Βιβλιο

Το Διαιρεμένο Βασίλειο: Η Μεγάλη Βρετανία του χθες και η «μικρή» Βρετανία του τώρα

Ο Τζόναθαν Κόου ανακαλεί την ιστορία της χώρας του από τον 20ό αιώνα ως και τις μέρες μας

Στέφανος Τσιτσόπουλος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τζόναθαν Κόου - Μπόρνβιλ, Το Διαιρεμένο Βασίλειο: Βιβλιοκριτική του μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

Όταν ο Τσόρτσιλ εκφωνεί στο ραδιόφωνο τον πανηγυρικό της μεγάλης επί των ναζί νίκης, η Μαίρη Κλαρκ είναι έντεκα χρονών. Ζει στο Μπόρνβιλ, ένα γραφικό και ήσυχο προάστιο στο Μπέρμινγχαμ όπου λειτουργεί το διασημότερο εργοστάσιο σοκολάτας στην Αγγλία. Τη λένε Cadbury και, σε αντίθεση με τις γαλλικές και βελγικές σοκολάτες που διαθέτουν πλούσια γέμιση από κακάο, σε εκείνη υπερισχύουν τα φυτικά λιπαρά, καθώς λόγω του πολέμου στο Νησί ήταν δύσκολο να βρεθούν οι απαιτούμενες ποσότητες της αυθεντικής πρώτης ύλης. Η γεύση της, όμως, κι ας την κοροϊδεύουν οι Ευρωπαίοι, είναι η γεύση με την οποία μεγαλώνουν γενιές και γενιές στην ούτως ή άλλως (διατροφικώς και όχι μόνο) sui generis Βρετανία των αλλόκοτων συνηθειών, που μετά τον πόλεμο προσπαθεί σκληρά να ξαναγίνει Μεγάλη. Και όντως, κάποια στιγμή τα καταφέρνει. 

Η γεύση της σοκολάτας Cadbury, που στο εργοστάσιο παρασκευής της δουλεύουν φίλοι, συγγενείς, ακόμα και ένας από τους τρεις γιους της Μαίρη, όταν χρόνια πολλά μετά από το διάγγελμα του Τσώρτσιλ, η ηρωίδα σπουδάσει, παντρευτεί και κάνει παιδιά, διατρέχει τις σελίδες όλου του μυθιστορήματος λειτουργώντας εντελώς προυστικά. Η σοκολάτα Cadbury για τη Μαίρη και το θυμικό των υπόλοιπων ήρωων του βιβλίου λειτουργεί όπως τα μπισκοτάκια μαντλέν (οδηγοί μνήμης, στη ροή των αναμνήσεων του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο). Γιατί όχι, το Διαιρεμένο Βασίλειο πατά πάνω στο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ και ο έλληνας αναγνώστης μιας κάποιας ηλικίας, καθώς παρακολουθεί τους ήρωες να καρδαμώνουν με Cadbury, πιθανόν να ανακαλέσει και την ομοειδή ελληνική περίπτωση της διαφήμισης «δυνατός και γερός για να γίνεις, σοκολάτα Carnation να πίνεις!», καθώς προχωρά σελίδα με τη σελίδα. 

«Παρόλο που το Μπόρνβιλ είναι μυθιστόρημα και αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, ο χαρακτήρας της Μαίρη, είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένος στη μακαρίτισσα τη μητέρα μου, την Janet Coe. Ωστόσο, οποιαδήποτε άλλη σύνδεση με την ιστορία της δικής μου οικογένειας τελειώνει εκεί…» σημειώνει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου. 

Τα χρόνια τρέχουν και όταν η Μαίρη μπορεί να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της μόνο μέσω Skype ή από το παράθυρο του σπιτιού της, καθώς τα μέτρα της κοινωνικής αποστασιοποίησης ένεκα Covid 19 απαγορεύουν κάθε επαφή, τότε ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται με πόση επιδεξιότητα και μαεστρία η πρόζα του Κόου όχι μόνο κάλυψε τα ογδονταφεύγα χρόνια του βίου της αλλά εν τάχει διέτρεξε και την ιστορία της Αγγλίας. Από τον λόγο του Τσόρτσιλ τη μέρα της μεγάλης νίκης, μέχρι και το Brexit, πολυδαίδαλα, πολυφωνικά, πολυεπίπεδα και με επίκεντρο τη μεσοαστική οικογένεια της Μαίρη, το βιβλίο διεισδύει και καταγράφει στιγμές από την ιστορία της χώρας, χρησιμοποιώντας ακόμα ένα πολύ δυνατό τρικ, εκτός από το κόλπο με την Cadbury. Βάζοντας την οικογένεια της Μαίρη να παρακολουθεί τις κομβικές στιγμές της βρετανικής ιστορίας μέσα από την τηλεόραση, ο συγγραφέας πηγαινοέρχεται από το παρελθόν στο παρόν και από το μέλλον και πάλι πίσω στα back up pages των ηρώων. 

Έτσι ο Κόου ανακαλεί σχεδόν όλη την ιστορία της χώρας του από τον 20ό αιώνα ως και τις μέρες μας: η στέψη της Ελισάβετ Β’ τον Ιούνιο του 1953, ο τελικός του Παγκόσμιου Κυπέλλου μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας στις 30 Ιουλίου του 1966, η ανακήρυξη του Κάρολου σε Πρίγκιπα της Ουαλίας την 1η Ιουλίου του 1969, όπως και ο γάμος του με την Νταϊάνα Σπένσερ στις 29 Ιουλίου του 1981, η κηδεία της Ντι στην Ουαλία στις 6 Σεπτεμβρίου του 1997 και η 75η επέτειος της Ημέρας της Νίκης στην Ευρώπη την 8η Μαΐου του 2020, είναι γεγονότα-αρμοί. Συνεκτική ύλη μέσω της οποίας ο Κόου καταγράφει συγκινητικά, χιουμοριστικά, πολιτικά αλλά και στιγμές – στιγμές βαθιά μελαγχολικά την ιστορία της οικογένειας της Μαίρη, παράλληλα με της Ινγκλαντέρας. 

Κατέχοντας ολοκληρωτικά και μεστά αυτό που πλείστοι αποκαλούν «Βρετανικότητα», ο Κόου, με λέξεις που λειτουργούν όπως η κάμερα του εμβληματικού φωτογράφου Μάρτιν Παρ, νοσταλγεί, αφουγράζεται, σαρκάζει και στοχάζεται για τον χρόνο μέσω μιας μυθιστορίας που ενώνει το προσωπικό με το οικουμενικό. Εστιάζοντας μέσω της «τηλεοπτικής» ιστορικής τοιχογραφίας στις σημαντικότερες στιγμές της μοίρας της οικογένειας και του έθνους, το βιβλίο συμπλέκει στοιχεία που πυροδοτούν συνειρμούς και ξεδιπλώνει σταδιακά όλες τις αρετές του. Αναμφίβολα, μιλάμε για ένα μυθιστόρημα γλυκό, συγκινητικό, με ζεστασιά και μεγαλοψυχία. Σε αρκετές στιγμές στο μυαλό μου αντηχούσαν τραγούδια των Beatles και του Morrissey , των Blur, της Σάντι Σο, της Σίλα Μπλακ, της Ντάστι Σπρίνγκφιλντ και του Τζάρβις. Και εννοείται πως, κατά την προσφιλή του συνήθεια, ήρωες που τους έχουμε συναντήσει και σε προηγούμενα βιβλία του εμφανίζονται ανεβάζοντας ψηλά την ένταση της ενέργειας που παρέχουν οι νέοι. Από τη Λέσχη των Τιποτένιων, τον Κλειστό Κύκλο, τη Μέση Αγγλία, το Expo 58 και τον Κύριο Γουάιλντερ κι εγώ, γνωστά πρόσωπα του συγγραφικού παρελθόντος του πάνε και έρχονται, τακτική πολύ συνηθισμένη για τους εξοικειωμένους πλέον φαν. 

Δεν το κρύβω: είμαι από αυτούς που τον θεωρούν σαν τη μεγαλύτερη εν ζωή μορφή των βρετανικών γραμμάτων. Ειδικά στο Διαιρεμένο Βασίλειο, σταθμίζω και εκτιμώ πως ο σερ παραδίδει ένα βιβλίο το ίδιο έξοχο με τα Τι ωραίο Πλιάτσικο και Λέσχη των Τιποτένιων. «Είναι αλήθεια πως σε όλα μου τα βιβλία βρίσκει κανείς ψήγματα νοσταλγίας για μια Αγγλία όπου η ζωή ήταν καλή για τη μεσαία τάξη. Με αφετηρία τη δεκαετία του ’80 και τη Μάργκαρετ Θάτσερ, η βρετανική κοινωνία στράφηκε στον νεοφιλελευθερισμό. Νομίζω πως συγκαταλέγεται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες με τις μεγαλύτερες ανισότητες: ένα έθνος διχασμένο ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους. Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι, και το μοντέλο της σοκολατοβιομηχανίας Cadbury —ενός καλοπροαίρετου καπιταλισμού θα λέγαμε— μοιάζει αρκετά ελκυστικό σήμερα, σε σύγκριση με ό,τι μας περιβάλλει. Βέβαια το μοντέλο αυτό ανήκε σε μια εποχή όπου δεν αναγνωρίζονταν τα δικαιώματα των γυναικών, των ομοφυλοφίλων, των μαύρων, κυρίως· ήταν μια φρικτή περίοδος για τα μέλη αυτών των μειονοτήτων. Προσπάθησα να φανώ αμερόληπτος απέναντι σε κάθε εποχή που απεικονίζεται σε αυτό το μυθιστόρημα, επιδιώκοντας να αναδείξω τα καλά και την ασχήμια τους». (από συνέντευξη του Κόου στο περιοδικό των εκδόσεων Gallimard).

Η Μαίρη και ο σύζυγός της Τζέφρι, τα τρία παιδιά τους Τζακ, Μάρτιν και Πίτερ, με τις αντίστοιχες νύφες που τους χαρίζουν πέντε εγγόνια, ο γάτος Τσάρλι, οι γείτονες τους Σίλα και Κόλιν, μαζί με μια ντουζίνα ακόμα δευτεραθλητών που τρέχουν στο κουλουάρ της αφήγησης, βιώνουν έρωτες και απογοητεύσεις, γεννητούρια και θανάτους, εισόδους στην Ε.Ο.Κ (!) και εξόδους αλά Brexit. Παρακολουθούν τους Εργατικούς να σαρώνονται από τη Θάτσερ αλλά και να επιστρέφουν με τον Τόνι Μπλερ, διαβάζουν τις ανταποκρίσεις του διαπιστευμένου στις Βρυξέλλες και φαιδρού, όπως τον θεωρούσαν τότε, δημοσιογράφου Μπόρις Τζόνσον, που αργότερα το έθνος θα τον χρήσει πρωθυπουργό-κουμανταδόρο της μοίρας του, μασουλώντας πάντα σοκολάτες Cadbury και πάντα ενώπιον μιας τηλεόρασης που αναμεταδίδει ζωντανά την τύχη της ζωής τους. 

Εν τω μεταξύ ο χρόνος τρέχει. Κτίρια του εργοστασίου σοκολάτας, που δεν έχει πια τόση ζήτηση, θα μετατραπούν σε θεματικό πάρκο καθώς η σύγχρονη ζωή και οι νέες ανθρώπινες κοινότητες που εισβάλλουν στο ειρηνικό καταφύγιο του Μπόρνβιλ στο Μπέρμινγχαμ θα αλλάξουν εντελώς τη ρότα. Η Μαίρη και η χώρα βιώνουν τη δίνη ρευστών καιρών. Θα μπορέσει άραγε η οικογένεια και η πατρίδα της να ενωθούν ή θα καταλήξουν απομακρυσμένοι, αποκομμένοι και διαιρεμένοι όσο ποτέ; Ο συγγραφέας, ταχυδακτυλουργικά, από παντογνώστης αφηγητής παραχωρεί στους ήρωές του την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Άλλες στιγμές δε διστάζει να καταφύγει στις συντμήσεις και τις αρετές που προσφέρουν το επιστολικό μυθιστόρημα, ή η γλώσσα της μουσικής, που, επίσης, αποτελεί στοιχείο της βρετανικότητας: από τις μελωδίες του Γκαμπριέλ Φωρέ, για τρίο σε ρε ελάσσονα, ως το God Save the Queen των Sex Pistols, ο Κόοου αρμολογεί τη συνοχή του βιβλίου του με νότες, όπως η παρτιτούρα υπαγορεύει στους εκτελεστές το μέτρο, το τέμπο, το συναίσθημα και τις αυξομειώσεις του. 

«Το πρώτο πράγμα που μου προσφέρει είναι ένα τσάι και ένα Cadbury crème egg. Είμαι πενήντα εννιά χρονών, αλλά οπότε με βλέπει η μητέρα μου, πάντα μου δίνει σοκολάτα. Δεν μπορεί να αντισταθεί. Αυτή τη φορά φέρνω αντίρρηση στην αρχή, αλλά μου λέει “Αχ, έλα τώρα· όταν κάποιος έχει βαρεθεί τη σοκολάτα, σημαίνει πως έχει βαρεθεί και τη ζωή του. Ποιος το είπε αυτό να δεις;” Της απαντάω ότι το είπε ο Σάμιουελ Τζόνσον και ότι αναφερόταν στο Λονδίνο και όχι στη σοκολάτα, αλλά εκείνη απλώς γελάει και λέει ότι ισχύει και σε αυτή την περίπτωση. Παρατηρώ πως σήμερα δεν αγγίζει τη σοκολάτα. Δείχνει να μην έχει πολλή όρεξη. Τρώγοντας σάντουιτς στον κήπο, μιλάμε πολύ για το παρελθόν. Ίσως λόγω της ηλικίας μου, έχω αρχίσει να ενδιαφέρομαι για την ιστορία της οικογένειάς μου και η μητέρα μου είναι μάλλον η μόνη που έχει απομείνει πλέον με ανεξίτηλες αναμνήσεις συγγενών που πέθαναν τη δεκαετία του ’40 και ’50. Μιλάμε για το μέλλον, για τα εγγόνια και τα δισέγγονά της και για όσα ελπίζει να κάνουν στη ζωή τους. Μουσικός και η ίδια χαίρεται να μαθαίνει νέα της Λόρνα. Και φυσικά μιλάμε για την πανδημία. Όμως στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασία για ποιο θέμα συζητάμε. Το σημαντικό είναι το γεγονός ότι μιλάμε. Και ακόμα πιο σημαντικό ότι είμαστε μαζί στον ίδιο χώρο, με τα σώματά μας να παίρνουν ενέργεια από την εγγύτητά τους». Ένα πολύ δυνατό και υπέροχα συγκινητικό βιβλίo για τη Μεγάλη Βρετανία του χθες και τη μικρή Βρετανία του τώρα.