Βιβλιο

Claire Keegan, «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά»: Τα χαμένα κορίτσια του πλυσταριού

Ένα μικρό, συγκινητικό βιβλίο για τα Χριστούγεννα και για το νόημα της ανθρωπιάς, της συμπόνιας και της αγάπης

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Για τη νουβέλα της Claire Keegan, «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» (μετάφραση Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Ένα μικρό, κομψά γραμμένα βιβλίο που θα διαβάσετε μέσα σε ένα ήσυχο απόγευμα και θα σας αρέσει πολύ. Είναι πολύ σκληρό, παρ’ όλα αυτά, και μάλιστα σε δύο επίπεδα.

Βρισκόμαστε σε μία μικρή πόλη της Ιρλανδίας το 1985, και η οικονομική κρίση χτυπά τους πάντες. Κυριολεκτικά. Ακόμη και αυτοί που ξεχωρίζουν τρομερά από όλους τους άλλους, στην ουσία ίσα που τα καταφέρνουν να μην πεινάνε. Όλοι οι υπόλοιποι όμως δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν για τα αναγκαία, και μέχρι και τα σκυλιά στον δρόμο γυρνούν υποσιτισμένα καθώς δεν βρίσκουν τίποτε στα σκουπίδια για να φάνε. Και όλα αυτά ενώ έφτασε ήδη ο χειμώνας, που μάλιστα είναι βαρύς. Οι περισσότεροι πελάτες του Μπιλ Φέρλονγκ, του πρωταγωνιστή αυτής της πανέμορφης νουβέλας, δεν μπορούν να τον ξοφλήσουν.

Ο Φέρλονγκ εμπορεύεται καυσόξυλα και κάρβουνα, και είναι ένας από τους προνομιούχους, κι ας ξεκίνησε από το μηδέν — αν όχι από ακόμη πιο χαμηλά, καθώς η μητέρα του, μια υπηρετριούλα, τον γέννησε στα δεκάξι της, ενώ ο ίδιος δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του. Μπορεί λοιπόν να δουλεύει από τα χαράματα ώς αργά το βράδυ, κάθε μέρα, ακόμη και τα Σαββατοκύριακα, ωστόσο η μικρή εταιρία του στέκεται καλά στα πόδια της, οι άντρες που έχει στη δούλεψή του τον εκτιμούν και πληρώνονται όπως πρέπει και στην ώρα τους, ενώ και ο ίδιος, η σύζυγός του και οι πέντε τους κόρες έχουν ένα ζεστό σπιτικό, είναι πάντα χορτάτοι και έχουν, δεδομένων των συνθηκών, ό,τι θέλουν — αν και θέλουν ελάχιστα: ακόμη και τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους είναι μετρημένα και αυστηρά κοστολογημένα. Κι αν η ζωή φαίνεται στον Φέρλονγκ άδικη, και σκληρή, μέχρι και μάταιη, σπάνια αφήνει περιθώριο σε αρνητικά συναισθήματα να τον καταβάλλουν. Σφίγγει τα δόντια, και συνεχίζει.

Εκεί όμως που όλα θα αλλάξουν είναι όταν μια μέρα θα πάει στο μοναστήρι για να αφήσει ένα φορτίο καυσόξυλα, μια παραγγελία από την ηγουμένη, και θα πέσει τυχαία επάνω σε ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι τι; Δόκιμη μοναχή μήπως; Ή κάτι άλλο; Και τι δουλειά είχε μέσα σε εκείνο το αποπνικτικό δωματιάκι; Γιατί έμοιαζε κακοποιημένη; Και γιατί τού ζήτησε να την πάρει από εκεί;…

Ο κόσμος του Φέρλονγκ θα έρθει τα πάνω κάτω εκείνα τα σημαδιακά Χριστούγεννα. Και ίσως θα χρειαστεί να πάρει κάποιες γενναίες αποφάσεις.

Παρότι μικρά σε δέμας, τα «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» έλαβαν μια σπουδαία υποψηφιότητα για το Βραβείο Booker, χάρη στην ιστορία που αφηγούνται, την ωραία τους γλώσσα, τη δύναμη που κρύβουν οι λέξεις τους, το γνοιάξιμο για τις μικρές λεπτομέρειες της ζωής και της καθημερινότητας, και το συγκλονιστικό τους τέλος.

* * *

Ας διαβάσουμε ένα μικρό απόσπασμα από το Κεφάλαιο 4, στην ωραία μετάφραση της Μαρτίνας Ασκητοπούλου:

Ήταν ένας Δεκέμβρης με κοράκια. Κανείς τους δεν είχε δει ξανά τόσα πολλά, να συγκεντρώνονται σε μαύρα σμήνη στα περίχωρα της πόλης κι έπειτα να εισβάλλουν, να περιφέρονται καμαρωτά στους δρόμους με τα κεφάλια ψηλά και, όλο θράσος, να κάθονται σε όποιο ύψωμα τους έκανε κέφι, να θηρεύουν ό,τι ήταν πια νεκρό ή να ρίχνονται πονηρά σε ό,τι έμοιαζε φαγώσιμο στους δρόμους, μέχρι να κουρνιάσουν τη νύχτα στα μεγάλα, γέρικα δέντρα γύρω από το μοναστήρι.

Το μοναστήρι έμοιαζε πανίσχυρο πάνω στον λόφο πέρα από το ποτάμι, με τις μαύρες, ορθάνοιχτες πύλες του και τα αμέτρητα ψηλά, αστραφτερά παράθυρα με θέα στην πόλη. Όλο τον χρόνο, ο κήπος μπροστά στο μοναστήρι ήταν περιποιη­μένος, με το γρασίδι κουρεμένο, τους διακοσμητικούς θάμνους στοιχισμένους στην εντέλεια, τις ψηλές συστάδες του φράχτη κομμένες σε τετράγωνα σχήματα. Μερικές φορές, μικρές εστίες φωτιάς ξεπηδούσαν εκεί γύρω, με τον παράξενο, πρασινωπό καπνό τους να ταξιδεύει χαμηλά πέρα από το ποτάμι και μέσα από την πόλη ή πιο μακριά προς το Γουότερφορντ, ακολουθώντας την κατεύθυνση του ανέμου. Ο καιρός ήταν πιο ξηρός και πιο ψυχρός και οι άνθρωποι σχολίαζαν τι όμορφο που ήταν το μοναστήρι, σαν χριστουγεννιάτικη κάρτα με τους βαθυπράσινους ίταμους και τα πεύκα πασπαλισμένα με πάγο, και πως τα πουλιά, για κάποιον λόγο, δεν είχαν αγγίξει ούτε έναν καρπό από τους ιερούς θάμνους· το ’χε πει κι ο γερο-κηπουρός.

Οι μοναχές του Καλού Ποιμένος, υπεύθυνες για τη μονή, λειτουργούσαν μια σχολή για νεαρά κορίτσια, παρέχοντάς τους τη βασική μόρφωση. Είχαν επίσης κι ένα πλυσταριό. Λίγα πράγματα ήταν γνωστά για τη σχολή, αλλά το πλυσταριό είχε καλή φήμη: εστιατόρια και ξενώνες, γηροκομεία και νοσοκομεία, και όλοι οι ιερείς και τα εύπορα νοικοκυριά έστελναν εκεί την μπουγάδα τους. Οι φήμες έλεγαν πως ό,τι πήγαινε εκεί για πλύσιμο, είτε ήταν ένας μπόγος σεντόνια είτε ήταν απλώς μερικά μαντίλια, επέστρεφε σαν καινούργιο.

Κι άλλα πολλά ακούγονταν για αυτό το μέρος. Κάποιοι έλεγαν ότι τα κοριτσάκια της σχολής, όπως τις αποκαλούσαν, δεν ήταν πραγματικά μαθήτριες, αλλά νεαρές αμφιβόλου ηθικής υπό αναμόρφωση που προσπαθούσαν ολημερίς να εξιλεω­θούν πλένοντας λεκέδες από βρόμικα σεντόνια, και ότι δούλευαν από το ξημέρωμα μέχρι αργά τη νύχτα. Η νοσοκόμα της περιοχής είχε αναφέρει ότι την είχαν φωνάξει να δει μια δεκαπεντάχρονη που είχε κιρσούς στα πόδια από την πολύωρη ορθοστασία πάνω απ’ τη σκάφη. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι οι ίδιες οι μοναχές έφτυναν αίμα πλέκοντας μάλλινα πουλόβερ και περνώντας τις χάντρες στα ροζάρια που προορίζονταν για εξαγωγή, ότι είχαν χρυσή καρδιά και μάτια κουρασμένα, κι ότι δεν τους επιτρεπόταν να μιλούν, μόνο να προσεύχονται, ότι κάποιες δεν έβαζαν στο στόμα τους παρά μόνο ψωμί με βούτυρο ως το απομεσήμερο, αλλά δικαιούνταν ένα ζεστό γεύμα αργά το απόγευμα, όταν είχαν τελειώσει τη δουλειά τους. Άλλοι ορκίζονταν ότι το μέρος δεν διέφερε πολύ από οικοτροφεία για μητέρες και βρέφη, όπου ανύπαντρα κορίτσια ταπεινής καταγωγής πήγαιναν να κρυφτούν μετά τη γέννα, λέγοντας ότι ήταν οι δικοί τους άνθρωποι που τις έκλεισαν εκεί, ότι πλούσιες οικογένειες στην Αμερική ή στην Αυστραλία είχαν υιοθετήσει τα νόθα παιδιά τους, ότι οι μοναχές έβγαζαν πολλά λεφτά στέλνοντας τα μωρά στο εξωτερικό, ότι ήταν μια καλοστημένη επιχείρηση.

Οι άνθρωποι όμως λέγανε πολλά – ούτε τα μισά δεν μπορούσες να πιστέψεις· δεν έλειψαν ποτέ αργόσχολοι ή κουτσομπόληδες από αυτή την πόλη.

Ο Φέρλονγκ επέλεγε να μην πιστεύει τίποτα απ’ όλα αυτά, αλλά ένα απόγευμα επισκέφτηκε τη μονή με μια παραγγελία πολύ πριν από την προγραμματισμένη παράδοσή της, και καθώς δεν βρήκε κανέναν στην είσοδο, προσπέρασε την αποθήκη με τα κάρβουνα στην άκρη του τοίχου, έσυρε τον σύρτη της βαριάς πόρτας και την έσπρωξε να ανοίξει, αποκαλύπτοντας ένα περιβόλι με δέντρα, με τα κλαριά τους γεμάτα φρούτα: κόκκινα και κίτρινα μήλα, αχλάδια. Πλησίασε θέλοντας να κλέψει ένα φακιδιασμένο αχλάδι, αλλά μόλις η μπότα του άγγιξε το γρασίδι, ένα σμήνος αφηνιασμένες χήνες άρχισαν να τον κυνηγούν. Όταν έκανε πίσω, εκείνες ανασηκώθηκαν στα πόδια τους, χτύπησαν τα φτερά τους τεντώνοντας τον λαιμό τους θριαμβευτικά και του έκρωξαν.

Συνέχισε προς ένα μικρό, φωτισμένο παρεκκλήσι όπου βρήκε καμιά δεκαριά νεαρές γυναίκες και κορίτσια, πεσμένες στα γόνατα με κουβάδες γεμάτους παλιακό γυαλιστικό λεβάντας και κουρέλια, να γυαλίζουν μετά μανίας με κυκλικές κινήσεις το δάπεδο. Μόλις τον είδαν, τινάχτηκαν σαν να τις είχε χτυπήσει το ρεύμα – εκείνος, απέναντι τους, να ζητάει την αδελφή Κάρμελ, και μήπως ήταν εκεί; Όλες τους χωρίς παπούτσια, περιφέρονταν με μαύρες κάλτσες και κάτι αποκρουστικά, γαριασμένα φορέματα. Ένα κορίτσι είχε κριθαράκι στο μάτι και τα μαλλιά ενός άλλου ήταν τόσο άγαρμπα κουρεμένα σαν να τα είχε πάρει κάποιος τυφλός με το κλαδευτήρι.

Ήταν εκείνη που τον πλησίασε.

«Κύριε, θα μας βοηθήσετε;»

* * *

Η Claire Keegan γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1968. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στο New Yorker, στο Paris Review, και στο Granta και έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες. Το «Antarctica» (συλλογή διηγημάτων, 1999) κέρδισε το Rooney Prize for Irish Literature και ήταν ένα από τα βιβλία της χρονιάς σύμφωνα με τους Los Angeles Times. Το «Walk the Blue Fields» (συλλογή διηγημάτων, 2007) κέρδισε το Edge Hill Prize για την καλύτερη συλλογή διηγημάτων. Το «Foster» (νουβέλα, 2010) κέρδισε το Davy Byrnes Award. Τα «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» κυκλοφόρησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2021 και χαρακτηρίστηκαν αριστούργημα από τους κριτικούς.