Βιβλιο

Μια γυναίκα της μεταπολίτευσης

«Το κόκκινο κοχύλι» της Μαρίας Θεοδοσάκη είναι ένα θρίλερ που αφήνει στον αναγνώστη την αίσθηση «κρίμα που δεν έχει κι άλλο».

Βασίλης Βασιλικός
ΤΕΥΧΟΣ 552
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο οπισθόφυλλο του πρώτου δημοσιευμένου μικρού μυθιστορήματος ή μεγάλης νουβέλας «Το κόκκινο κοχύλι» της Μαρίας Θεοδοσάκη υπάρχει μια φράση δική μου, από την πρώτη ανάγνωση του χειρογράφου της, που λέει επί λέξει: «Το κόκκινο κοχύλι είναι ένα μικρό αριστούργημα. Ένα συναρπαστικό ερωτικό θρίλερ που αφήνει στον αναγνώστη την αίσθηση του “κρίμα που δεν έχει κι άλλο”». Η άγνωστή μου τότε και τώρα συγγραφέας με πληροφόρησε ηλεκτρονικά ότι το κείμενο που μου έστειλε είναι ανολοκλήρωτο και ήθελε μια πρώτη γνώμη από κάποιον που εκτιμούσε για το αν άξιζε να δημοσιευτεί κτλ. Έτσι όταν το διάβασα τώρα, ολοκληρωμένο πια, από τις εξαιρετικές σε ποιότητα εκδόσεις Αρμός, βιάστηκα να συμπληρώσω μετά τη λέξη «θρίλερ» «...με αρχή, μέση και τέλος, πυκνή γραφή» εξακολουθώντας «να αφήνει στον αναγνώστη την αίσθηση του: κρίμα που δεν έχει κι άλλο».

Και βέβαια η νουβέλα υπακούει στον ορισμό του Αντρέ Ζιντ για το πετυχημένο έργο τέχνης που μοιάζει με το αυγό όπου και μια καρφίτσα να προσθέσεις μπορεί να το ραγίσει. Ωστόσο είναι τόσο συναρπαστικό το ζευγάρι των πρωταγωνιστών (η Άννα και ο Πάρης) στο πεζογράφημα της Θεοδοσάκη που ο αναγνώστης «θέλει κι άλλο» να γνωρίσει τη συνέχεια της ζωής τους γιατί δεν πιστεύει ότι όλα τελείωσαν με το τέλος του βιβλίου. Ίσως γίνει κι αυτό στο μέλλον. Δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν τόσο σπαραχτικά δεν μπορεί να μην ξανασυναντηθούνε κάπου, κάπως, κάποτε. Ποιος ξέρει...

«Γυναίκα της μεταπολίτευσης» βάφτισα την Άννα, που θα πρέπει να γεννήθηκε κάπου γύρω στο 1974-75, με ανέφελα παιδικά χρόνια, πρώτη μαθήτρια στο Λύκειο χωρίς να ’ναι «σπασίκλα», γιατί ενηλικιώνεται την εποχή που ο ξέφρενος μεταπολιτευτικός φεμινισμός είναι πια στη δύση του. Σοβαρή, όμορφη, δυναμική, με μια έμφυτη τάση στον αναστοχασμό και την αυτοανάλυση, πορεύεται στη ζωή της ξέροντας επακριβώς τι θέλει. Στο μυθιστόρημα τη συναντάμε με το γάμο της στο «ναδίρ», πράγμα που την κάνει ακόμα πιο δραστήρια στη δουλειά της θέλοντας έτσι να καλύψει το «συναισθηματικό της κενό», ενώ παράλληλα είναι δοσμένη, ψυχή τε και σώματι στο μεγάλωμα των δύο ανήλικων παιδιών της. Ώσπου...

Ώσπου ένα καλοκαίρι εμφανίζεται στη ζωή της, όχι από το πουθενά (φίλος ενός φίλου του αδελφού της) ο μοιραίος Πάρης: άντρας (στα χρόνια της), άνθρωπος ωραίος, γοητευτικός, «πρίγκιπας Λυκαβηττός» αλλά και με πολλά σκοτάδια που ζει με το μόνιμο τρόμο της «σχέσης», δηλαδή ενός μόνιμου δεσμού, αποτέλεσμα ίσως της τραυματικής εμπειρίας του από μια προηγούμενη μακρόχρονη «ερωτική ιστορία». Στην αρχή αυτό πιστεύουμε ότι συμβαίνει. Αλλά σιγά-σιγά η Άννα (σε αντιδιαστολή με έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα του βιβλίου, τον Δημήτρη, φίλο του Πάρη, που «είχε γαλουχηθεί με δυο διαφορετικές κουλτούρες, η μητέρα του ήταν Γαλλίδα και ο μπαμπάς του Έλληνας κι αν ίσχυε ό,τι ισχύει συνήθως με τους γιους και τις μαμάδες, η δική του (του Δημήτρη) πρέπει να έκανε πολύ καλή δουλειά [...] θα καταστάλαζε στο συμπέρασμα ότι ο ευνουχισμός των γιων αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των ελληνίδων μαμάδων [...] κι έπρεπε να το προσέξει και η ίδια, σκέφτηκε, αφού μεγάλωνε ένα γιο». Κι έτσι σιγά-σιγά με ελαφρές πινελιές και με υπαινικτικές νύξεις, χωρίς βαρύγδουπες ψυχαναλυτικές ερμηνείες, η συγγραφέας μάς οδηγεί στη ρίζα του κακού του αγαπημένου της που τρέμει «τη σχέση» ή το «μόνιμο δεσμό» (όνειρο κάθε ερωτευμένης γυναίκας, αλλά όχι αναγκαστικά και κάθε ερωτευμένου άντρα) και όπως συμβαίνει στα καλά αστυνομικά μυθιστορήματα που ξεκινάνε με ένα φόνο ανακαλύπτουμε κι εμείς οι αναγνώστες στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ποιος ή ποια τον διέπραξε.

Ο τίτλος του προέρχεται από ένα τραγούδι της Γαλάνη «Το κόκκινο κοχύλι» και οι στίχοι του τραγουδιού είναι η πεμπτουσία της ίδιας της νουβέλας: «Στην καρδιά μου έχει μείνει/ ένα κόκκινο κοχύλι/ από τ’ άσπρο καλοκαίρι/ ποιος θεός σε έχει φέρει/ στη ζωή μου για να μείνεις/ σαν ανάμνηση μιας δίνης».

Ενώ επιλογικά ένα άλλο τραγούδι με στίχους και μουσική της ίδιας της συγγραφέως περιέχει το αχνοχάραμα μιας πιθανής συνέχειας: «Μοναξιά μου, μόνιασμά μου, μοίρασμά μου/ έτσι τρέχει η ζωή./ Πώς μπορώ να σταματήσω τη ροή/ και να μείνω μοναχά σ’ αυτό το Μ./ που φωνάζει μονοιασμένοι εγώ και συ/ Πές μου πώς...».

Το εξαιρετικά γραμμένο αυτό πρώτο μίνι-μυθιστόρημα αξίζει να διαβαστεί το χειμώνα γιατί είναι πλημμυρισμένο από το φως του καλοκαιριού και το στραφτάλισμα της βαθιάς γαλάζιας θάλασσας του αιγαιοπελαγίτικου νησιού. Ο Ελύτης θα το ζήλευε. Κι εγώ θυμήθηκα ξανά το μεγάλο απόκτημα των τελευταίων δεκαετιών της πεζογραφίας μας: από την πρώτη γενιά (Έλλη Αλεξίου, Μέλπω Αξιώτη, Μιμίκα Κρανάκη, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Διδώ Σωτηρίου μέχρι και την τελευταία Λιλή Ζωγράφου) και τη δεύτερη γενιά που ακολούθησε (Μάρω Δούκα, Ρέα Γαλανάκη, Ιωάννα Καρυστιάνη, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ερση Σωτηροπούλου, Μάρω Βαμβουνάκη, Ελένη Λαδιά, Μανίνα Ζουμπουλάκη, Νατάσα Χατζιδάκι και πολλές ακόμα), η τρίτη γενιά που εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια συνεχίζει την παράδοση των συγγραφέων που κατάγονται κατά 80% από τη λεβεντογέννα Κρήτη όπου η συγγραφική «λεβεντιά» έχει περάσει πια αποκλειστικά σχεδόν σε ποιήτριες και πεζογράφους «γένους θηλυκού», θέμα μιας διδακτορικής διατριβής για gender studies. 

image