κλείσει η τοπική βιβλιοθήκη της μικρής της πόλης, με τη βοήθεια των εκκεντρικών της θαμώνων, ήταν υπέροχη. Η Λονδρέζα συγγραφέας, παραγωγός της τηλεόρασης και ιστορικός επανέρχεται τώρα με μία ακόμη όμορφη, συγκινητική ιστορία. Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Η Λίμπι Νίκολς φτάνει στο Λονδίνο με ραγισμένη καρδιά και τη ζωή της να έχει γίνει συντρίμμια. Ο πρώτος άνθρωπος που συναντά, ο ηλικιωμένος Φρανκ, της αφηγείται ένα περιστατικό που συνέβη το 1962, όταν γνώρισε ένα κορίτσι στο λεωφορείο με τον αριθμό 88, το οποίο είχε όμορφα κόκκινα μαλλιά, σαν τα μαλλιά της Λίμπι. Είχαν κανονίσει να συναντηθούν στην Εθνική Πινακοθήκη, όμως εκείνος έχασε το εισιτήριο, πάνω στο οποίο είχε γράψει το τηλέφωνό της. Από τότε παίρνει το ίδιο λεωφορείο κάθε μέρα με την ελπίδα να τη βρει. Οι προσπάθειές του ωστόσο είναι άκαρπες. Συνεπαρμένη από την ιστορία, η Λίμπι αναλαμβάνει δράση και, με τη βοήθεια ενός αναπάντεχου φίλου, κολλάει αφίσες σε ολόκληρη τη διαδρομή του λεωφορείου. Αρχίζει να ξεπερνάει την επιφυλακτικότητά της, κάνει καινούριες φιλίες και αφήνεται σε έναν νέο έρωτα. Όμως, με την άνοια του Φρανκ να επιδεινώνεται, οι πιθανότητες να βρουν το κορίτσι από το λεωφορείο 88 λιγοστεύουν…

K.L. Walther, «Ένα καλοκαίρι χωρίς κανόνες» (μετάφραση Δέσποινα Δρακάκη, 432 σελίδες, Μεταίχμιο)
Ένα βιβλίο που θα διαβάσουν με μεγάλη ευχαρίστηση όσοι αγαπούν τις μακροχρόνιες οικογενειακές παραδόσεις, τις καλοκαιρινές διακοπές, τον ρομαντισμό, και κυρίως τα ειδύλλια που πλέκονται κάτω από τον ήλιο, δίπλα στην άμμο — ειδικά αν εκτιμούν τη γοητευτική πλοκή μαζί με κάποιες πιο δύσκολες, πιο ζοφερές στιγμές. Μπόνους: το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από τα τραγούδια της Taylor Swift, και είναι γεμάτο με αναφορές σε αυτά. Μεγάλη επιτυχία του BookTok. Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Όταν η Μέρεντιθ Φοξ έχασε την αδελφή της, την Κλερ, πριν από δεκαοκτώ μήνες, απομονώθηκε τελείως. Αυτό το καλοκαίρι όμως είναι αποφασισμένη να ξαναβγεί στον κόσμο. Οι καθιερωμένες οικογενειακές διακοπές στο Martha’s Vineyard φαίνονται ιδανική ευκαιρία για να το καταφέρει. Ολόκληρη η οικογένειά της έρχεται για έναν μεγάλο καλοκαιρινό γάμο, και παρόλο που η Μέρεντιθ δεν έχει συνοδό αφού το αγόρι της την παράτησε απροσδόκητα, είναι ενθουσιασμένη που θα πάρει μέρος στο παιχνίδι Assassin (Δολοφόνος) που διοργανώνει η οικογένειά της κατά την εβδομάδα των γαμήλιων εορτασμών. Η Κλερ ανέκαθεν λάτρευε το παιχνίδι αυτό, μια οικογενειακή παράδοση, και η Μέρεντιθ είναι αποφασισμένη να τιμήσει τη μνήμη της. Όταν όμως η Μέρεντιθ συμμαχεί στο παιχνίδι με έναν χαριτωμένο κουμπάρο, η προσοχή της αρχίζει να στρέφεται αλλού. Η Μέρεντιθ προσπαθεί να συγκεντρωθεί στο παιχνίδι και να κερδίσει για χάρη της αδελφής της – όμως έχει ξετρελαθεί μ’ εκείνον. Και καθώς προχωράνε οι μέρες, συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο το παιχνίδι, αλλά και την καρδιά της.

Manuel Vilas, «Τα φιλιά» (μετάφραση Νάννα Παπανικολάου, 512 σελίδες, Ίκαρος)
O Ισπανός Manuel Vilas, πολυβραβευμένος ποιητής και πεζογράφος, έγινε παγκοσμίως γνωστός το 2018, χάρη στο απόλυτο μπεστ-σέλερ του «Ορδέσα» (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, Ίκαρος). Τα «Φιλιά» είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα που εξελίσσεται σε συνθήκες πανδημίας, ένα βιβλίο για τη μνήμη και την απώλειά της, για τη ζωντάνια του έρωτα και τη δύναμη του παρελθόντος, γεμάτο συγκίνηση, γέλιο, τρυφερότητα και αισθησιασμό. Ή αλλιώς, ένας στοχασμός για το πώς, εν μέσω μιας παγκόσμιας κρίσης, δύο άνθρωποι προσπαθούν να βρουν το νόημα εκεί που φαινομενικά δεν υπάρχει. «Λες κι υπάρχει κάτι άλλο πέρα από ένα φιλί. Τίποτα δεν υπάρχει». Ψέματα;… Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Το φιλί που σφραγίζει τη φλογερή και απροσδόκητη ιστορία αγάπης μεταξύ του Σαλβαδόρ και της Μονσεράτ γεννιέται εν μέσω της πανδημίας, σε ένα εξοχικό καταμεσής του δάσους, όπου ο Σαλβαδόρ, ένας πενηνταοχτάχρονος καθηγητής, βρίσκει καταφύγιο. Γνωρίζει τη Μονσεράτ σ’ ένα γειτονικό χωριό, στα περίχωρα της Μαδρίτης, να εργάζεται στο μοναδικό παντοπωλείο της περιοχής. Τον Μάρτιο του 2020, ο Σαλβαδόρ ξαναδιαβάζει τον «Δον Κιχώτη» υπό το πρίσμα της αίσθησης του απόλυτου, του καταβροχθιστικού πάθους που τον δένει με τη Μονσεράτ. Η απρόσμενή του Αλτισιδόρα –όπως του αρέσει να την αποκαλεί– εμφανίζεται ως μια πράξη αντίστασης τον καιρό της αναγκαστικής απομόνωσης. Μέχρι που το παρελθόν τους αναδύεται, αναπόφευκτα, καθώς η ρουτίνα των δύο εραστών γίνεται πραγματικότητα.