Βιβλιο

«Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν: 50 χρόνια μετά είναι ακόμα επίκαιρο

Το βιβλίο καταλύτης για τη διάσπαση της ευρωπαϊκής αριστεράς

A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ»: Το τρίτομο βιβλίο του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν για το σοβιετικό καθεστώς

Ο Ρώσος συγγραφέας Αλεξάντερ Σολζενίτσιν αφιέρωσε το βιβλίο του «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» «σε όσους δεν επέζησαν για να αφηγηθούν την ιστορία»· το πώς το σοβιετικό καθεστώς προγραμμάτισε και πραγματοποίησε μια επιχείρηση μαζικής απανθρωποποίησης. Το βιβλίο του Σολζενίτσιν ήταν το δεύτερο μεγάλο σοκ που περίμενε την παγκόσμια φιλοσοβιετική αριστερά μετά τις αποκαλύψεις για τις δίκες της Μόσχας και τις σταλινικές εκκαθαρίσεις. Είχαν προηγηθεί πολλές μαρτυρίες γύρω από τη φύση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»: εκτός από τα πρακτικά του 20ού και του 22ου συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, όποιος ήθελε να μάθει τι συνέβαινε πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα μπορούσε να ρίξει μια ματιά στο «Επέλεξα την ελευθερία» του Βίκτορ Κραβτσένκο – το οποίο σκόνταψε στη δυσπιστία της αριστεράς και απερρίφθη ως προϊόν κακόβουλης αντισοβιετικής προπαγάνδας (bad timing: εκδόθηκε το 1946, όταν η ΕΣΣΔ και ο Στάλιν βρίσκονταν στο απόγειο της δόξας τους). Εξάλλου, ο ίδιος ο Σολζενίτσιν είχε δημοσιεύσει το μυθιστόρημα «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», το οποίο είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία προκαλώντας ταυτοχρόνως ρωγμές στην αριστερή πίστη.

Παρά το πλήθος των πληροφοριών που διέρρεαν από τα σοβιετικά σύνορα, το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», ένα χρονικό της ζωής στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης στο εξωτερικό. Πολλοί κατηγόρησαν τον Σολζενίτσιν για μυθομανία, ακόμα και για προδοσία χρηματοδοτημένη από τις γνωστές-άγνωστες σκοτεινές δυνάμεις στη Δύση. Για όλα αυτά, το έργο του μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο, ή κυρίως, στο κοινωνικό και πολιτικό συγκείμενο και αποτέλεσε ένα από τα επιχειρήματα της ιδεολογικής και πολιτισμικής διαμάχης ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Ο Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν γεννήθηκε το 1918 στο Κίσλοβοντσκ, σπούδασε μαθηματικά στο Ροστόφ και παρακολούθησε μαθήματα δι’ αλληλογραφίας στο Ινστιτούτο Φιλοσοφίας, Λογοτεχνίας και Ιστορίας της Μόσχας, το οποίο τότε δίδασκε μαρξιστική διαλεκτική και σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ υπηρετούσε στον Κόκκινο Στρατό, ειρωνεύτηκε τον Στάλιν στην αλληλογραφία του με τον φίλο του Νικολάι Βίτκεβιτς και συνελήφθη ως «εχθρός του λαού». Στις 7 Ιουλίου 1945 καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια καταναγκαστικής εργασίας κι όταν αφέθηκε ελεύθερος τον Φεβρουάριο του 1953 δεν είχε δικαίωμα να επιστρέψει στη Ρωσία: πήγε στο νότιο Καζαχστάν, όπου δίδασκε μαθηματικά σε σχολείο, μέχρι τον Απρίλιο του 1956, όταν ο Χρουστσόφ παραχώρησε αμνηστία στους εξορίστους του εσωτερικού. Το 1962, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», στο οποίο αφηγούνταν τις εμπειρίες του από το στρατόπεδο: το 1962, το πολιτικοοικονομικό κλίμα στην ΕΣΣΔ επέτρεπε την κυκλοφορία ενός αντισταλινικού κειμένου, που παρουσίαζε τις πολιτικές διώξεις ως μαζικό φαινόμενο και όχι ως αποτέλεσμα ατομικών «σφαλμάτων» ή υπέρμετρου ζήλου της σταλινικής εξουσίας. Όπως ήταν φυσικό, το περιεχόμενο του μυθιστορήματος και το ίδιο το γεγονός ότι είχε εκδοθεί ελεύθερα στην ΕΣΣΔ είχε σημαντικό αντίκτυπο στη Δύση. Ο Σολζενίτσιν έγινε σύμβολο της «τήξης των πάγων», αλλά, όταν παραμερίστηκε ο Χρουστσόφ και ανήλθε στην εξουσία ο Μπρέζνιεφ, η σκληρή λογοκρισία επικράτησε πάλι και, για λίγο καιρό, εντάθηκαν οι διώξεις των συγγραφέων. Τότε, ο Σολζενίτσιν απηύθυνε ανοιχτή επιστολή στο Τέταρτο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων –η οποία δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα Le Monde– όπου καταδίκαζε την αυθαίρετη ανάμειξη του σοβιετικού κράτους στη λο-γοτεχνία, τόνιζε ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός είχε χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και ζητούσε την αποκατάσταση του Μπαρίς Παστερνάκ, της Άννας Αχμάτοβα, του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και άλλων συγγραφέων και καλλιτεχνών οι οποίοι είχαν δεινοπαθήσει από το σοβιετικό καθεστώς. Το 1969 η Ένωση Συγγραφέων της Ρωσικής Ομοσπονδίας απέβαλε τον Σολζενίτσιν χωρίς να του επιτρέψει  να εξηγηθεί. Απαγορεύτηκε το βιβλίο του «Πτέρυγα καρ-κινοπαθών» όπου περιέγραφε την καθημερινότητα σε μια νοσοκομειακή φυλακή υπό το σταλινικό καθεστώς, καθώς και το «Πρώτος κύκλος», γύρω από τις εμπειρίες των επιστημόνων που βρίσκονταν υπό κράτηση σε ένα ερευνητικό κέντρο επί Στάλιν. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το 1970 η σουηδική Ακαδημία απένειμε στον Σολζενίτσιν το βραβείο Νόμπελ για «την ηθική δύναμη με την οποία επεδίωξε να προωθήσει τις αναντικατάστατες αξίες της ρωσικής λογοτεχνίας».

Η διεθνής φήμη του Σολζενίτσιν κορυφώθηκε με τη δημοσίευση, το 1973, του πρώτου τόμου του βιβλίου «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», που είχε γράψει στη διάρκεια της δεκαετίας 1958-68. Ο Ρώσος συγγραφέας αποκάλυπτε ότι ήταν ο Λένιν, όχι ο Στάλιν, που είχε οργανώσει το σύστημα της καταναγκαστικής εργασίας – σήμερα ξέρουμε ότι ήταν το τσαρικό καθεστώς αλλά ο Σολζενίτσιν δεν ασχολήθηκε ποτέ με όσα είχαν συμβεί στη Ρωσία πριν από το 1917.

Ο Σολζενίτσιν ολοκλήρωσε το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» σε μια φάρμα στην Εσθονία, κοντά στο Τάρτου. Μόλις το βιβλίο κυκλοφόρησε στο Παρίσι ως πολυγραφημένο φυλλάδιο «σαμιζντάτ», συνελήφθη με την κατηγορία της «εθνικής προδοσίας», αλλά μετά την κατακραυγή του διεθνούς Τύπου αφέθηκε ελεύθερος. Και στη συνέχεια απελάθηκε. Με τη βοήθεια του Χάινριχ Μπελ πήγε στη Ζυρίχη και αργότερα στις ΗΠΑ, όπου εγκαταστάθηκε σε ένα κτήμα στο Βερμόντ – εκεί έμεινε, βαρύθυμος και παραπονούμενος, μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Αν και δεν περίμενε ότι θα επιστρέψει στην πατρίδα του, για την οποία ένιωθε νοσταλγία, το 2008 ο Σολζενίτσιν πέθανε πλήρης ημερών στη Μόσχα.

Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται στο σύμπλεγμα των στρατοπέδων –που ο συγγραφέας παρομοιάζει με σύμπλεγμα νησιών– το οποίο επόπτευε για εβδομήντα χρόνια η ειδική υπηρεσία με το αρτικόλεξο ΓΚΟΥΛΑΓΚ. «Με σφιγμένη την καρδιά, χρόνια ολόκληρα δεν δημοσίευα αυτό το έτοιμο βιβλίο: Το χρέος προς τους ζωντανούς βάραινε περισσότερο από το χρέος προς τους νεκρούς. Τώρα όμως που η Υπηρεσία Ασφαλείας το έχει πια στα χέρια της, δεν μου απομένει άλλη λύση παρά να το δημοσιεύσω» έγραφε το 1973. «Σ’ αυτές τις σελίδες δεν υπάρχουν ούτε φανταστικά πρόσωπα, ούτε φανταστικά γεγονότα. Άνθρωποι και τοποθεσίες αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονόματα. Αν μερικοί αναφέρονται με τα αρχικά τους, συντρέχουν προσωπικοί λόγοι. Κι αν άλλοι παραμένουν ανώνυμοι, οφείλεται στο ότι η μνήμη μου δεν συγκράτησε τα ονόματα – ωστόσο, όλα έγιναν ακριβώς όπως τα περιγράφω». [...] «Πώς πηγαίνει κανείς σ’ αυτό το μυστηριώδες Αρχιπέλαγος; Κάθε ώρα πετούν για εκεί αεροπλάνα, φεύγουν πλοία, τρένα κροταλίζουν ξεφυσώντας, αλλά δεν υπάρχει ούτε μια επιγραφή που να δείχνει τον προορισμό τους. Οι υπάλληλοι στις θυρίδες των εισιτηρίων και οι πράκτορες της Σοβτουρίστ (τουρισμός εσωτερικού) και της Ιντουρίστ (τουρισμός εξωτερικού) θα απορήσουν αν ζητήσετε εισιτήριο για εκεί. Δεν ξέρουν, δεν έχουν ακούσει τίποτα ούτε για το Αρχιπέλαγος και για τα πολυάριθμα νησάκια του. Όσοι πηγαίνουν στο Αρχιπέλαγος για να το διοικήσουν, είναι απόφοιτοι των σχολών του Υπουργείου Εσωτερικών· όσοι πηγαίνουν για να το περιφρουρήσουν είναι στρατιωτικοί. Όσοι πηγαίνουν εκεί για να πεθάνουν, όπως εσείς κι εγώ, αναγνώστες μου, πρέπει πρώτα να συλληφθούν. Η σύλληψη: περιττό να πει κανείς ότι είναι η ανατροπή ολόκληρης της ζωής· ένα αστροπελέκι που χτυπάει τον άνθρωπο κατακέφαλα· μια ψυχική αναστάτωση που μερικοί δεν μπορούν να συνηθίσουν και γλιστράνε στην παραφροσύνη. Ο κόσμος έχει τόσα κέντρα όσα και ζωντανά πλάσματα. Ο καθένας μας είναι κέντρο του κόσμου κι όταν κάποιος σφυρίζει: “Συλλαμβάνεσαι!” ο κόσμος θρυμματίζεται».

Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» τάραξε την αριστερή διανόηση, πυροδοτώντας δημόσιες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις με μακροπρόθεσμες συνέπειες για την πολιτική και πνευματική ζωή των δύο τελευταίων δεκαετιών του Ψυχρού Πολέμου. Στη Γαλλία, η έκδοσή του συνέβαλε στην αλλαγή στάσης προς το σοβιετικό καθεστώς, ανοίγοντας τον δρόμο για τα φιλελεύθερα, μετριοπαθή δημοκρατικά και μεταμοντέρνα πολιτικά προτάγματα. Στην ΕΣΣΔ, δημιούργησε προβλήματα στην εξουσία: ο Σολζενίτσιν θεωρήθηκε πιο επικίνδυνος από τον Παστερνάκ, συγγραφέα του «Δόκτωρ Ζιβάγκο»: ο Παστερνάκ δεν συμμετείχε στη δημόσια ζωή, ενώ ο Σολζενίτσιν, με τη ζωηρή, ακτιβιστική ιδιοσυγκρασία του, έκανε ιδεολογικό αγώνα υπέρ της σλαβοφιλίας και της χριστιανικής ορθοδοξίας.

Τo «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» έγινε, με το πέρασμα του χρόνου, μια από τις πολλές μαρτυρίες για ένα καθεστώς που είχε μεγάλη δημοτικότητα στην Ευρώπη. Αν και είχε προηγηθεί ο Βαρλαάμ Σαλάμοφ με τις «Ιστορίες από την Κολυμά» (που εκδόθηκε στα ελληνικά μόλις το 2011), ο ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Παλαιστίνης Γιόζεβ Μπέρκερ-Mπαρτσιλάι με το «Ναυάγιο μιας γενιάς» (1971) και το Γιουγκοσλάβος κομμουνιστής Κάρλο Στάινερ με το «7.000 μέρες στη Σιβηρία» (επίσης το 1971), ο Σολζενίτσιν με το «Αρχιπέλαγος» είχε απείρως μεγαλύτερη επιρροή. Ως Ρώσος τού έλειπε εντελώς η δημοκρατική παιδεία: πίστευε περισσότερο στις υποχρεώσεις παρά στα ανθρώπινα δικαιώματα – και παρ' όλ' αυτά, έγινε σύμβολο των αγώνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πάπυρος σε μετάφραση Σίρας Κύρου (τόμος 1) και Δημήτρη Τριανταφυλλίδη (τόμος 2 και 3).