Βιβλιο

«Μνημείο πεσόντων»: Ένα προφορικό νεκροταφείο

Στο βραβευμένο ποίημα της Άλις Όσβαλντ και τη βραβευμένη απόδοσή του στα ελληνικά από τη Μυρσίνη Γκανά, οι νεκροί της Ιλιάδας αποκτούν μια δεύτερη ζωή

Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 724
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο Ίδρυμα Κατακουζηνού ζωντανεύει το «Μνημείο πεσόντων» της Άλις Όσβαλντ με την ανάγνωσή της η μεταφράστριά του, Μυρσίνη Γκανά (εκδ. Μελάνι)

Το «Μνημείο πεσόντων» της Άλις Όσβαλντ είναι μία ποίηση προορισμένη να ακουστεί. Όπως θα ακούγονταν ονόματα νεκρών σε επιμνημόσυνη δέηση ή όπως κάτι που βγαίνει από την αφάνεια και ζητάει να αποκτήσει σώμα και φωνή, κάτι ξεχασμένο να βρει μνήμη, κάτι που αρθρώνεται να γίνει ορατό, να αφήσει ίχνος. Όπως προορισμένη να ακουστεί ήταν η ομηρική ποίηση, από την οποία εκπορεύεται, σάρκα από τη σάρκα της.
Μια επιτομή της «Ιλιάδας», ποιητική σύνθεση από θραύσματα του ομηρικού έπους που απέδωσε από τα αρχαία ελληνικά η βραβευμένη βρετανίδα ποιήτρια, άλλοτε μεταφράζοντας κι άλλοτε χρησιμοποιώντας τις ομηρικές λέξεις σαν ανοίγματα μέσα από τα οποία έβλεπε αυτό που κοίταζε ο Όμηρος. Χωρίς να συμπεριλάβει την ιστορία του Τρωικού πολέμου. Όπως γράφει στην Εισαγωγή, αυτό που την ενδιέφερε είναι να ανακαλέσει όχι την πλοκή αλλά την «ενάργεια» του ποιήματος, τη «φωτεινή, αβάσταχτη πραγματικότητά» του. Αυτό που τότε απομένει από το ομηρικό έπος είναι ένα «διπολικό» όπως το λέει ποίημα, που αποτελείται από σύντομες βιογραφίες στρατιωτών και παρομοιώσεις που τις συνδέει αφηγηματικά.
Οι νεκροί της Ιλιάδας, όχι οι ξακουστοί ήρωες, αλλά οι πάρα πολλοί ανώνυμοι άνδρες που έπεσαν στη μάχη και ξεχάστηκαν. Το όνομά τους, η γέννησή τους, πληροφορίες για την οικογένειά τους, για τον χαρακτήρα και την όψη τους. Οι άσημοι νεκροί της Ιλιάδας παραταγμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο, οι ασχολίες τους, οι ελπίδες και οι φόβοι τους, όσα άφησαν πίσω ανυποψίαστοι, μαζί με την περιγραφή της τρομερής στιγμής που έπεσαν στη βοή και τον ορυμαγδό της μάχης. Ποιοι ήταν, πώς έζησαν, πώς πέθαναν.
Πορτρέτα νεκρών που ακολουθούνται από ομηρικές παρομοιώσεις: η λάμψη της φουσκωμένης θάλασσας, το φθινόπωρο κάτω από τον άνεμο που στάζει, οι ζωηροί άνεμοι που τινάζουν τα σύννεφα σαν φτερουγίσματα σιωπής, οι λύκοι που όλο κάτι ζητούν, μια παπαρούνα που τη σφυροκοπάει η βροχή, ένα καράβι που μπαίνει στο αφρισμένο στόμα ενός κύματος, η καταχνιά που τραβάει την κουκούλα της πάνω από τα βουνά, το γεράκι που με φτερά μαχαίρια ανασηκώνει τις λεπίδες του και ξεκινά... εικόνες αναπόδραστης αγριότητας και ομορφιάς, ο φυσικός κόσμος που ο άνθρωπος είναι ριγμένος, προορισμένος να ζήσει, να δοξαστεί, να αφανιστεί. Αναδιπλασιασμένες αυτές, επαναλαμβάνονται κάθε φορά αυτούσιες – για να ξεκουράσουν, ίσως, λίγο πριν ριχτούμε στο επόμενο όνομα, στον επόμενο νεκρό;

Νεκροί όλοι: Ένας παχουλός άντρας που τους φίλους του τόσο αγαπούσε, δύο αδέρφια που γεννήθηκαν από ένα φλερτ, ένας με πατέρα πλούσιο να παρακαλάει για τη ζωή του, κάποιος που φτάνει στη μάχη χωρίς να ξέρει το γιατί, κι ένας άλλος άσχημος μα γρήγορος, ανέντιμος φοβισμένος και σκυφτός να εκλιπαρεί για το κεφάλι του, δυο παραζαλισμένοι έφηβοι που κάλπαζαν στη μάχη στα ακριβά άλογα του πατέρα τους, ένα φιλόδοξο αγόρι που η οικογένειά του το σακάτεψε με την αγάπη, ένας ονειροπόλος που πήγε κοκκινίζοντας περήφανα στη μάχη, κάποιας ο σύζυγος, ένα καλοβαλμένο μοναχοπαίδι που στάθηκε άτυχο, κάποιος που δεν πίστευε πως μπορούσε να πεθάνει, ένας που λάτρευε το τρέξιμο και τώρα κάποιος πρέπει να το πει στον πατέρα του... Ένας προς έναν, πλούσιοι και φτωχοί, τεχνίτες, έμποροι, αγρότες, αδερφοί, σύζυγοι και γιοι, ζωές που γέμισαν για να αδειάσουν απροειδοποίητα με έναν τρομαχτικό βρόντο. Μία διαδοχή από ονόματα, βίους και θανάτους, που δεν φυλλορροεί στην επαναληπτικότητά της, ούτε εκπίπτει σε απαρίθμηση τραγωδιών. Ο ποιητικός ρυθμός κάθε στροφής, κάθε ιστορίας, απλώνει, αποκτάει όγκο και διάρκεια. Σαν ένα κύμα που επανέρχεται, πετυχαίνοντας όχι μόνο να δώσει ανάσα στον κάθε πεθαμένο, σαν να είναι ακόμα τώρα νωπή η στιγμή του θανάτου του, αλλά να μιλήσει για κάτι μεγαλύτερο.

Οι νεκροί της Ιλιάδας, αλλά και όλοι οι νεκροί που έπεσαν σε μάχη, όλοι οι νεκροί που είχαν μια προηγούμενη ζωή που διακόπηκε ξαφνικά, δυνάμει όλοι μας. Αργά ή γρήγορα κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το αναπόδραστο της ανθρώπινης μοίρας. Κι είναι εντυπωσιακό πώς σε μια τέτοια γιορτή θανάτου, πώς από μια τέτοια μαύρη θλίψη φτιαγμένη από χώμα, καταφέρνει να αναδειχθεί με τόσους τρόπους, αντιστικτικά, η ζωή: η δίψα για ζωή, η γλύκα και η αγριότητα της ζωής, η ζωή που κρέμεται σε μια κλωστή που σπάει, η ματαιότητα της ζωής, η ζωή που είναι πολύτιμη, που παρακαλάει να μείνει στη ζωή ή που διαρκεί ανυποψίαστη, η ζωή με τις ευτυχισμένες στιγμές, τις ευτέλειες και τις παραδοξότητές της, πάνω από όλα η ίδια η τραγωδία της ζωής που ενέχει έναν και μόνο προορισμό ως συστατικό της. Θυμόμαστε τους νεκρούς και ταυτόχρονα θυμόμαστε ότι κι οι ίδιοι θα πεθάνουμε.

Αλλά ας επιστρέψουμε στην αρχική ιδέα. Το «Μνημείο Πεσόντων» είναι ένα προφορικό νεκροταφείο. Μπορείς να το διαβάσεις σιωπηλά και η μοναχική ανάγνωση βγαίνει με μια ανάσα. Όμως για να περιηγηθείς σε αυτό, όπως σε έναν περίπατο ανάμεσα σε μνήματα, με συγκίνηση και στοχασμό για τη ζωή, ωραίο είναι να το ακούς. Έτσι αναδεικνύεται η εκφραστικότητά του. Πρώτη η συγγραφέας του τού έδωσε φωνή και μπορεί κανείς να δει βίντεο με την απαγγελία της. Πριν λίγες μέρες η μεταφράστριά του στα ελληνικά, Μυρσίνη Γκανά, ποιήτρια κι η ίδια, επιχείρησε με τη σειρά της να κοινωνήσει αυτή του τη δύναμή διαβάζοντάς το στο φιλόξενο σαλόνι της οικίας Κατακουζηνού και το πέτυχε με τον καλύτερο τρόπο, συνοδευόμενη από τον Παναγή Παναγιωτόπουλο, που έκανε τη δεύτερη φωνή των ομηρικών αντιφωνήσεων. Ήταν μια εμπειρία κατάνυξης και περισυλλογής. Άλλωστε πρώτη αυτή υπήρξε αποδέκτης της έντασης του κειμένου, όπως φάνηκε στην απαγγελία της αλλά και στον άψογο τρόπο που κατάφερε να το αποδώσει στα ελληνικά, ως προς τη γλώσσα, το ύφος, τον ρυθμό, για τον οποίο άλλωστε τιμήθηκε με το Βραβείο Μετάφρασης Public. Οι Αναγνώσεις αυτές θα συνεχιστούν στο Ίδρυμα Κατακουζηνού (13/12, 10, 17, 24 31/1) κάθε φορά με έναν διαφορετικό συν-αναγνώστη.