Βιβλιο

H ιστορία μιας σειράς

Η σειρά βιβλίων Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg φιλοξενεί αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας μέσα από σπουδαίες μεταφράσεις

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 413
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η σειρά βιβλίων Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg φιλοξενεί αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας μέσα από σπουδαίες μεταφράσεις. Ο διευθυντής της σειράς Αθανάσιος Κ. Χριστοδούλου εξηγεί τη φιλοσοφία της.

Θα μας συστηθείτε;

Υπήρξα δικηγόρος για 35 χρόνια. Μετά απο κάποιες πρώιμες και αμφίβολες ποιητικές δοκιμές στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής μου δραστηριότητας, που μάλλον αποκάλυψαν αδυναμίες και αδιέξοδα, μαθήτευσα για χρόνια στα ελληνικά του Γιώργου Σεφέρη. Οι ασκήσεις αυτής της μαθητείας αποτυπώθηκαν σε τρεις τόμους με ενιαίο τίτλο «Η Στροφή του Σεφέρη». Με εξοπλισμό τη στερεότητα και την κομψότητα των ελληνικών του ποιητή, άρχισα να προσεγγίζω το «Μόμπι-Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ. Αυτή η δεύτερη άσκηση και μαθητεία, που κράτησε μια δεκαετία, υπήρξε η αιτία που ώθησε τον Δημήτρη Αρμάο, ονειροπόλο ποιητή και πρωτεργάτη των λογοτεχνικών αφυπνίσεων των εκδόσεων Gutenberg, να εισηγηθεί στην εκδοτική επιχείρηση τη δημιουργία μιας σειράς αμετάφραστων και σπουδαίων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που ο ίδιος είχε τιτλοφορήσει με το λατινικό τίτλο Orbis Literae (Τα γράμματα ή τα λογοτεχνικά έργα του Κόσμου), να προτείνει σαν πρώτο έργο το Μόμπι-Ντικ και το όνομά μου σα διευθυντή της σειράς. Μαζί με τον Δημήτρη συντάξαμε έναν κατάλογο με τα βιβλία της σειράς που είχαμε διαλέξει και το πρόγραμμα ξεκίνησε με μπροστάρη τη μετάφραση του «Μόμπι-Ντικ», που είχα πλέον ολοκληρώσει.

Τι τη χαρακτηρίζει;

Ποιες είναι οι «προϋποθέσεις» για να συμπεριληφθεί ένα βιβλίο σ’ αυτή; Ό,τι χαρακτηρίζει τα βιβλία της Orbis Literae είναι η αναγνωρισμένη και αναμφισβήτητη αξία τους στη συνείδηση πολλών γενεών. Είναι έργα που ξεχώρισαν με τα χρόνια εξαιτίας της αυθεντικότητας των ζητημάτων που διαπραγματεύονται, ζητημάτων που περιστρέφονται πάντα γύρω από ό,τι χαρακτηρίζει και διακρίνει τον άνθρωπο, γύρω από την ψυχή του δηλαδή, και της ποικιλόμορφης πρωτοτυπίας στην παρουσίασή τους ή αλλιώς στη λογοτεχνική έκφραση. Ένα βιβλίο λοιπόν εντάσσεται στη σειρά με κριτήριο τη μοναδικότητά του, θα τολμούσα να πω.

Υπάρχει ένα αδιόρατο νήμα που να συνδέει τα συγκεκριμένα βιβλία;

Η ελληνική γλώσσα. Γιατί στην πραγματικότητα οι μεταφράσεις αυτής είναι ελληνικά κείμενα και οι μεταφραστές οι συγγραφείς τους. Είναι πρωτότυπα ελληνικά κείμενα. Τους εκφράζουν απόλυτα. Μεταφράζοντας τα παίζουν όλα για όλα – είτε θα αφήσουν πίσω τους ένα έργο αξίας και διάρκειας, όπως η μετάφραση στα αγγλικά των «Δοκιμίων» του Μονταίνιου από τον John Florio και η μετάφραση στα ελληνικά της μονογραφίας του Φρειδερίκου Γ. Φάρραρ «Ο Βίος του Χριστού» από τον Παπαδιαμάντη, ή η δουλειά τους θα γίνει βορά της λήθης.

Πώς γίνεται και είναι όλα ογκώδη;

Επειδή είναι ογκώδη και τα πρωτότυπα. Γίνονται ακόμα πιο ογκώδη μάλιστα, γιατί η ελληνική γλώσσα, η γλώσσα που μιλάμε, είναι αναλυτική. Ό,τι εκφράζει ο Εγγλέζος με μια λέξη, για να το εκφράσει ο Έλληνας χρειάζεται κάποτε δύο ή περισσότερες λέξεις.

Η σειρά έχει κατορθώσει να δημιουργήσει ένα φανατικό κοινό, που αγοράζει κάθε βιβλίο. Πού οφείλεται αυτό;

Στον πατριωτισμό του Κυρίου Γιώργου Δαρδανού πρωτίστως – με κεφαλαίο παρακαλώ το Κ (με τα δικά μου μέτρα φυσικά). Δεν ξέρω άλλον εκδότη να ξοδεύει τόσο απλόχερα τα ωραία χρήματά του, χωρίς αντίκρισμα μάλιστα (αφού τα πανάκριβα ετούτα βιβλία πολύ αμφιβάλλω αν θα καλύψουν ποτέ το κόστος κατασκευής τους), μόνο και μόνο για να αφήσει στην πατρίδα του «κάτι», που να τιμά το έθνος και τον ίδιο. Τα μεγάλα λοιπόν εύσημα ανήκουν σε αυτόν, και η παρουσία του δικού μου ονόματος στην πρώτη σελίδα κάθε βιβλίου της σειράς αποτελεί μια απλή χειρονομία στήριξης ενός δικού του κυρίως ονείρου, μια πράξη τιμής για την προσφορά του. Εύσημα επίσης ανήκουν σε όλα εκείνα τα πρόσωπα που σημειώνονται με ψιλά γράμματα είτε στις πρώτες σελίδες είτε στον κολοφώνα των βιβλίων, όπως στο όνομα του Γιάννη Μαμάη και όλων των υπόλοιπων συντελεστών, γιατί εκείνοι είναι οι σεμνοί και ανώνυμοι πραγματικοί «αγγειοπλάστες» αυτών των κομψότατων αμφορέων.

Θα μπορούσατε να τα δείτε σε μορφή e-book; Καμία αντίρρηση, υπό την προϋπόθεση φυσικά πως τόσο η ποιότητα όσο και η ομορφιά της ψηφιακής εικόνας θα συναγωνίζονται αυτές τις ιδιότητες του βιβλίου.

Υπάρχουν ερωτήματα που μέσω της σειράς δίνονται απαντήσεις;

Τα βιβλία της σειράς δεν δίνουν ούτε μπορούν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα. Θέτουν, και μεταφρασμένα ξαναθέτουν, ερωτήματα. Γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός, να φεύγουμε από τον κόσμο αυτό φορτωμένοι με δυσβάστακτα ερωτήματα, χάνοντας στο δρόμο όλες τις ευπροσήγορες της ζωής αποκρίσεις. Αν ωστόσο επιμένετε στο δικό σας ερώτημα, ξεστρατίζοντας ασφαλώς θα μπορούσα να πω πως τα έργα ετούτα, ιδιαίτερα στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, είναι ένα είδος καταδικασμένης αντίστασης ή έστω  απελπιστικής αντίδρασης στην ολοκληρωτική καταστροφή που θα σαρώσει και την ελληνική γλώσσα. Ξέρετε, τα πάντα είναι γλώσσα. Ακόμα κι ο προϋπολογισμός ενός κράτους είναι λέξεις, κι αν αφαιρέσεις τις λέξεις από τα κονδύλιά του, προϋπολογισμός δεν μπορεί να υπάρξει. Έγινε και εξακολουθεί με βάρβαρο τρόπο να γίνεται ό,τι χειρότερο για να αποψιλωθούν οι λέξεις από σημασίες. Κι ας μου επιτρέψετε να υποψιθυρίσω συμπληρώνοντας ντροπαλά, να αποψιλωθούν και από ομορφιά. Τα βιβλία λοιπόν ετούτα, με τα πολυτονικά ελληνικά τους, και την προσεγμένη  ορθο-γραφία τους, εκείνη την ουσία θα ήθελαν να περισώσουν και αυτή τη ντροπή κάπως να ξεπλύνουν, κι ας μην υπάρχει γι’ αυτό ελπίδα καμιά. Και λέω «θα ήθελαν», γιατί έχω πλήρη επίγνωση για τα μοιραία και απαραίτητα ψεγάδια τους – «απαραίτητα», τονίζω, για να μην ξεχνάει ο δημιουργός πως ό,τι δημιουργεί είναι και θα είναι πάντα έργο λειψό, ευκαιρία για ταπείνωση και αφορμή για διόρθωση και βελτίωση.

Κάποιος λόγος που δεν συμπεριλήφθηκε κανενός Έλληνα συγγραφέα το βιβλίο;

Δεν ξέρω αν κάποιο ελληνικό μυθιστόρημα θα μπορούσε να αντέξει στο κοσκίνισμα τριών τουλάχιστον επόμενων γενεών – αν θα υπάρξουν φυσικά τόσες επόμενες γενιές.  Κριτήριο της επιλογής των τίτλων μας είναι αυτή ακριβώς η μακροχρόνια επιβίωση. Τα βιβλία φερειπείν του Sir Thomas Brown χρειάστηκαν πεντακόσια χρόνια για να ανακαλυφθούν και να γίνουν αντικείμενο εκτεταμένων σπουδών, να αναγνωριστούν κλασικά. Δυστυχώς η ελληνική μυθιστοριογραφία δεν έχει ακόμα γεράσει για να ξέρουμε αν με το πέρασμα του χρόνου θα μπορέσει να διατηρήσει ό,τι φαντάζει σήμερα ίσως σαν λαμπερή νιότη. Ένα ελληνικό μυθιστόρημα πάντως που θα μπορούσε ίσως να φιλοξενηθεί στη σειρά, αν το επέτρεπε ο ξενόγλωσσος προσανατολισμός της, είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, «Η Γυφτοπούλα» του Παπαδιαμάντη, κι ας με πάρουν με τις πέτρες οι αντιφρονούντες.