Βιβλιο

Τόνι Τζαντ: Ξανακερδισμένος χρόνος

Ο Τόνι Τζαντ, λίγο πριν τον θάνατό του, αφήνεται τις άδειες, άγρυπνες νύχτες του στον πυρετό της ενδοσκόπησης στο βιβλίο του «Πανδοχείο της μνήμης»

Κατερίνα Σχινά
ΤΕΥΧΟΣ 707
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Τόνι Τζαντ, καθηγητής ευρωπαϊκής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αφήνει μια πνευματική διαθήκη, το βιβλίο «Πανδοχείο της μνήμης» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια)

Μικρά δοκίμια που ολοκληρώθηκαν νοερά, μέσα στη νυχτερινή σιωπή, μικρά επεισόδια που ανασύρθηκαν από το παλάτι της μνήμης για να συνθέσουν προσωπικές αφηγήσεις εμποτισμένες στην ποίηση των πραγμάτων, συνιστούν το τελευταίο βιβλίο ενός από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς της εποχής μας.

Έγκλειστος σε ένα απονεκρωμένο σώμα που δεν τον υπάκουε πια, έρμαιο της αμυοτροφικής πλευρικής σκλήρυνσης που θα τον σκότωνε στα 62 του χρόνια, ο Τόνι Τζαντ, καθηγητής ευρωπαϊκής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, συγγραφέας μερικών από τα πιο ελκυστικά έργα για τη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης, διανοούμενος που επανέφερε τον δημόσιο λόγο στα ηθικά –και όχι ηθικολογικά– όριά του, λίγο πριν τον θάνατό του και ενώ η ασθένεια τού έχει στερήσει την ικανότητα να κινείται και να γράφει, αφήνεται τις άδειες, άγρυπνες νύχτες του στον πυρετό της ενδοσκόπησης. Ό,τι προκύπτει, ό,τι θα υπαγορευθεί την επομένη στον φίλο που εκτελεί χρέη γραμματέα του, είναι τα είκοσι πέντε κείμενα του τόμου αυτού: μια πνευματική διαθήκη.

Αν ο Τόνι Τζαντ δεν έγινε ποιητής, παρότι ερωτοτρόπησε με την ιδέα στα νεανικά του χρόνια, υπήρξε ωστόσο «φιλόσοφος που διδάσκει με παραδείγματα» σύμφωνα με τον στερεότυπο χαρακτηρισμό για τους ιστορικούς που, καθώς, ομολογούσε ο ίδιος, ήταν εκείνος με τον οποίο ταυτιζόταν περισσότερο. Αυτή η βαθιά, στοχαστική σχέση με τα πράγματα αναδύεται προπάντων εδώ, καθώς τις νύχτες εξερευνά, στα ίχνη του Σιμωνίδη του Κείου, όσα περιέχει ο δικός του μνημονικός τόπος, ένα πανδοχείο στην Ελβετία όπου έκανε διακοπές με τους γονείς του. Μέσα σ’ εκείνες τις κουζίνες και τα σαλόνια, τους διαδρόμους και τις σκοτεινές του κόγχες θα περιπλανηθεί για να περισυλλέξει τις αναμνήσεις του. Κι ύστερα θα οργανώσει αυτά τα σπαράγματα αυτοβιογραφίας σ’ έναν λόγο θερμό, πνευματικά τολμηρό, που ανασυστήνει το βιωμένο και διαστέλλει τον εαυτό στα μέτρα και στο εύρος του κόσμου.

Από την παιδική ηλικία στο Πάτνεϊ, τα άνοστα φαγητά της αγγλίδας μητέρας του και τις νοστιμιές στο σπίτι των Εβραίων παππούδων του, παίρνοντας τρένα για το πουθενά, ταξιδεύοντας χωρίς προορισμό ίσως για να συναντήσει τις μελλοντικές εκδοχές του εαυτού του, από την ιλαρότητα των κοιτώνων του Κέμπριτζ ως την απογοήτευση μέσα στην ψυχρή κανονικότητα ενός κιμπούτζ, από τον ένα τόπο στον άλλον και από τη μια σύζυγο στην επόμενη, ο Τζαντ θα εμποτιστεί στο πνεύμα της εποχής του και θα εγκύψει στο τραύμα και στις καταγραφές του για να την κατανοήσει. Κι έτσι, από τον ριζοσπαστισμό του 1968 θα βρεθεί να αποκηρύσσει όλους τους -ισμούς (προφανώς τον φασισμό και τον ναζισμό, αλλά και τον μαρξισμό και τον σιωνισμό), διακρίνοντας, ωστόσο, καθαρά, τις διαφορές τους· και, παρότι ουδέποτε αγνοεί τις αποχρώσεις, δεν χαρίζεται στιγμή στα μεσσιανικά οράματα και τα κλειστά ιδεολογικά συστήματα. Πολέμιος της απολυταρχίας, δεν θα πάψει να υπενθυμίζει αυτό το οποίο, υπό το φως της ιστορίας του περασμένου αιώνα, προβάλλει ως η μέγιστη αλήθεια: ότι η άνευ όρων πίστη και αφοσίωση –σε μια χώρα, έναν θεό, μια ιδεολογία ή ένα πρόσωπο– εμπεριέχει το σπέρμα του ολοκληρωτισμού· και ότι η έλξη που άσκησαν και εξακολουθούν να ασκούν σε πολλούς διανοούμενους οι αυταρχικές εξουσίες είναι η εγγυημένη οδός προς τη συνολική τους απαξίωση και λήθη. 

Διαποτισμένα από νοσταλγία και την πικρία της απώλειας, πάντοτε όμως αποπνέοντας αστραφτερό χιούμορ, τα κείμενα του Τόνι Τζαντ, παρότι αρχικά δεν προορίζονταν για δημοσίευση, αποτελούν μια γενναιόδωρη χειρονομία προς τον άγνωστο αναγνώστη. Είναι ένα οξύ κέντρισμα για σκέψη και ταυτόχρονα το ανεξίτηλο αποτύπωμα ενός χαρισματικού στοχαστή, που, καθώς έγραψε ο «Observer», «ήθελε απλώς να λέει αυτό που πίστευε ότι πρέπει να ειπωθεί, και να το λέει μέχρι να το προσέξει ο κόσμος».


* Στην παρουσίαση του βιβλίου του Τζερόμ Κ. Τζερόμ «Η νέα ουτοπία» παραλήφθηκε από αβλεψία το όνομα του εκδοτικού οίκου: Nightread