Βιβλιο

Ποια βιβλία θα κυκλοφορήσουν τον Μάιο από τις Εκδόσεις Πατάκη;

Έτοιμοι για μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία μόλις ανοίξουν; Μάθαμε τι ετοιμάζουν οι εκδοτικοί.

A.V. Team
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυτές είναι οι νέες εκδόσεις που ετοιμάζει ο εκδοτικός οίκος Πατάκη για τον Μάιο του 2020 μετά την καραντίνα.

«Ο βασιλιάς της», Χρήστος Α. Χωμενίδης
Η πιο μοιραία, η πιο αρχαία ιστορία του κόσμου ειπωμένη από τον πιο παρεξηγημένο πρωταγωνιστή της. Στο καινούριο μυθιστορήμα του Χ.Α. Χωμενίδη ο Μενέλαος αποκτά φωνή. Και λέει τη δική του αλήθεια…
Για τους περισσότερους άντρες είναι απλό. Μπαίνουν στη θέση μου και καθώς έχουν μάθει να θεωρούν τις γυναίκες τους κτήματά τους, χάβουν αμάσητη την εκδοχή που διέδωσε ο Αγαμέμνων. «Του τα φόρεσε η Ελένη, κλέφτηκε με τον πιτσιρικά, ρεζίλι των σκυλιών τον κατάντησε. Τι να ’κανε; Κίνησε γη και ουρανό για να την πάρει πίσω…»
Το μόνο που απορούν είναι γιατί –με την πτώση της Τροίας– δεν την έσφαξα στο γόνατο. Παρά τη γύρισα στη Σπάρτη και την ξανακάθισα στον θρόνο. «Δε βαριέσαι… Γνωστός μαλάκας ο Μενέλαος» κουνάνε το κεφάλι με ριζωμένη την πεποίθηση ότι καμιά λεγάμενη δε θα τολμούσε εκείνους να τους ατιμάσει. Μα κι άμα –κούφια η ώρα!– συνέβαινε, θα ξέπλεναν την ντροπή με το αίμα της. Διότι εκείνοι βεβαίως δεν είναι μαλάκες. Συνήθισα –σαράντα χρόνια τώρα– να με αντιμετωπίζουν έτσι. Ποτέ εξάλλου δεν πολυνοιαζόμουν για τη γνώμη του κόσμου. Μονάχα όταν, σπανιότατα, γνωρίζω κάποιον που μου φαίνεται διαφορετικός, μπαίνω στον κόπο να του φανερώσω τη δική μου αλήθεια.
Ένα φθινοπωρινό απόγευμα –στα μισά περίπου της πολιορκίας–, αφού επιθεωρήσαμε με τον Οδυσσέα τον στρατό μας, πήγαμε οι δυό μας βόλτα στις όχθες του ποταμού Σκάμανδρου. Κι εκεί –καθώς χαζεύαμε τους πελαργούς να αναχωρούν σε σμήνη για τις νότιες πατρίδες τους, να καταστρέφουν τις φωλιές τους απαξιώντας να τις αφήσουν σε υποδεέστερα πουλιά–κάπως μου ήρθε και του άνοιξα την καρδιά μου. Εξυπνότερο άνθρωπο από τον Οδυσσέα δεν έχω συναντήσει, θα το επαναλαμβάνω όσο ζω κι ας έχω τόσα ράμματα για τη γούνα του. Κι όμως. Ούτε κι εκείνος με κατάλαβε. Ή δε με πίστεψε. Αντί να δώσει βάση σε ό,τι ανάβλυζε από μέσα μου, μου ανάπτυξε τη δική του άποψη.
«Δεν ήταν για σένα η Ελένη…» μου ’πε. «Για κανέναν δεν ήταν. Τέτοια ομορφιά πόσο να την αντέξεις, αδελφάκι μου; Το καθετί μπροστά της, μαζί και ο ίδιος ο εαυτός σου, θα έμοιαζε άχρωμο, άσχημο, άχρηστο. Απελπισία θα σε έπιανε. Την Ελένη δε θα ’πρεπε καν να τη βλέπεις, όχι να την παντρευτείς. Ο Αλέκος θα μου πεις; (Αλέκο αποκαλούσαμε τον Πάρη χλευαστικά.) Πρόκειται περί ζωντόβολου! Άμα αλλάξεις το κρασί του με ξίδι, θα το κατεβάσει άσπρο πάτο. Αλλά και ξίδι αν πίνει και του το αντικαταστήσεις με νέκταρ, πάλι χαμπάρι δε θα πάρει. Δε μετράει για άνθρωπος ο Αλέκος – άλλος τόσο χοντρόπετσος και τόσο ελαφρύς συνάμα δεν υπάρχει στη γη. Ευλογία για τον ίδιον, όλεθρος για όλους τους υπόλοιπους...»
Ακούγονταν πειστικά τα λόγια του Οδυσσέα. Πως είχα αφήσει την Ελένη να φύγει –ίσως και να την είχα διώξει με τον τρόπο μου– επειδή μου ’χε γίνει αφόρητη η καλλονή της ή το πένθος της ή η μπερδεμένη, αξεδίψαστη ψυχή της. Έπειθαν. Μα δεν ίσχυαν. Ακούστε, φίλοι, τη δική μου αλήθεια.
Την άφησα να φύγει επειδή την αγαπούσα. Και ήξερα, ένιωθα, λαχταρούσα να ξαναρχίσει τη ζωή της αλλιώς.
Τι θα πει αγαπάω; Ανάθεμα αν έχετε προφέρει αυτό το ρήμα πέντε φορές σε όλη σας τη ζωή, τις τέσσερις για τη μάνα σας. Το τρέμετε –σας έχουν μάθει απ’ τις φασκιές να το τρέμετε–, ούτε στα παιδιά σας καλά καλά δεν το λέτε, στα εγγόνια σας πιο εύκολα, πρέπει να γεράσει ο άνθρωπος για να ανοίξει, να μισανοίξει έστω, σαν όστρακο.
Αγαπάω σημαίνει γίνομαι εκείνος που αγαπάω. Αφήνω τον εαυτό μου πίσω και παραδί-
νομαι και βουλιάζω στον άλλον… Η μοίρα του δική μου μοίρα. Αν πέθαινε η Ελένη, θα θα-
βόταν η καρδιά μου. Όταν την είδα απ’ την ταράτσα του ανακτόρου να σαλπάρει με τον
Πάρη, φρέσκος αέρας, δροσερός, φύσηξε εντός μου.
«Σου άρπαξε τη γυναίκα το κωλόπαιδο!» εξανίστασθε. Καγχάζω. Μου ανήκε η Ελένη,
από πού κι ως πού; Δε μας ανήκει τίποτα; Το παρελθόν; Το μέλλον; Ό,τι μπορούμε να
αγκαλιάσουμε ή να κουβαλήσουμε στην πλάτη μας; Όχι! Τίποτα, τίποτα! Τη στιγμή μόνο
έχουμε. Και από αγωνία μη μας φύγει, την πνίγουμε μες στην παλάμη μας. Εγώ δεν την έπνι-
ξα τη στιγμή. Την άφησα να φτερουγίσει. Μακριά μου.
Σας είπα, ώρες πριν, πως η ηρωική μου πράξη ήταν ότι δεν εμπόδισα το φευγιό της Ελέ-
νης. Ψέματα. Οι ήρωες υπερβαίνουν τη φύση τους. Εγώ την ακολούθησα.
Ως βασιλιάς της Ελένης σάς συστήθηκα. Πράγματι εκείνη ήταν το βασίλειό μου. Κι από
το να το δω να καταντάει συντρίμμια και αποκαΐδια, διάλεξα να το παραδώσω στον επό-
μενο.
Η ιστορία εξελίχθηκε κακήν κακώς. Βάφτηκε στο αίμα και στο ψέμα. Η εκστρατεία των Ελλήνων, η ατίμωση του Έκτορα, η φτέρνα του Αχιλλέα, το ξύλινο άλογο που σκαρφίστηκε ο Λαερτιάδης. Συνέβησαν αλλιώς από ό,τι τα έχετε ακούσει, συνέβησαν όμως και θα ξανασυμβούν χίλιες χιλιάδες φορές ως τη συντέλεια του κόσμου – και λοιπόν; Βρίσκετε τίποτα ωραίο σε όλα αυτά;
Ωραίο ήταν το δειλινό που το ’σκασε η Ελένη με τον Μενέλαο. Ωραίο ήταν το πρωί που ανοίχτηκε στο πέλαγος με τον Πάρη. Παραδομένη στη θεϊκή της αφέλεια. Εγκαταλείποντας τα πάντα πίσω της. Αυτό θα έπρεπε να ψάλλουν οι αοιδοί…


«Τι όμορφη που είναι η ζωή», Μαρία Λαϊνά
Στέκομαι με την πλάτη στην πόρτα. Κοιτάζω το δωμάτιο. Σύθαμπο. Γυρίζω στη θέση μου. Να τη πάλι η απελπισία, αυτό τέλος πάντων. Ανεβαίνει στον λαιμό, πρέπει να κρατήσω το κεφάλι μου έξω. Έξω απ’ το νερό, οπωσδήποτε έξω απ’ το νερό. Παίρνω βαθιές ανάσες, ανοίγω όσο μπορώ τα πλευρά μου για να περάσει ο αέρας, να πάει παντού. What for? Μονόλογος μιας γυναίκας που, καθώς μεγαλώνει, βρίσκει ξαφνικά τον εαυτό της να βιώνει αισθήματα που είχε ζήσει η μητέρα της πριν, αλλά εκείνη δεν τα καταλάβαινε όταν ήταν νέα. Μια κατάθεση κατάθλιψης, όπου αναθεωρούνται ιδέες και σκέψεις για ανθρώπους και συναισθήματα. Μια περιπέτεια ζωής για τον ανελέητο χρόνο. Όπου ο άνθρωπος μόνο αν γίνει ερείπιο θα φτάσει στο τέρμα.


«Αυτόχειρες παρθένοι», Τζέφρυ Ευγενίδης, 
Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου

Οι Αυτόχειρες παρθένοι είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ευγενίδη (1993) και αποτελεί πλέον ένα σύγχρονο κλασικό έργο. Σ’ ένα ήσυχο προάστιο του Ντιτρόιτ, οι πέντε αδελφές Λίσμπον – ωραίες, εκκεντρικές, υπό την άγρυπνη παρακολούθηση των αγοριών της γειτονιάς– αυτοκτονούν η μία μετά την άλλη μέσα σε διάστημα ενός χρόνου. Καθώς τα αγόρια τις παρακολουθούν από μακριά, αποσβολωμένα, συναρμολογούν σιγά σιγά το μυστήριο της μοιραίας μελαγχολίας της οικογένειας, σε αυτό το υπνωτιστικό και αλησμόνητο μυθιστόρημα εφηβικών ερώτων, αγωνίας και θανάτου.
Ο Τζέφρυ Ευγενίδης επικαλείται τις συγκινήσεις της νεολαίας με εφιαλτική ευαισθησία και σκοτεινό χιούμορ και δημιουργεί μια ιστορία ενηλικίωσης που δε μοιάζει με καμία άλλη της εποχής μας. Μεταφερμένες στη μεγάλη οθόνη από τη Σοφία Κόππολα, σε μια ταινία, την οποία επαίνεσαν όλοι οι κριτικοί, οι Αυτόχειρες παρθένοι είναι ένα σύγχρονο αριστούργημα, ένα λυρικό και άχρονο παραμύθι έρωτα, σεξ και αυτοκτονίας, που μεταμορφώνει και μυθοποιεί τη μεσοαστική ζωή της Αμερικής των προαστίων.


«Η άγονη γη» (δίγλωσση έκδοση)Τ.Σ. Έλιοτ,
Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημειώσεις: Χάρης Βλαβιανός

Ο Χάρης Βλαβιανός μετέφρασε στα ελληνικά το σημαντικότερο ποίημα του Τ.Σ. Έλιοτ και ένα από τα κορυφαία ποιήματα του 20ού αιώνα, την Άγονη γη (The Waste Land) – έργο που αποτελεί το μανιφέστο του μοντερνισμού στην ποίηση. Το ποίημα αυτό του Έλιοτ είχε μεταφράσει στο παρελθόν ο Σεφέρης (τιτλοφορώντας το Η Έρημη Χώρα). Το εγχείρημα του Βλαβιανού – που τον απασχόλησε για πολλά χρόνια– έρχεται να διορθώσει λάθη και παρανοήσεις που υπήρχαν στη μετάφραση του Σεφέρη (αλλά και σε αυτές άλλων μεταφραστών, όπως ο Παπατσώνης και ο Κύρου) και να προτείνει μια νέα μετάφραση ικανή να συνομιλήσει με το σήμερα. Η ελληνική έκδοση έρχεται σχεδόν 100 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του ποιήματος στην Αγγλία.


«Σημειώσεις για ένα ναυάγιο», Ντάβιντε Ενία

Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου
Λαμπεντούζα, από την αρχαία ελληνική λέξη λέπας, τον απόκρημνο βράχο που τον τρώνε με μανία τα στοιχεία της φύσης, μα εκείνος αντιστέκεται και μένει ολόρθος καταμεσής στην απεραντοσύνη του πελάγους. Ή από το λαμπάς, τη φλόγα που λάμπει στο σκοτάδι, το φως που νικάει τη σκοτεινιά.
Πάνω σ’ αυτό το νησί του Νότου της Ιταλίας, που εκτείνεται ανάμεσα στην Αφρική και την Ευρώπη, ο Ντάβιντε Ενία κοιτάζει καταπρόσωπο αυτούς που έρχονται και αυτούς που περιμένουν και αφηγείται την ιστορία ενός ναυαγίου, προσωπικού και συλλογικού.
Από τη μια πλευρά, ένα πλήθος σε κίνηση, που διασχίζει κράτη ολόκληρα και τελικά τη Μεσόγειο Θάλασσα, σε συνθήκες πέρα από κάθε φαντασία. Από την άλλη,  μια χούφτα άντρες και γυναίκες στα όρια μιας εποχής και μιας ηπείρου, που προσπαθούν να τους υποδεχτούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Στη μέση ο ίδιος ο συγγραφέας, που πραγματεύεται την ανακάλυψη όσων αληθινά συμβαίνουν στη θάλασσα και στη στεριά και τη χρεοκοπία των λέξεων, που καταποντίζονται στην απόπειρά τους να κατανοήσουν τα παράδοξα του παρόντος. Έχοντας αγγίξει με το χέρι την απάνθρωπη τραγωδία των ελλιμενισμών, δίνει τον λόγο στους εθελοντές, στους παιδικούς φίλους, στις μαρτυρίες των νέων που καταφθάνουν σαν από θαύμα στο νησί. Ξεγυμνώνει τις συγκινησιακές επιπτώσεις αυτής της σπαραχτικής και αλλόκοτης πραγματικότητας, ειδικά στη σχέση με τον πατέρα του, γιατρό που συνταξιοδοτήθηκε πρόσφατα και ο οποίος δέχεται να τον συνοδεύσει στη Λαμπεντούζα.


«Γιάλτα: Το τίμημα της ειρήνης», S. M. Plokhy
Μετάφραση: Πέτρος Γεωργίου

Toν Φεβρουάριο του 1945 τρεις κορυφαίες φυσιογνωμίες του εικοστού αιώνα - ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Φράνκλιν Ντ. Ρούσβελτ και ο Ιωσήφ Στάλιν– συναντήθηκαν στη Γιάλτα, ένα θέρετρο στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς οι στρατοί τους συνέκλιναν στο Βερολίνο. Διέφεραν πολύ οι απόψεις τους όσον αφορά το πώς θα έπρεπε να είναι ο μεταπολεμικός κόσμος. Στις οκτώ ιστορικές μέρες της διάσκεψης, οι τρεις τους διχοτόμησαν τη Γερμανία, ενέκριναν την πιο καταιγιστική εκστρατεία βομβαρδισμών στην ιστορία, χάραξαν εκ νέου τα σύνορα της Ανατολικής Ευρώπης και δημιούργησαν έναν νέο διεθνή οργανισμό για τη διευθέτηση μελλοντικών διενέξεων. Δύο μήνες αργότερα ο Ρούζβελτ ήταν νεκρός, ο Στάλιν ενίσχυε την κυριαρχία του στην Πολωνία και ο Τσόρτσιλ όδευε ολοταχώς προς μια ταπεινωτική εκλογική ήττα.
Από τότε και μέχρι σήμερα, οι απόψεις διίστανται ακραία ως προς τα επιτεύγματά τους. Οδήγησε η Γιάλτα στον Ψυχρό Πόλεμο; Μήπως ο ασθενής Ρούσβελτ έδωσε υπερβολικά πολλά στον Στάλιν; Ο Σ. Μ. Πλόχυ, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της εποχής μας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, υπογράφει ένα ρηξικέλευθο βιβλίο, το οποίο αντλεί υλικό από μέχρι πρότινος απόρρητα σοβιετικά έγγραφα.


«Η ξένη τοῦ 1854», Εμμανουήλ Σ. Λυκούδης
Εισαγωγικό σημείωμα: Σπύρος Τσακνιάς
Δυστυχισμένη θεοκατάρατη χρονιά. Ποιὸς θὰ λησμονήσῃ
τί κακὰ ἔσυρε μαζί της; Εἶναι κάτι χρόνοι, ὅπου τραβοῦν
ὀπίσω τους τὰ βάσανα, τὶς συμφορές, ἁλυσίδα βαρειά,
ἀτέλειωτη ἁλυσίδα ποὺ σέρνεται στὰ στήθια.
... Πῶς μᾶς ἦρθε λοιπὸν ἡ θεοκατάρατη Ξένη;
Πολλὰ λένε. ᾿Αλλὰ περισσότερο ἐπιστεύθηκε πὼς μπῆκε
κρυφὰ ἐπιβάτης καὶ κρύφτηκε κάτω βαθειά, στὸ μπαλαοῦρο, μέσα σὲ μιὰ καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη, πού ἤρχουνταν στὸν Πειραιᾶ φορτωμένη στρατὸ
γιὰ τὴν Κριμαία.

«῾Η ξένη τοῦ 1854» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1893 και αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά δείγματα της γραφής του Εμμανουήλ Λυκούδη. Στο αφήγημα, που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, περιγράφεται με δραματικό τρόπο η εξάπλωση της επιδήμιας χολέρας που έπληξε την Αθήνα κατά τα χρόνια του Κριμαϊκού Πολέμου.