Βιβλιο

Η Μύκονος –κι ο κόσμος όλος– γέμισε Φιορούλες

Στην υπό έκδοση νουβέλα του «Η Φιορούλα», ο Παναγιώτης Κουσαθανάς εμπνέεται από ένα πραγματικό, γνωστό και εμβληματικό πρόσωπο του νησιού

Αντώνης Θεοχάρης Κιούκας
ΤΕΥΧΟΣ 774
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο σκηνοθέτης Αντώνης Θ. Κιούκας γράφει για την Μύκονο και για την υπό έκδοση νουβέλα «Η Φιορούλα» του Παναγιώτη Κουσαθανά (εκδ. Ίνδικτος)

Το πατρικό μου σπίτι βρίσκεται στο κέντρο της Χώρας της Μυκόνου, στη γειτονιά των ψαράδων, ανάμεσα στο διάσημο Ματογιάνι (τον εμπορικό δρόμο της Μυκόνου με τα γνωστά καταστήματα) και στην Αλευκάντρα (τη γειτονιά που τα σπίτια βυθίζονται στη θάλασσα). Σε αυτή τη γειτονιά υπάρχει μια παράξενη μικρή πλατεΐτσα, αλάνες τις λέμε στην Μύκονο, που κουβαλάει το στίγμα αυτού του μυστικού που ήταν η Μύκονος κάποτε και την έκανε γνωστή σε όλο τον κόσμο.

Κουσεγιάρες (1950) © Βούλα Θεοχάρη Παπαϊωάννου - Αρχείο Μουσείου Μπενάκη

Τη μία πλευρά αυτής της πλατείας, την ανατολική, την καλύπτουν 4 εκκλησίες η μία δίπλα στην άλλη (από τα αριστερά προς τα δεξιά: η Γριά Παναγιά, ο Αϊ Γιάννης ο Χρυσόστομος, ο Αϊ Βασίλης και ο Αϊ Δημήτρης). Οι εκκλησίες αυτές είναι γνωστές ως «οι Κουσεγιάρες», δηλαδή οι κουτσομπόλες. Γιατί στέκονται πλάι-πλάι στην ομώνυμη μικρή πλατεία και επικοινωνούν εσωτερικά –ανά δύο– μεταξύ τους. Τον Άϊ Γιάννη, τη μικρούλα με το αυλιδάκι, τον φροντίζει, κοντά δύο αιώνες τώρα, η οικογένειά μου. Βλέπεις όλες οι οικογένειες στην Μύκονο έχουν και κάποια εκκλησία να φροντίζουν από τις πάνω από 1.000 που υπάρχουν στο νησί.

Μια αλάνα που τη φωτογράφισαν και την ζωγράφισαν έκθαμβοι και έκπληκτοι πάμπολλοι καλλιτέχνες που πέρασαν από την Μύκονο τα χρόνια της αθωότητας.

Εδώ σε αυτή την αλάνα βρίσκεται και το σπίτι της Φιορούλας, της ηρωίδας της ομώνυμης -υπό έκδοση- νουβέλας του Παναγιώτη Κουσαθανά (εκδ. Ίνδικτος), εμπνευσμένης από ένα πραγματικό, γνωστό και εμβληματικό πρόσωπο του νησιού, που έζησε την περίοδο που αυτό πέρασε στην «άλλη πλευρά». (Οι πραγματικές χρονολογίες του βίου της Φ.: 1878-1968).

Μια γυναίκα, όπως λέει ο Κουσαθανάς στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, γεννημένη στο μικρό, φτωχό νησί του Αιγαίου το 1900 ζει ως τον θάνατό της το 1990 γνωρίζοντας τις ίδιες τύχες με το νησί και συμβιώνοντας με την ιστορία του: φτώχεια, ανέχεια, πείνα, στερήσεις, πόλεμοι, κατοχές, απανωτές στρατεύσεις των ανδρών από κοντά και η προσωπική καταλαλιά του κόσμου. Έχοντας από νέα χάσει στη θάλασσα τον άντρα της αλλάζει πολλά επαγγέλματα, για να ζήσει τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της, τέλος καταλήγει λούστρος στο νησί, όπου, τι ειρωνεία!, κανείς δεν φορά παπούτσια κι όλοι, ντόπιοι κι επισκέπτες, περπατούν χειμώνα-καλοκαίρι ξυπόλυτοι. Προς τα τέλη του χαλεπού βίου της έχοντας ήδη προλάβει να κάνει τη γνωριμία της με τον γυάλινο Κύκλωπα του Τουρισμού, που έφερε τα απάνω-κάτω στο νησί και τη χώρα, βλέπει επιτέλους να λυτρώνεται κάπως από τις έγνοιες του βιοπορισμού. Ωστόσο, με την πείρα που έχει αποκτήσει και με την εγγενή λαϊκή σοφία της διαβλέπει με ανησυχία τα νέα προβλήματα που αρχίζει να συσσωρεύει η νέα τάξη πραγμάτων και τα καυτηριάζει με σκωπτικό αυτοσαρκασμό: το «παράπονό» της είναι, ότι κάποτε ήταν η μοναδική δακτυλοδεικτούμενη γυναίκα στο νησί, τώρα όμως με τις αλλαγές που έφεραν οι μοντέρνοι καιροί, ο τόπος γέμισε μ’ ένα σωρό «Φιορούλες». Όταν φεύγει από τη ζωή παίρνει μαζί στην παράδεισο το εργαλείο του τελευταίου επαγγέλματός της, το κασελάκι του λούστρου, βέβαιη ότι κι εκεί θα το χρειαστεί: «…Κι αφού ούτε στον παράδεισο φοράει κανείς παπούτσια, τι άλλο να κάνει για να περάσει την ώρα της;, γυαλίζει αβέρτα ένα-ένα τα φτερά των αγγέλων με τα πολύχρωμα βερνίκια της…, κόκκινο, πράσινο, γαλάζιο, κι εκείνο το άλλο στο χρώμα της βακέτας για τα ψίδια, που φέρνει προς την ώχρα και το χρυσοπορτοκαλί. Τέλος, κάπου-κάπου και ολίγο μαύρο για υπενθύμιση ότι παντού, ακόμη και στην παράδεισο, το μαύρο της άλλης πλευράς δεν απολείπει».

Rofer Tourte, 1960

Προδημοσίευση: Παναγιώτης Κουσαθανάς «Οι Κουσεγιάρες»


(Προδημοσίευση αποσπάσματος από την υπό έκδοση νουβέλα του Παναγιώτη Κουσαθανά «Η Φιορούλα», εκδ. Ίνδικτος)

[…] Άγουρη παιδούλα η Φιορούλα, όπως συνηθιζ όταν εκείνα τα δύσκολα χρόνια, είχε χρηματίσει κι αυτή σαν τ’ άλλα φτωχά κοπελουράκια του νησιού δουλικό για μερικά χρόνια σ’ ένα σπιτικό αρχοντάδων της Αθήνας ‒ ούτε έναν ούτε δυο, αλλά τέσσερεις νταγλαράδες γυιους είχεν η οικογένεια χώρια τον πατέρα, έναν ευτραφή αρχοντάνθρωπο, όλοι τους με αξόδευτες ορμές […]. Στα υστερνά της, που δεν είχε πια δυνάμεις και η λαμπράδα της μπογιάς της, όπως είναι φυσικό, είχε ξεθωριάσει και δεν επερνούσε πια, από «καραβοπηδήχτρα» όπου την είχανε με αξιοσημείωτη ζήλια, φθόνο μάλλον, βαφτιζάμενη κάποιες «γνωστικές» συντοπίτισσές της, κάτι κακόστομες κουσεγιάρες, σκέτες αγλιές ζοφές που λόγο καλό για άνθρωπο δεν έχουν κι ούτε νερό δίνουνε στον ίδιο τον άγγελο ή τον δαίμονά τους, στα υστερνά της, λοιπόν, είχε καταλήξει από ανάγκη να κάνει το πιο παράλογο κι αχρείαστο επάγγελμα στο νησί. Έγινε ο πρώτος (και τελευταίος) θηλυκός λούστρος υποδημάτων σ’ έναν τόπο όπου κανείς δεν ήταν παπουτσωμένος κι όλοι επερπατούσαν ξυπόλυτοι!

Κουσεγιάρες (1967)

Έχουν διασωθεί αμέτρητες φωτογραφικές απεικονίσεις της Φιορούλας από τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής της, από την εποχή που άρχισε σιγά-σιγά να ξυπνά και να σαλαΐζεται από τη νάρκη του ο Γυάλινος Κύκλωπας, που αλλιώς τόνε λένε Τουρισμό κι είναι ξεφτέρι στο να ξετρυπώνει τους επιγής παράδεισους κι ύστερα να τους κάνει στάχτη […]. Θαύμα ιδείν ήταν το κασελάκι της, κατάκοσμο από διακοσμητικά καρφιά κι αστραφτερά φύλλα του πάφιλα κομμένα και καρφωμένα πάνω του σε διάφορα εντυπωσιακά σχέδια και σχήματα, κοχύλια της θαλάσσης, πούλουδα της γης και τ’ ουρανού αστρουλάκια, με τις βούρτσες και τα μποσάκια των βερνικιών στη σειρά με τάξη ‒ μαύρο, καφετί, κόκκινο, πράσινο, γαλάζιο κι άσπρο, κι ένα άλλο στο χρώμα της βακέτας για τα ψίδια που φέρνει προς την ώχρα και το χρυσοπορτοκαλί, όλα αυτά για να προσελκύσει πελάτες, να βγάλει το καθημερνό χρειαζούμενο, αν και με δυσκολία τα ’φερνε βόλτα.

Πάντα με το κασελάκι της και πάντα στον Γιαλό, όπου ήταν το μόνιμο ενδιαίτημα της, η Φιορούλα, μια γυναίκα με πολλά πρόσωπα κι άλλα τόσα κομματάκια, όπως το νησί της, συχνά αντιφατική κι αμπάντεχη, που για να τήνε καταλάβεις σε βάθος θά ’πρεπε να συναρμόσεις τα πρόσωπα και κομματάκια της ένα-ένα και όλα μαζί ‒ δύσκολη δουλειά. Πιο πολύ την έβλεπε ο Γιαλός τη Φιορούλα παρέ το σπιτικό της […] στα ούφια μιας αλάνας με αραδιασμένες στη σειρά πεντ’-ξι εκκλησιές, οπού ο ντόπιος κάτοικος τις λέει «Κουσεγιάρες». Οι «Κουσεγιάρες», με πρώτη και επιβλητικότερη στην αράδα την Κεραγριά-Παναγιά, όλη την ημέρα ώς τα σήμερα άλλο δεν κάνουν οι ευλοημένες κι αυτές, παρεκτός να κρατούν αλαμπρασέτο η μια την άλλη και να κάνουν τα «κουσέγια» τους, να «κουσεγιάρουν», παναπεί να φλυαρούν και να κουτσομπολεύουν τα καμώματα του ενού και του άλλου διαβάτη, που τυχαίνει να διαβεί από εμπροστά τους.

Και για να μη ξεχνιόμαστε με τις γλωσσικές αγάπες μας, για όποιον φιλοπερίεργο αναγνώστη αναρωτιέται πάλι από πού προέρχεται αυτή η παράξενη λέξη «κουσέ(γ)ι» ή «κουσέλι» (στον πληθυντικό «κουσέγια» ή «κουσέλια»), με δορυφόρο της το ρήμα «κουσεγιάρω», που αλλού το λένε «κουσελιάρω», πρέπει ανυπερθέτως να φανερώσω τη μακρινή, την παμπάλαια καταγωγή της, να μη βάλω σε παιδεία κι άλλον να ψάχνει σαν εμένα. Επιβάλλεται αυτό όμως και για έναν άλλον, σπουδαιότερο, λόγο: να νιώσει ο αναγνώστης τουλάχιστον για μια φορά την ίδια ανατριχίλα, τον ίδιο ίλιγγο που νιώθω κι εγώ κάθε που συλλογίζομαι ποιους δρόμους και παράδρομους βρίσκουν οι λέξεις ‒πλάσματα που αγαπούν όσο τίποτε άλλο την ελευθερία τους‒ για να τρυπολοΐσουν και να αλεοπουλαρίσουν, ώσπου να φτάσουν μετά από αιώνες εκεί όπου αυτές επιθυμούν και ρεόνται. Το «κουσέι» και το «κουσεγιάρω», λοιπόν, δεν είναι παρέ ένα από τα πάμπολλα απομεινάρια της μακρόχρονης βενετσιάνικης κατοχής του τόπου, περισσότερα κι από τα τούρκικα, ώς τα 1537, όταν κατάσφαξε τον πληθυμό του νησιού ο φοβερός Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσας. Η λέξη έλκει τα γεννοφάσκια της από το βενετσιάνικο consegio, σύσκεψη, συμβούλιο και στα ιταλικά consiglio, με ρήμα το concigliare, συσκέπτομαι, συμβουλεύομαι.

«Κουσέγια», λοιπόν, είναι οι συζητήσεις και τα διαβούλια, αλλά και τα συνεπακόλουθα κουτσομπολιά, οι ψίθυροι, τα μαλώματα κι οι φιλονικίες, που συχνά δεν απολείπουν και συνοδεύουν των ανθρώπων τις συνομιλίες, γενικώς είναι η ανταραχή και η αναστάτωση. Τέλος, «κουσεγιάρης» για τον άντρα και «κουσεγιάρα» για τη γυναίκα, δεν είναι μόνο το φλύαρο και κουτσομπόλικο, αλλά κάποτε και το εριστικό άτομο. Ιδού το, λοιπόν, ευσυνόπτως ελπίζω, το γοητευτικό ταξίδι της λέξης «κουσέι» από γλώσσα σε γλώσσα, από θάλασσα σε θάλασσα, από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη κι από νησί σε νησί, μια λέξη που δεν απέθανε σαν τόσες και τόσες άλλες, αλλά ακόμη ζει, αναπνέει και «κουσεγιάρει» αδιαλείπτως έως τις μέρες τις εδικές μας! […]


Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς

Παναγιώτης Κουσαθανάς (Μύκονος, 1945), ποιητής, πεζογράφος και μελετητής του πολιτισμού και της ιστορίας του γενέθλιου τόπου του. Έχει εκδώσει 35 βιβλία. Διακρίσεις: Βραβείο Μαρίας Περ. Ράλλη (1980), Λογοτεχνικά Κρατικά Βραβεία Χρονικού-Μαρτυρίας (2003) & Διηγήματος (2010), Μετάλλιο του Δήμου Μυκόνου (2011), Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (2014). Πρόσφατα βιβλία του: Ασύνταχτα μένουν τα δύσκολα (μυθιστόρημα, 2016), Παραμιλητά Γ΄ & ΣΤ΄ (μελετήματα, 2020), Το σεντούκι που γύρευε το κλειδί του (διηγήματα, 2020).


Οι Φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Βιβλιοθήκης Παναγιώτη Κουσαθανά και του Δημήτρη Κουτσούκου