Βιβλιο

Amor Towles: Ένας Τζέντλεμαν στην Athens Voice

Ένας Αμερικανός συγγραφέας αναβιώνει το μεγάλο ρωσικό μυθιστόρημα!

Κέλλη Κρητικού
ΤΕΥΧΟΣ 660
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Amor Towles, αφού απέκτησε μάστερ Λογοτεχνίας από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, αποφάσισε να εργαστεί ως ειδικός επενδύσεων στο Μανχάταν. Μετά από είκοσι χρόνια λαμπρής καριέρας, νοστάλγησε τη συγγραφή και της αφιερώθηκε απόλυτα προσφέροντας στο αναγνωστικό κοινό, το 2011, το μυθιστόρημα «Rules of Civility», το οποίο βρέθηκε στη λίστα των best sellers των New York Times. Με το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα» (εκδ. Διόπτρα), αποδεικνύει πως η στροφή του προς τη λογοτεχνία ήταν η καλύτερη επιλογή για τους απανταχού αναγνώστες. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε μιλάει για όλα και είναι απολαυστικός, όπως και τα βιβλία του.

Πώς θα περιγράφατε τη ζωή σας σε λίγες γραμμές;
Είμαι ένας 53χρονος Βοστωνέζος που από τα 25 του ζει στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, με τη γυναίκα και τα δυο παιδιά του.

Πώς και δεν ασχοληθήκατε με το γράψιμο νωρίτερα;
Έγραφα φανταστικές ιστορίες από παιδί. Όταν μετακόμισα στη Νέα Υόρκη συνεργάστηκα με έναν φίλο σε μια επενδυτική εταιρεία που δημιουργούσε και παρέμεινα δίπλα του για τα επόμενα 20 χρόνια. Χτίζοντας αυτήν την επιχείρηση είχα σταματήσει να γράφω, απείχα τουλάχιστον 10 χρόνια από τη συγγραφή. Ξεκίνησε πολύ αργότερα, σε αυτό που όριζα ως ελεύθερο χρόνο μου. Όταν το πρώτο μου μυθιστόρημά μου, «Rules of Civility», έγινε best seller στην Αμερική, συνειδητοποίησα πως είχε έρθει η ώρα να αποσυρθώ από τον τομέα των επενδύσεων κάνοντας το γράψιμο πλήρη απασχόληση. 

Το βιβλίο σας «Rules of Civility» ήταν εξαιρετικά επιτυχημένο και αγαπήθηκε από αναγνώστες και κριτικούς. Αυτή η επιτυχία σας φόβιζε; Όταν αποφασίσατε να γράψετε το επόμενο βιβλίο σας σκεφτήκατε την απήχηση που θα είχε;
Το «Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα» ήταν ένα από τα «ανοιχτά» μου μέτωπα. Αναδρομικά, βλέπω ότι η επιλογή μου να ασχοληθώ με την ολοκλήρωσή του πιθανότατα επηρεάστηκε από μια ασυνείδητη επιθυμία για αλλαγή, επειδή τα δύο μυθιστορήματα είναι μια μελέτη στις αντιθέσεις. Το πρώτο εξελισσόταν σε ένα διάστημα ενός χρόνου, το δεύτερο κάλυπτε τριάντα δύο χρόνια. Στο πρώτο, όλα γίνονται σε μια πόλη, στο δεύτερο, σε ένα κτίριο. Το πρώτο αφορά μια νεαρή γυναίκα της εργατικής τάξης που «ανεβαίνει» κοινωνικά, το δεύτερο αφορά έναν γηραιό αριστοκράτη που έχει χάσει τα πάντα. Η πρώτη δεν έχει παιδιά, έχει χάσει τους γονείς της, είναι απαλλαγμένη από τέτοιες έγνοιες. Ο δεύτερος ανησυχεί για τη συνέχιση του ονόματός του. 

Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το μυθιστόρημα «Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα»;
Τις δύο δεκαετίες της επενδυτικής μου δραστηριότητας έκανα πολλά επαγγελματικά ταξίδια. Βδομάδες σε ξενοδοχεία μακρινών πόλεων να συναντώ πελάτες με προοπτική. Το 2009, φτάνοντας στο ξενοδοχείο μου στη Γενεύη (όπου έμενα για όγδοη συνεχή χρονιά), συνάντησα ανθρώπους που είχα γνωρίσει από την προηγούμενη χρονιά. Μου φάνηκαν σαν να μην είχαν μετακινηθεί καθόλου από εκείνη τη θέση. Σα να μην είχαν φύγει ποτέ. Στον πρώτο όροφο στο δωμάτιό μου, άρχισα να φτιάχνω στο μυαλό μου την ιστορία ενός άντρα «εγκλωβισμένου» σε ένα ξενοδοχείο. Σκεπτόμενος ότι μάλλον δεν θα ήταν επιλογή του αλλά θα βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση με τη βία, το μυαλό μου ταξίδεψε αυτομάτως στη Ρωσία – όπου ο κατ’ οίκον περιορισμός υπήρχε από την εποχή των Τσάρων. Τις επόμενες ημέρες, «σκηνοθετούσα» τα περισσότερα από τα βασικά γεγονότα του Τζέντλεμαν στη Μόσχα. Στα χρόνια που ακολούθησαν είχα ετοιμάσει ένα λεπτομερέστατο πλάνο εξέλιξης. Το 2013 παραιτήθηκα από τη δουλειά μου και άρχισα να γράφω το βιβλίο.

Γιατί στη Μόσχα;
Δεν γνωρίζω τόσο καλά τη Ρωσία. Δεν μιλώ τη γλώσσα, δεν έχω μελετήσει την ιστορία της στο σχολείο και την έχω επισκεφθεί ελάχιστες φορές. Αλλά στα είκοσί μου, ερωτεύτηκα τους συγγραφείς της χρυσής της εποχή: Γκόγκολ, Τουργκένεφ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι. Αργότερα ανακάλυψα τα σταθερά και σίγουρα, τα άγρια και εφευρετικά στυλ γραφής των Ρώσων πρωτοπόρων του 20ού αιώνα, όπως ο ποιητής Μαϊάκοφσκι, ο χορευτής Nijinsky, ο ζωγράφος Malevich και ο σκηνοθέτης Eisenstein. Διαβάζοντας αυτά τα έργα, συνειδητοποιούσα πως κάθε καλλιτέχνης στη Ρωσία είχε ένα δικό του μανιφέστο. Όσο πιο βαθιά έφτανα στην ιδιοσυγκρασιακή ψυχολογία της χώρας, τόσο πιο γοητευμένος αισθανόμουν.
Ο καθεδρικός ναός του Καζάν είναι για μένα το απόλυτο σύμβολο «γοητείας» που ασκεί η Ρωσία των σοβιετικών χρόνων. Χτισμένος το 1636 στην Κόκκινη Πλατεία, για να τιμήσει τόσο την απελευθέρωση της Μόσχας από τους διαδόχους όσο και την αρχή της δυναστείας των Ρομάνουφ, ο Καζάν ήταν από τους παλαιότερους και πιο σεβαστούς καθεδρικούς ναούς της Ρωσίας. Το 1936 οι Μπολσεβίκοι γιόρτασαν την 300ή επέτειο της ανέγερσής του, κατεδαφίζοντάς τον. Εν μέρει, το έκαναν για να ελευθερώσουν τον χώρο στην Κόκκινη Πλατεία για τις στρατιωτικές παρελάσεις, αλλά και για να υπογραμμίσουν το τέλος του Χριστιανισμού στη Ρωσία. Αλλά ο Peter Baranovsky, ο αρχιτέκτονας ο οποίος ανέλαβε και την κατεδάφιση, είχε σχεδιάσει κρυφά λεπτομερή σχέδια του ναού και τα είχε κρύψει. Περισσότερα από πενήντα χρόνια μετά, όταν η κομμουνιστική κυριαρχία έφτασε στο τέλος της, οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν τα σχέδια του Baranovsky για να ανοικοδομήσουν τον ναό πέτρα προς πέτρα. 
Βρίσκω κάθε πτυχή αυτής της ιστορίας συναρπαστική. Ο ίδιος ο καθεδρικός ναός υπενθυμίζει την κληρονομιά της Ρωσίας – αρχαία, περήφανη και αφοσιωμένη. Μέσα από την καταστροφή του ιερού ορόσημου, βλέπουμε πόσο αδίστακτοι ήταν οι Ρώσοι. Και μέσα από την κατασκευή ενός ακριβούς αντιγράφου, βλέπουμε την διαστρεβλωμένη πεποίθηση πως μέσω προσεκτικής αποκατάστασης μπορούν να διαγραφούν τα κακά του παρελθόντος. Αλλά το πιο σημαντικό, στην καρδιά αυτής της ιστορίας βρίσκεται ένας άνθρωπος μόνος που με μεγάλο προσωπικό κίνδυνο διατηρεί στο χαρτί αυτό που καταστράφηκε, για να μπορέσει κάποια μέρα να ξαναχτιστεί. Η σοβιετική εποχή αφθονεί από σπάνιες πολιτισμικές αλλαγές και στωικούς ήρωες που εργάζονται μεμονωμένα για κάποιο λαμπρότερο μέλλον, σε αντίθεση με την ορμή της ιστορίας.

Πείτε μας κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία που ανακαλύψατε κατά την έρευνά σας για το βιβλίο.
Δεν μου αρέσει να κάνω «έρευνα», προτιμώ να γράφω κατευθείαν από αυτό που έχω ήδη μπροστά μου και με γοητεύει. Ακόμη και ως νεαρός άνδρας, ήμουν οπαδός της δεκαετίας του ’20 και του ’30, διαβάζοντας με ανυπομονησία τα μυθιστορήματα, παρακολουθώντας τις ταινίες και ακούγοντας τη μουσική της εποχής. Χρησιμοποίησα αυτή τη βαθιά «εξοικείωση» για να περιγράψω τη Νέα Υόρκη του 1938 στο βιβλίο μου Rules of Civility. Ομοίως, εμπνεύστηκα έναν «Τζέντλεμαν στη Μόσχα» από τη μακρόχρονη αγάπη που είχα στη ρωσική λογοτεχνία, τον πολιτισμό και την ιστορία. Το μεγαλύτερο μέρος της υφής του μυθιστορήματος πηγάζει από το «πάντρεμα» της φαντασίας με αυτά τα στοιχεία. Και για τα δύο μυθιστορήματα, αφού τελείωσα το πρώτο σχέδιο, έκανα κάποια έρευνα για να βελτιώσω τις λεπτομέρειες. Στην περίπτωση του Τζέντλεμαν στη Μόσχα, συγκέντρωσα ιστορίες από το ίδιο το ξενοδοχείο Metropol που αφορούσαν εξέχουσες προσωπικότητες που είχαν διαμείνει εκεί, όπως τους John Steinbeck, Ε.Ε. Cummings, και Lillian Hellman. 

Πώς καταφέρνετε να «αφηγηθείτε» τόσο πιστά το ηθικό υπόβαθρο των εποχών που διαδραματίζονται τα βιβλία σας;
Προσπαθώ να τα εντάσσω σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, τόπους και καταστάσεις που μου άρεσαν, με γοήτευαν και με ενδιέφεραν προσωπικά. Προσπαθώ να εσωτερικεύσω τον τόνο, τη γλώσσα και την ηθική της εποχής, διαβάζοντας τα μυθιστορήματά της, βλέποντας τις ταινίες της, ακούγοντας τη μουσική της.

Πιστεύετε ότι ένα βιβλίο πρέπει να έχει σκοπό ή απλώς να εξυπηρετεί την ανάγκη του συγγραφέα να συλλάβει συναισθήματα και να λέει μια ιστορία;
Κατά τη δημιουργία ενός μυθιστορήματος, δεν έχω ένα ουσιαστικό μήνυμα που προσπαθώ να επικοινωνήσω. Αντίθετα, ελπίζω να δημιουργήσω ένα έργο τέχνης που, παρόλο που είναι ικανοποιητικά συνεκτικό, περιέχει έναν τέτοιο πλούτο εικόνων, ιδεών και προσωπικοτήτων, που μπορεί να προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις από αναγνώστη σε αναγνώστη και από ανάγνωση σε ανάγνωση. Στην ουσία, συγκεντρώνω ένα σωρό έντονα χρωματιστά κομμάτια από γυαλί. Αλλά αντί να δημιουργήσω ένα ψηφιδωτό, μια σταθερή εικόνα, φτιάχνω ένα καλειδοσκόπιο  που χάρη στη λάμψη του ηλιακού φωτός και της αλληλεπίδρασης των καθρεφτών, δημιουργεί περίπλοκα όμορφα σχήματα και εικόνες, τα οποία ο αναγνώστης μπορεί να αναδιαμορφώσει με μια απλή κίνηση του καρπού του. 

Μπορείτε να μας πείτε κάποια πράγματα για το βιβλίο που γράφετε αυτή τη στιγμή;
Είναι τα τελευταία χρόνια που ασχολούμαι με το νέο μου μυθιστόρημα, όμως άρχισα να γράφω τα πρώτα κεφάλαια μόλις την 1η Απριλίου αυτού του έτους. Πρόκειται για τρία 18χρονα αγόρια, που το 1954 ξεκινούν από τη Νεμπράσκα με προορισμό τη Νέα Υόρκη – και αυτό είναι το μόνο που θα σας πω γι’ αυτό!

Ποιος συγγραφέας σας έχει επηρεάσει; Ποιο βιβλίο ξεχωρίζετε;
Σήμερα, στα 53 μου, έχω εκατοντάδες επιρροές από τη λογοτεχνία, τη μουσική, τον κινηματογράφο κ.λπ. Μια σύντομη λίστα: Woody Allen, James Bond, Humphrey Bogart, Jorge Louis Borges, Italo Calvino, Charlie Chaplin, Raymond Chandler, το κτίριο Chrysler, Bob Dylan, Διαφωτισμός, Existentialism, William Faulkner, Φ. Scott Fitzgerald, Ερνέστ Χέμινγουεϊ, Έντουαρντ Χόπερ, Φραντς Κάφκα, Κάπτεν Κερκ, Μίλαν Κούντερα, Ζεντ Ζέπελιν, Έντουαρντ Μανέτ, Μανιφέστο, Γαβριήλ Γκαρσία Μαρκέζ, Oulipo, Παρίσι, Marcel Proust, John Reed, Jim Rockford, Rock & Roll σε βινύλιο, Rolling Stones, Ρωσία, Frank Sinatra, Aleksandr Solzhenitsyn, άνοιξη, John Steinbeck, Σουρεαλισμός, Henry David Thoreau cookies, Leo Tolstoy, Walt Whitman, Βιρτζίνια Γουλφ, Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, Ζεν.