Βιβλιο

Μούχλα

Ένα διήγημα του Χρήστου Νικολόπουλου

A.V. Guest
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κάποια Δευτέρα

Καινούργια αρχή!

«Καινούργια αρχή!», είπε μέσα της η Νίκη με ένα λαμπερό χαμόγελο που αντανακλούσε την αισιόδοξη διάθεσή της. Αφού τακτοποίησε σε ένα ντουλάπι της αποθήκης το μπουκάλι της καθαρής βενζίνης -σημάδι ότι είχε ξεμπερδέψει με τους λεκέδες του βαψίματος που αμέλησε να τρίψει ο ιδιοκτήτης-, έκανε μια βόλτα στους χώρους του νέου της σπιτιού, περνώντας πάνω από τις πρώτες κούτες που είχαν ήδη μεταφερθεί. Ο χώρος απέπνεε μια ανάμικτη μυρωδιά καθαριότητας και βενζίνης, ενώ οι φρεσκοβαμμένοι λευκοί τοίχοι άφηναν απλόχερα υποσχέσεις καλής συνεργασίας με την άρτι αφιχθείσα ένοικό τους. Κι αυτή η αίσθηση περί καλής συνεργασίας σχηματοποιήθηκε πολύ γρήγορα στο μυαλό της Νίκης που, στη μικρή της περιήγηση στο χώρο, κατέληξε στον τρόπο με τον οποίο θα έβαζε τα έπιπλά της και στο στιλ της διακόσμησης που θα υιοθετούσε.

Ήταν ενθουσιασμένη με τη νέα αυτή τροπή στη ζωή της. Ύστερα από δεκατρία χρόνια σε διάφορα οικονομικά διαμερίσματα εκτός δακτυλίου, είχε έρθει η ώρα να μετακομίσει σε ένα ευάερο και ευήλιο -κατά τη συνήθη διατύπωση στις αγγελίες- ρετιρέ στην καρδιά της πόλης. Το αγαπούσε ιδιαίτερα, άλλωστε, η Νίκη το κέντρο της Αθήνας. Το αποζητούσε, όλο το προηγούμενο διάστημα που έμενε εκτός. Και πλέον είχε πάρει την απόφαση να ζήσει εκεί. Χωρίς να σκεφτεί ούτε το παραπάνω κόστος, ούτε το καυσαέριο, ούτε την κίνηση ή το θόρυβο, ούτε τον πολύ αέρα της αγγελίας το χειμώνα και τον πολύ ήλιο το καλοκαίρι, ούτε τίποτα. Και μόνο το γεγονός ότι θα άνοιγε τα παράθυρά της και θα έβλεπε απ’ τη μια το βράχο της Ακρόπολης κι απ’ την άλλη το λόφο του Λυκαβηττού ήταν αρκετό για εκείνη. Όλα τα υπόλοιπα δεν είχαν καμία απολύτως σημασία.

Σημασία είχε μόνο η θέα από τα παράθυρα του σαλονιού. Που, αν και είχε μόλις διαρρυθμιστεί στο μυαλό της, στην πράξη παρέμενε γεμάτο από κούτες. Έχοντας τελειώσει πλέον τη βόλτα της σε όλα τα δωμάτια, η Νίκη άρχισε να ανοίγει κάποιες από αυτές, ώσπου βρήκε το cd-player. Αφού το σύνδεσε στην πλησιέστερη πρίζα, πήρε από την τσάντα της ένα cd και το έβαλε ευλαβικά στο μηχάνημα. Δεν το είχε μεταφέρει, εξάλλου, τυχαία τόσο νωρίς στο καινούργιο σπίτι. Υπήρχε λόγος που το cd-player είχε μπει στις πρώτες κούτες. Κι ο λόγος αυτός δεν ήταν άλλος από την ιδιότυπη και πολύ προσωπική τελετουργία που είχε ανάγκη να κάνει αντί εγκαινίων. Μια τελετουργία που ξεκίνησε, μόλις η Νίκη πάτησε το play, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στις νότες του αγαπημένου της tango.

Με το που ακούστηκαν τα πρώτα λόγια της ιστορίας του τραγουδιού, το πάθος του κυρίευσε το χώρο, για να φύγει στη συνέχεια από τα όρια του ρετιρέ διαμερίσματος και να βγει προς τα έξω. Με έναν μαγικό τρόπο, η Νίκη το ένιωσε να απλώνεται σε όλο το κέντρο της πόλης και είδε από τα παράθυρά της τον Παρθενώνα απ’ τη μια και τον Άγιο Γεώργιο απ’ την άλλη να συμπαρασύρονται στη δίνη του tango, να λάμπουν και να την καλωσορίζουν κι αυτοί με τη σειρά τους στο νέο της σπίτι, επιβεβαιώνοντας σχεδόν μεταφυσικά την πίστη της ότι όλα θα πάνε καλά.

Μια Τρίτη

Όλα καλά.

«Όλα καλά. Ναι, σου λέω. Έτρεχα, απλώς, να το προλάβω. Να τα πούμε σε λίγο; Μόλις γύρισα από τη δουλειά, είχαμε σύσκεψη. Να πάρω μια ανάσα και σε παίρνω. Έχω ευχάριστα νέα», είπε η Νίκη στο τηλέφωνο και, αφού εξασφάλισε την αποδοχή της μικρής αυτής αναβολής από τον προπονητή της στα μαθήματα tango που παρακολουθούσε, το έκλεισε και άφησε την τσάντα της να πέσει στο πάτωμα. Για κακή της τύχη, όμως, η τσάντα άνοιξε και η μία ανάσα που τόσο χρειαζόταν αναβλήθηκε ξανά. Κι αυτό γιατί το περιεχόμενό της σκόρπισε εδώ κι εκεί και έπρεπε άμεσα να επανέλθει στη θέση του, ώστε να αποφευχθεί κάθε πιθανό ατύχημα.

Δεν γινόταν, άλλωστε, να αφήσει εκτεθειμένο το υλικό της δουλειάς της. Δεν παρατάς υπό έγκριση συμβάσεις δανείων και άλλα τραπεζικά έγγραφα στο πάτωμα. Κάτι να πέσει πάνω, λίγο να τα πατήσεις από απροσεξία και είσαι αμέσως υπόλογος. Στον προϊστάμενο, στον διευθυντή, στον πελάτη. Ειδικά αν είσαι πέραν του δέοντος τυπικός στη δουλειά σου, όπως η Νίκη. Που πρόσεχε σαν τα μάτια της οτιδήποτε σχετιζόταν με αυτή, φροντίζοντας να παίρνει τις όποιες εκκρεμότητες και στο σπίτι και να κρατά κωδικοποιημένο αρχείο, σε περίπτωση που χρειαζόταν να ανατρέξει, μιας και πίστευε ότι η δουλειά δεν τελειώνει με το τυπικό ωράριο, είναι υπεράνω χρονικών πλαισίων, ώστε να γίνεται σωστά.

Κι αυτή ακριβώς η τυπικότητα, ο επαγγελματισμός και η αφοσίωσή της είχαν οδηγήσει στην προαγωγή που της ανακοίνωσε ο διευθυντής της στη σύσκεψη που είχε προηγηθεί νωρίτερα. Από απλή υπάλληλος στα επαγγελματικά δάνεια, θα γινόταν προϊσταμένη του καταστήματος της τράπεζας που εργαζόταν. Και η Νίκη είχε πετάξει στα ουράνια. Γιατί ένιωθε ότι οι κόποι της όλα αυτά τα χρόνια άρχιζαν να ανταμείβονται. «Κοίτα να δεις που αυτό το σπίτι μοιάζει να είναι γούρικο», σκέφτηκε συνειρμικά, αφού πρώτα ενημέρωσε τον προπονητή της για τα ευχάριστα, όπως του είχε προαναγγείλει. Και ο συνειρμός αυτός δεν ήταν τυχαίος, μιας και από την πρώτη κιόλας μέρα που είχε μετακομίσει στο σπίτι αυτό έδειχνε να διανύει μία από τις ωραιότερες περιόδους της.

Μια Τετάρτη

Πάνω που τα πράγματα πήγαιναν τόσο ωραία…

«Πάνω που τα πράγματα πήγαιναν τόσο ωραία… Τι ήθελε τώρα ο εχθρός να εμφανιστεί;», μονολόγησε ταραγμένη η Νίκη, μόλις εντόπισε την πρώτη επίθεση της μούχλας σε μία γωνία στο ταβάνι του σαλονιού. Και δεν την είδε επειδή την έψαξε. Όχι. Ήταν μια διαπίστωση από αυτές τις ασυναίσθητες που κάνει κάποιος, όταν κάτι περιμένει και περπατάει στο χώρο κοιτάζοντας αδιάφορα γύρω του. Μια συμπτωματική διαπίστωση που, όμως, σήμανε μέσα της συναγερμό, την ώρα που το νερό για τον καφέ της έφτανε πια στην απαιτούμενη για σερβίρισμα θερμοκρασία. «Πρέπει να δράσω άμεσα, να προλάβω», κατέληξε κι άρχισε να γυρίζει σε όλο το σπίτι, ψάχνοντας αυτή τη φορά με μανία να διαπιστώσει αν ο εχθρός είχε ήδη φροντίσει να χτυπήσει και αλλού.

Εχθρός ήταν για τη Νίκη η μούχλα. Έτσι την είχε καταγεγραμμένη μέσα της. Κι ήταν ένας εχθρός που φοβόταν πολύ. Κάθε πιθανή εμφάνισή της τη θεωρούσε σημάδι ότι κάτι δεν θα πάει καλά. Δεν επρόκειτο μόνο για μια πάθηση των τοίχων. Στη δική της ερμηνευτική προσέγγιση, αποτελούσε ανησυχητικό προμήνυμα ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν ομαλά και οι ισορροπίες θα ανατραπούν. Κι αυτή ήταν μια ερμηνεία που ενστικτωδώς της είχε δώσει. Θεωρητικά και ενστικτωδώς, δηλαδή, αφού για καλή της τύχη δεν είχε κληθεί ποτέ στο παρελθόν να την αντιμετωπίσει σε κάποιο από τα υπόλοιπα σπίτια που είχε μείνει. Παρ’ όλα αυτά, την έτρεμε. Ο αργός θάνατος που κουβαλούσε μαζί της η μούχλα ήταν κακός οιωνός για εκείνη.

«Δεν μπορεί! Δεν γίνεται! Γιατί τώρα; Αφού φαινόταν πως είναι γούρικο αυτό το σπίτι», έλεγε και ξανάλεγε νευρικά, όσο τσέκαρε τα δωμάτια. Σίγουρη πια, μετά την επισταμένη της έρευνα, ότι τουλάχιστον δεν υπήρχε άλλο -εμφανές- μέτωπο, επέστρεψε στο σαλόνι για να καταστρώσει λεπτομερές σχέδιο εξόντωσης του εχθρού. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου την έβγαλε για μια στιγμή από την ενασχόλησή της με την απόκρουση της επίθεσης της μούχλας. «Γιατί τώρα εμένα αυτό το τηλεφώνημα δεν μ’ αρέσει καθόλου;», αναρωτήθηκε ρητορικά μέσα της και έσπευσε να απαντήσει, με μια αίσθηση βεβαιότητας ότι δεν θα μάθαινε κάτι καλό. Και δεν είχε κάνει λάθος. Αφού από την άλλη άκρη της γραμμής άκουσε μία συνάδελφό της από τα κεντρικά της τράπεζας να της ανακοινώνει πανικόβλητη το δυσάρεστο νέο ότι η διοίκηση είχε αιφνιδιαστικά αποφασίσει να προκηρύξει πρόγραμμα αναγκαστικής-«εθελούσιας» εξόδου για τους υπαλλήλους, λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών της εποχής.

Κάποια Πέμπτη

Είναι που φταίνε οι συνθήκες!

«Είναι που φταίνε οι συνθήκες! Μην τα λέμε και τα ξαναλέμε», σχολίασε ειρωνικά η Νίκη και άφησε με δύναμη το ασύρματο τηλέφωνο στη βάση του. Δεν της άρεσε καθόλου η συζήτηση που είχε προηγηθεί. Τι κι αν ο προπονητής της στο χορό προσπαθούσε να την καθησυχάσει ότι όλα θα διορθωθούν; Δεν μπορούσε με τίποτα να πιστέψει ότι τα βήματά της στο tango είχαν αρχίσει να είναι αγχωμένα. Όσο, όμως, κι αν δεν ήθελε να το δεχτεί, για μια ακόμα φορά τον τελευταίο καιρό είχε μπερδέψει τα βήματα στο μάθημά της. Στην προπόνηση, για την ακρίβεια, αφού έτσι κι αλλιώς ήξερε να χορεύει καλά. Και φρόντιζε σε τακτική βάση να πηγαίνει να προπονείται, προκειμένου να εκτονώνει την ενέργειά της μέσα από τη μεγάλη της αγάπη, το tango.

Μια σκιά εμφανίστηκε στα χείλη της, παίρνοντας τη θέση του λαμπερού χαμόγελου που ήθελε να έχει στη ζωή της. Κι αυτή η σκιά είχε να κάνει με τους λόγους στους οποίους οφειλόταν η μούχλα των βημάτων και η κακή ψυχολογία της Νίκης το τελευταίο διάστημα. Το πρόγραμμα της εθελούσιας εξόδου από την τράπεζα είχε καρφωθεί στο μυαλό της και δεν έλεγε να φύγει με τίποτα. Για αρκετό καιρό, όσο τέλος πάντων είχε περιθώριο βάσει της καταλυτικής προθεσμίας των δηλώσεων, ζύγιζε μέσα της μέρα και νύχτα τις επιλογές που ανοίγονταν μπροστά της, αδυνατώντας να καταλήξει κάπου.

Σε μια προσπάθεια να διώξει τη σκιά που είχε γαντζωθεί στα χείλη της μετά το τηλεφώνημα με τον προπονητή της, πήγε στα παράθυρα του σαλονιού και άνοιξε διάπλατα τις κουρτίνες. Ο βράχος της Ακρόπολης και ο λόφος του Λυκαβηττού είχαν γίνει τρόπον τινά το «καταφύγιό» της, κάθε φορά που η διάθεσή της ήταν κακή. Την ηρεμούσε η θέα τους, της αναγεννούσε την ελπίδα μέσα της. Μόνο που αυτή τη φορά ο Παρθενώνας και ο Άγιος Γεώργιος έμοιαζαν κι αυτοί μουντοί. Χωρίς εκείνη τη λάμψη που βοηθούσε τη Νίκη να χαμογελάει ξανά, όποτε με το βλέμμα της αποζητούσε την αγκαλιά τους. Λες και η μούχλα στη δουλειά και στα χορευτικά της βήματα είχε ξεγλιστρήσει ύπουλα από τα παράθυρα, είχε επεκταθεί στην καρδιά της Αθήνας και τους είχε πλήξει κι εκείνους με έναν παράδοξο τρόπο, σχηματίζοντας έναν σκοτεινό κλοιό που έσφιγγε σιγά-σιγά γύρω της.

Έναν κλοιό που δεν την άφηνε να ησυχάσει και απομυζούσε όλη της την ενέργεια, όσο η Νίκη προσπαθούσε εναγωνίως να βρει τη λύση. Αυτή που η ίδια θα θεωρούσε σωστή, ώστε να απαντήσει στο ερώτημα «μένω ή φεύγω;» και να βγει επιτέλους από το τέλμα της. «Στους τοίχους, όταν εμφανίστηκε ο εχθρός, ήξερα τι να κάνω. Κι όχι μόνο το έκανα, αλλά τους άλλαξα και χρώμα, για να είναι καινούργιοι στα δικά μου μάτια. Στη δουλειά, όμως, δεν ξέρω. Ούτε στο tango. Δεν με βοηθάει και η θέα πια. Μούχλιασε κι αυτή, μ’ όλα αυτά που γίνονται. Νιώθω τη μούχλα να με κυκλώνει όλο και πιο πολύ, όλο και πιο απειλητικά, και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω», έλεγε στις συζητήσεις με τον προπονητή της, ροκανίζοντας ηθελημένα και αθέλητα το χρόνο που της είχε απομείνει για να αποφασίσει.

Μια Παρασκευή

Ο κύβος ερρίφθη.

«Ο κύβος ερρίφθη. Το πήρα απόφαση, θα μείνω», του ανακοίνωσε στο τηλεφώνημα που συνέπεσε με την τελευταία μέρα της καταλυτικής προθεσμίας των δηλώσεων εξόδου. «Δεν θα το βάλω στα πόδια», είπε κλείνοντας τον σύντομο μονόλογό της. Και αυτό έκανε. Παρέμεινε, αποφασισμένη να διώξει τη μούχλα που είχε πλήξει τη δουλειά, τα βήματα του tango, τη θέα από τα παράθυρά της. Να την εξοντώσει, πριν τη νικήσει εκείνη. Και σ’ αυτό βοήθησε πολύ τη Νίκη και το καινούργιο στα μάτια της σπίτι. Οι τοίχοι, ξυμένοι, απολυμασμένοι και βαμμένοι χρωματιστοί πια, έδειχναν ξανά ασφαλείς. Λες και το χρώμα που αντικατέστησε το λευκό τούς είχε δώσει μια επιπλέον ασπίδα προστασίας. Μια ασπίδα που βοήθησε με τον τρόπο της να βρει και η Νίκη τις δικές της ισορροπίες. Όχι πως ήταν εύκολο ή ότι έγινε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να καταφέρει να διαχειριστεί μέσα της τις απώλειες παλιών συναδέλφων και τις ανακατατάξεις στο κατάστημα, για να φτάσει στο σημείο να μην την παίρνουν από κάτω.

Ταλαιπωρήθηκε πολύ, ώσπου να ανακτήσει την καλή της ψυχολογία. Το ενδεχόμενο της μετάθεσης σε άλλο κατάστημα φάνταζε θεωρητικά σαν βολική, αν μη τι άλλο, προοπτική. Σε επίπεδο συναισθηματικής φόρτισης, τουλάχιστον. Και την ίδια στιγμή αποτελούσε σενάριο δύσκολα εφαρμόσιμο στην πράξη, αφού θα συνιστούσε επιστροφή στην προ της προαγωγής κατάσταση. Ένα πισωγύρισμα που η Νίκη έφερνε βαρέως, όσο κι αν σημειακά της περνούσε από το μυαλό να φύγει από το κατάστημα που είχε πια αποδυναμωθεί και υπολειτουργούσε, κάνοντας τη δουλειά και τη ζωή της καθημερινά δύσκολη.

Κι αυτή ακριβώς η παρατεταμένη δυσκολία ήταν που την έκανε τελικά να πεισμώσει και να βάλει στόχο της να την ανατρέψει, όταν η ζυγαριά έγειρε για άλλη μια φορά στο να μη φύγει. Να μην πάρει μετάθεση, να παραμείνει στο κατάστημα και να διατηρήσει το πόστο της, αλλάζοντας άρδην τη ματιά της σ’ αυτό. Οι μέχρι πρότινος άγνωστοι νέοι συνάδελφοι έγιναν σταδιακά γνωστοί, οι κοινές δυσκολίες τούς έφεραν με τον καιρό πιο κοντά, ενώ η ίδια φρόντισε ως προϊσταμένη να καλλιεργήσουν ένα κατά το δυνατόν θετικό κλίμα, παρά τα αρνητικά της εργασιακής πρακτικής. Κι όχι μόνο φρόντισε, αλλά το πέτυχε κιόλας. Και, σιγά-σιγά, τόσο το χαμόγελο και τα βήματα στο χορό όσο και η θέα από τα παράθυρα του σαλονιού της επανήλθαν στην προγενέστερη πολύ όμορφη εκδοχή τους.

Ένα Σάββατο

Μέχρι εδώ ήταν;

«Μέχρι εδώ ήταν; Μόνο τόσο κράτησε;», αναρωτήθηκε με δάκρυα στα μάτια η Νίκη, μνημονεύοντας την πολύ όμορφη περίοδο που είχε διανύσει τους τελευταίους μήνες. Η οποία, όμως, είχε ξαφνικά διαταραχθεί, αφού οι ραγδαίες εξελίξεις στην κρίση του δυτικού κόσμου άλλαξαν και πάλι τα δεδομένα. Η έξωθεν επιβεβλημένη ασπίδα σωτηρίας από την κατρακύλα της οικονομίας είχε χτυπήσει για άλλη μια φορά την πόρτα της τράπεζας. Και οι διευθυντές και οι προϊστάμενοι των απανταχού καταστημάτων είχαν ενημερωθεί από τη διοίκηση -σε έκτακτη σύσκεψη εκτός εργάσιμων ημερών και ωραρίου συναλλαγών- ότι ήταν αναπόφευκτη η εξαγγελία ενός νέου προγράμματος αναγκαστικής-«εθελούσιας» εξόδου μεγαλύτερης μερίδας των υπαλλήλων κι ενός καινούργιου κύματος απολύσεων, αν δεν συμπληρωνόταν ο απαιτούμενος αριθμός των αναγκασμένων-«εθελοντών».

Η μούχλα είχε κάνει ξανά την επίθεσή της. Και το δεύτερο αυτό χτύπημα κάτω από τη μέση έπιασε εξαπίνης τη Νίκη, που, όπως πολλοί άλλοι, είχε πιστέψει τις διαβεβαιώσεις κρατούντων και μη ότι τα πράγματα αρχίζουν να σταθεροποιούνται. Αυτή τη φορά δε η κατάσταση ήταν ακόμα πιο σκληρή από την προηγούμενη. Το δίλημμα «μένω ή φεύγω;» που είχε μπει εκ νέου στη ζωή της την είχε αποσυντονίσει εντελώς. Η καθημερινότητά της ήταν γεμάτη πάλι από συζητήσεις με τον προπονητή και τους συναδέλφους της, συζητήσεις που έφταναν σε επίπεδα εμμονής, με κοινό παρονομαστή όλων την αδυναμία απόφασης.

Μια αδυναμία που τη διέλυε. Τα βήματά της στο tango είχαν θυμηθεί ξανά τον σκιερό εαυτό τους. Και τώρα δεν ήταν μόνο αγχωμένα. Ήταν βαριά, κουρασμένα. Λες κι ο χρόνος είχε διασταλεί τόσο, που μέσα σε λίγους μήνες έμοιαζαν να κουβαλούν ένα τεράστιο φορτίο γήρατος που συνέθλιβε τα πάντα με το βάρος του. Η φωτιά του πάθους είχε σβήσει, ακολουθώντας την απώλεια της φλόγας που είχε επέλθει στη δουλειά της Νίκης εξαιτίας της μούχλας. Που δεν περιορίστηκε ούτε αυτή τη φορά μόνο στα εργασιακά και χορευτικά καθήκοντά της, αλλά με τον καιρό επεκτάθηκε με τον παράδοξα ύπουλο τρόπο της στο βράχο της Ακρόπολης και το λόφο του Λυκαβηττού, για να καταλήξει στους τοίχους του σπιτιού της Νίκης. Τους βαμμένους χρωματιστούς που, ενώ έδειχναν πιο ασφαλείς πια, το ίδιο τρωτοί και ευάλωτοι παρέμεναν τελικά, παρά την έξωθεν φορεμένη ασπίδα σωτηρίας.

Μέρα με τη μέρα, η Νίκη πιανόταν όλο και περισσότερο στην ενέδρα του εχθρού. Από τη μούχλα των τοίχων του σπιτιού της στα μουχλιασμένα βήματα του tango κι από τη μουχλιασμένη όψη του Παρθενώνα και του Αγίου Γεωργίου στη μούχλα της εργασιακής της καθημερινότητας, βίωνε στο έπακρον τον αργό θάνατο που τόσο φοβόταν, δίχως να μπορεί να κάνει κάτι για να βγει από το αδιέξοδό της. Ο εχθρός είχε απλωθεί για τα καλά γύρω της, μετατρέποντάς τη σταδιακά σε μια αγκυλωμένη σκιά. Μια σκιά εντελώς αδύναμη να αντιδράσει είχε καταντήσει η Νίκη, την ίδια στιγμή που η καταλυτική ημερομηνία για τις δηλώσεις της εθελούσιας εξόδου πλησίαζε, ζητώντας της επιτακτικά να αποφασίσει.

Κάποια Κυριακή

Αντεπίθεση. Τώρα!

«Αντεπίθεση. Τώρα!», αποφάσισε σε ανύποπτη στιγμή και σηκώθηκε με φόρα από τον καναπέ του σαλονιού, τινάζοντας από πάνω της την αγκύλωση του σκιερού εαυτού της. Το ζήτημα είχε λήξει πια για τη Νίκη, δίχως να έχει καν εξαντληθεί ο χρόνος που απέμενε για την εθελούσια έξοδο. Με δυναμικές, σίγουρες και ταυτόχρονα πειθαρχημένες κινήσεις, σαν βγαλμένες από την ιεροτελεστία του tango, πήγε στο cd-player. Το cd με το αγαπημένο της τραγούδι ήταν μέσα, καιρό τώρα, σκονισμένο από την αχρησία, λόγω της σαρωτικής επέλασης της μούχλας. Αφού το καθάρισε καλά, για να μη βρεθεί μπροστά σε καμιά δυσάρεστη έκπληξη, το έβαλε να παίξει και έκλεισε τα μάτια.

Με το που ξεκίνησε η μουσική, το λαμπερό χαμόγελο επανήλθε σχεδόν μεταφυσικά στο πρόσωπό της. Με αργές αλλά καθόλου διστακτικές κινήσεις, πήγε στην αποθήκη και έβγαλε από το ντουλάπι με τα απορρυπαντικά το μπουκάλι της καθαρής βενζίνης. Η μυρωδιά της απλώθηκε μεμιάς στο χώρο, μόλις η Νίκη άνοιξε το καπάκι. Μια αγαλλίαση ηδονική την κατέλαβε. Ακολουθώντας τα βήματα του χορού, όπως τα θυμήθηκε αβίαστα και τα μετρούσε ως διά μαγείας με πάθος μέσα της, άρχισε να ραίνει τα έπιπλα, τα αντικείμενα, το αντίγραφο του αρχείου της δουλειάς, τις κουρτίνες στα παράθυρα με τη θέα στο βράχο της Ακρόπολης και το λόφο του Λυκαβηττού, όλα όσα είχαν σφραγίσει τη ζωή της πριν από τη μούχλα. Όταν το τραγούδι έφτασε στο τέλος του, η Νίκη ολοκλήρωσε το πρώτο σκέλος της δικής της αντεπίθεσης. Όλα γύρω της έφεραν πλέον πάνω τους τη μυρωδιά της βενζίνης. Έμεινε για λίγο ακίνητη, αντί υπόκλισης-αποχαιρετισμού. Κι ύστερα, δυνάμωσε εντελώς την ένταση στο cd-player, πάτησε ξανά το play και άναψε ένα σπίρτο.

Μέσα σε μια στιγμή, ολόκληρος ο χώρος τυλίχτηκε στις φλόγες. Που με έναν μη ρεαλιστικό τρόπο έμοιαζαν να ακολουθούν κι αυτές τα βήματα του χορού και να χορεύουν-παλεύουν με τα θύματά τους. Σε ένα tango σαν αγώνα ενάντια στον εχθρό μέχρι τελικής πτώσεως. Με τα βήματά της να έχουν πάρει φωτιά, η Νίκη έβλεπε τις φλόγες να κατακαίνε τη ζωή της. Αγαπημένα έπιπλα ταυτισμένα με στιγμές έρωτα, πίνακες και βιβλία, επαγγελματικά έγγραφα και φάκελοι, ο Παρθενώνας και ο Άγιος Γεώργιος πίσω από τις κουρτίνες, όλα είχαν παραδοθεί αμαχητί στη δίνη της φωτιάς. Κι ανάμεσά τους εκείνη, να χορεύει με πάθος το αγαπημένο της tango, κοιτάζοντας γύρω χωρίς πρόθεση να επέμβει και να το σταματήσει όλο αυτό, χωρίς διάθεση να φύγει, να μην το δει μέχρι το τέλος.

«Κοίτα τα βήματα του tango, όταν παίρνουν φωτιά. Τότε ξεκαθαρίζονται όλα. Μέσα σου. Μέσα στην ένταση της φωτιάς, την ώρα που τα βήματα καίγονται», έλεγε πάντα. Και το πίστευε. Δεν το έλεγε ερήμην ή μόνο για να κάνει εντύπωση. Κάθε άλλο. Ό,τι έκανε ή έλεγε το πίστευε. Όπως εν προκειμένω. Που πίστευε ακράδαντα στην αναγέννηση μέσα από το κάψιμο. Των βημάτων του tango, των ανθρώπων. Και το αντίστροφο. Δεν τα διέκρινε, άλλωστε, αυτά τα δύο μεταξύ τους. «Εμείς είμαστε τα βήματά μας», πίστευε. Και ίσως γι’ αυτό να υπέφερε τόσο, όποτε δεν μπορούσε να χορέψει με πάθος. Γιατί ήταν ένδειξη ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά στη ζωή της. Κι αυτό την τσάκιζε.

Σε λίγο, το tango που η Νίκη άκουγε-χόρευε είχε πια τελειώσει και η φωτιά είχε ολοκληρώσει το δικό της έργο. Συνεχίζοντας, όμως, να κυριαρχεί στο χώρο, μέσα στην απέραντη σιωπή της στάχτης. Με τον ίδιο τρόπο που συνέχιζε να κυριαρχεί και στην καρδιά της. Σαν σφραγίδα της επικείμενης αλλαγής. Η Νίκη άνοιξε ήσυχα τα μάτια της. Το σπίτι ήταν ακριβώς όπως πριν. Το ίδιο και ο βράχος της Ακρόπολης και ο λόφος του Λυκαβηττού. Κανένα ίχνος φωτιάς δεν υπήρχε. Πουθενά. Καμία μυρωδιά καπνού στην ατμόσφαιρα. Όλα συνέχιζαν να βρίσκονται στην κανονική, τη συνηθισμένη θέση τους. Μόνο που για τη Νίκη, μετά από αυτή την ιδιότυπη και πολύ προσωπική τελετουργία, όλα μέσα της είχαν αλλάξει. Κι όλα γύρω της έμοιαζαν διαφορετικά, μη συνηθισμένα και μη κανονικά. Λαμπερά, καινούργια. Χωρίς κανένα απολύτως οχυρό της μούχλας πάνω τους, έτοιμα προς μεταφορά σε ένα καινούργιο σπίτι -με ή χωρίς θέα στον Παρθενώνα και τον Άγιο Γεώργιο που, πάντως, μετά από όλο αυτό, έλαμπαν κι αυτοί ξανά στο κέντρο της πόλης, στη δική της καρδιά- και σε μια καινούργια δουλειά, σε μια νέα περίοδο της ζωής της γεμάτη από πάθος. Λες και τα λίγα λεπτά του φλογισμένου tango ήταν αρκετά για να γίνουν στάχτη και να εξαφανιστούν όλα τα μέτωπα που είχε προλάβει να ανοίξει η μούχλα, ο εχθρός, όπως η Νίκη την είχε καταγεγραμμένη θεωρητικά, ενστικτωδώς και πρακτικά πλέον μέσα της.

«Πάμε γι’ άλλα», είπε και με το λαμπερό χαμόγελο στα χείλη της υπέγραψε την αίτηση εθελούσιας εξόδου από την τράπεζα και ανακοίνωσε στον ιδιοκτήτη του σπιτιού ότι το αφήνει. Αφού ενημέρωσε σχετικά και τον προπονητή της, κοίταξε για τελευταία φορά γύρω της. Ο κύκλος είχε κλείσει πια μέσα της. Οριστικά. Τίποτα δεν την κράταγε σ’ αυτό το σπίτι, σ’ αυτή την περίοδο της ζωής της. Ούτε καν η νέα, καθαρή κι απαλλαγμένη από τη μούχλα εικόνα τους. Μπορεί ο εχθρός να είχε ηττηθεί, όμως αυτό δεν της αρκούσε. Ήθελε να αναζητήσει το καινούργιο. Να ανοίξει έναν άλλο κύκλο. Με διαφορετική αφετηρία και προορισμό το πάθος. Αυτό που της είχε λείψει. Και μ’ αυτή τη διάθεση αισιοδοξίας, αυτά τα φτερά στην πλάτη, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Σαν νικήτρια.

Info: Ο Χρήστος Νικολόπουλος ασχολείται με τη δημοσιογραφία, τη συγγραφή και το θέατρο. Από τις εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη κυκλοφορούν οι συλλογές διηγημάτων του Χ επαφής και Πυροβολισμοί και το δίπτυχο για το θέατρο Fragile.

  n