Βιβλιο

Απόστολος Δοξιάδης, «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε»: Η αναζήτηση του μη-αλλοτριωμένου εαυτού

Ο Δοξιάδης στο νέο του βιβλίο φτιάχνει μονοπάτια που συνδέουν το παρελθόν, το παρόν και προαπεικονίζουν το μέλλον

Σάββας Σαββόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η «εργασία του αρνητικού» και του νέου βιβλίου «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε» του Απόστολου Δοξιάδη.

Ο καιρός της πανδημίας έσπρωξε τους περισσότερους από μας στη μοναξιά που θρέφει τα καταθλιπτικά και τα καταδιωκτικά άγχη. Κάποιοι συμπολίτες βυθίστηκαν σε μια ψυχική ερήμωση, που τους οδήγησε στην αρρώστια ή και στον θάνατο.

Ο χρόνος που μοιραζόμαστε με τους άλλους μοιάζει να σταμάτησε. Ο κόβιντ, η επιστήμη, οι επιτροπές, οι αρχές, ο γείτονας που φοβόμαστε ότι είναι μολυσμένος μας κλέβουν το χρόνο, τη ζωή. Ο καθένας κλείστηκε στον εαυτό του, στην καλύτερη περίπτωση, οχυρώθηκε στην οικογένειά του· Κι όμως ανησυχεί. Δεν το ξέρει. Δεν του μένει τίποτα άλλο από τη σκέψη. Το ίδιο κι όταν η αγωνία και η μελαγχολία τον κατακλύζουν. Οι αναδρομές στο παρελθόν γίνονται επιτακτικές. Αναζητεί τα πρώτα άγχη που τον απείλησαν ότι θα εγκαταλειφθεί, θα αρρωστήσει, θα πεθάνει, ώστε να δώσει νόημα και θα εντάξει στην ιστορία του τα συναισθήματα που σκοτεινιάζουν ή συντρίβουν την ψυχή του. Κάποιοι συμπολίτες μας ταξίδεψαν μέσα στον εαυτό τους για να εξερευνήσουν στο σκοτάδι τους αναζητώντας τον ψυχικό χώρο, τον ψυχικό χρόνο που έμοιαζε οριστικά χαμένος. Κάποιοι σε αυτήν την Οδύσσεια ξαναβρήκαν τον χαμένο χρόνο, επανακτώντας ταυτόχρονα ένα κομμάτι του εαυτού τους περίμενε χρόνια να αποκαλυφθεί.

Ένα τέτοιο συναρπαστικό ταξίδι μάς προσφέρει ο Απόστολος Δοξιάδης στο βιβλίο του «Το τηλεφώνημα που δεν έγινε». Ο τρόπος αφήγησης στηρίζεται στη συνειρμική λειτουργία, γεγονός που τον βοηθά στην ιχνηλάτηση του ψυχισμού του. Έτσι φτιάχνει μονοπάτια που συνδέουν το παρελθόν, το παρόν και προαπεικονίζουν το μέλλον. Η αφήγηση αρχίζει με μια βαρετή κηδεία ενός αδιάφορου για εκείνον σκηνοθέτη, που έχασε νωρίς το δρόμο του στην τέχνη. Μετά την κηδεία κάποιος θα οργιστεί με τον Δοξιάδη και θα τον κατηγορήσει ότι πρόδωσε τον εαυτό του, πρόδωσε την τέχνη, επειδή δεν έδωσε συνέχεια σε αυτό που προμηνούσε η ασπρόμαυρη ταινία μικρού μήκους που είχε κάνει στην αρχή της εφηβείας του και πήρε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης για ταινίες μικρού μήκους που έκαναν μαθητές. Για αυτή την επιτυχία ο έφηβος τότε Απόστολος έδωσε συνέντευξη στην Ουάσινγκτον Ποστ, που αναδημοσιεύτηκε και στο ΒΗΜΑ. Ο Δοξιάδης εκτινάσσεται σε ένα χαμένο χωρο-χρόνο.

Είχε γράψει το σενάριο και είχε σκηνοθετήσει την ταινία σε ηλικία 14 ετών, όταν ήταν οικότροφος σε ένα σχολείο στην Ουάσιγκτον. Ο πατέρας του τον έστειλε. Υποτίθεται ότι εκείνη τη χρονιά, όλη η οικογένεια θα μετακινούταν στην Ουάσιγκτον και ο Απόστολος είχε προηγηθεί. Ο προγραμματισμός του πατέρα του όμως έπεσε στο κενό και ο Απόστολος βρέθηκε έξω από την οικογένεια και την αθηναϊκή καθημερινότητα σε μια αλλόκοτη πραγματικότητα. Ξένος και μόνος.

Βρήκε διαφυγή στην τέχνη και στη λογοτεχνία. Ο κινηματογράφος και τα ιερά του τέρατα, ο Μπέργκμαν, ο Κουροσάβα, ο Τρυφώ, ο Αντονιόνι και άλλοι, τον καλούσαν στους δρόμους που άνοιγαν για μια νέα κατανόηση της ζωής. Ελπίδα για μια άλλη ζωή;

Ο Απόστολος ψάχνει να βρει τον μικρό θησαυρό, την μπομπίνα με την ταινία που έφερε από την Αμερική. Ψάχνει παντού σε ράφια, σε πατάρια, σε υπόγεια, σε μπαούλα, σε κουτιά. Τίποτα. Όπως δεν βρίσκει και το άρθρο της Ουάσιγκτον Ποστ… Ως αναγνώστης του βιβλίου λέω: «ευτυχώς»! Γιατί τότε ακριβώς κινητοποιεί μια καταπληκτική ψυχική εργασία όπου συνεργάζονται ο Δοξιάδης - συγγραφέας με τον Δοξιάδη - ψυχαναλυτή για να βρουν το χαμένο χρόνο, να τον επανακτήσουν, ξανακερδίζοντας εκείνα τα κομμάτια του Εαυτού, που πληγωμένα είχαν λουφάξει μαζί με τον χρόνο σε απρόσιτους ψυχικούς χώρους.

Αρχίζει έτσι μια υποδειγματική «εργασία του αρνητικού», όπως ονομάζουμε την ψυχική διαδικασία πάνω σε αυτό που λείπει. Αναζητεί στον ψυχισμό και το σώμα του, στις σχέσεις του με τους άλλους αυτό που δεν έχει διαθέσιμο στην πραγματικότητα δηλαδή τη χαμένη μπόμπινα, το χαμένο άρθρο. Θα χρησιμοποιήσει κάθε στοιχείο που αντιλαμβάνεται. Τις μυρωδιές, το βλέμμα, τα ακούσματα, τα ψηλαφίσματα, τα όνειρα, τα λόγια της συζύγου του, τις κουβέντες των φίλων του, το τηλεφώνημα με τον πρωταγωνιστή της ταινίας… όλα αυτά γίνονται εφαλτήριο μιας λογοτεχνικής και ταυτόχρονα ευρηματικής ψυχικής διεργασίας. Εκεί που ο Δοξιάδης δεν βρίσκει το πράγμα καθ’ αυτό, αναζητεί την ψυχική του εικόνα, ανακαλύπτει τη λέξη, την ψυχή του πράγματος. Ψάχνει τις αιτίες που τον οδήγησαν να δημιουργήσει την ταινία, ψάχνει το νόημά της.

Στην Ουάσιγκτον πάγωσε η ψυχή του περισσότερο από μοναξιά, παρά από κρύο.

Είναι ο μαθητής Απόστολος, ο αλήτης της ασπρόμαυρης ταινίας που βρίσκει το νόμισμα και τρέχει στην τηλεφωνική καμπίνα χαρούμενος να καλέσει ένα νούμερο, κάτι που τελικά δεν κάνει; Όταν ο ήρωας δεν μιλάει με το αγαπημένο του πρόσωπο που επιθυμούσε να μιλήσει, (είναι ο απρόσιτος πατέρας;) με πιο κομμάτι του εαυτού του ταυτόχρονα δεν επικοινωνεί;

Ίσως ο αλήτης που δεν καταφέρνει να μιλήσει να είναι ο καθένας μας που δεν καταφέρνει να μιλήσει, να ζητήσει βοήθεια από τον σημαντικό άλλο, που τον φανταζόμαστε κουφό, αδιάφορο, δήθεν. Όπως κουφός, αδιάφορος, δήθεν, μπορεί να είναι ο καθένας μας.

Εκείνη την περίοδο ο Απόστολος έχει την ευκαιρία να ζητήσει βοήθεια όταν εμφανίζει ένα φόβο ότι έχει καρκίνο, όπως ο ήρωας του βιβλίου, το «Ημερολόγιο του αρχιτέκτονα ΔΜ», που του έφερε ο αρχιτέκτονας - πατέρας του. Ο ψυχολόγος Δοξιάδης στο Τηλεφώνημα θα ανακαλύψει ότι κάτω από το φόβο του καρκίνου κρύβονται η απουσία, η έλλειψη, η αντιπαράθεση με τον πατέρα, η αγωνία του θανάτου, την οποία γεννά αυτή η σύγκρουση.

Ο Απόστολος είναι αναγκασμένος να αγνοήσει, να «σκοτώσει» τον πατέρα του για να ζήσει ο ίδιος ψυχικά, για να αυτονομηθεί, να ανδρωθεί. Κάνει αυτό που οφείλει στον εαυτό του να κάνει ο καθένας μας. Υιοθετούμε την δική μας αρχιτεκτονική, την δική μας πολεοδομία, ανεξάρτητα πόσο μεγάλος ή μικρός «πολεοδόμος» είναι ο πατέρας μας. Αν δεν το κάνουμε, το κτήριο, η πόλη που φτιάχνουμε κάποια στιγμή θα καταρρεύσει.

Ο Απόστολος θα αναμετρηθεί επίσης με τα ιδεώδη που του κληρονομήθηκαν. Ιδεώδη που πρωτίστως απευθύνονται στα μάτια του άλλου, στα μάτια του γονιού και όχι στα μάτια του εαυτού. Τέτοια ιδεώδη υποχρεώνουν το άτομο σε μια διαρκή ταλάντωση ανάμεσα στην μεγαλομανία, το μεγαλείο και την μικρομανία, την μιζέρια. Η απάντηση του Δοξιάδη σε αυτό το αδιέξοδο δίλημμα δεν είναι άλλη από την αναζήτηση τού μη αλλοτριωμένου εαυτού. Προϋπόθεση το γκρέμισμα της ματαιοδοξίας όπως έγραφε ο συντετριμμένος Έζρα Πάουντ. Αυτή είναι και η αναγκαία συνθήκη να συνδεθείς με τον άλλο.