Βιβλιο

Μιχάλης Μοδινός: «Η ύβρις νομιμοποιήθηκε»

Ο συγγραφέας και κριτικός μιλάει στην Α.V.

Δημήτρης Φύσσας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο συγγραφέας και κριτικός Μιχάλης Μοδινός έγραψε ένα αξιοσημείωτο μυθιστόρημα που συζητιέται πολύ, μεταξύ άλλων και για τη δεύτερη λέξη του τίτλου του. Το βιβλίο λέγεται «Τελευταία έξοδος Στυμφαλία» (Εκδόσεις «Εστία»). Το διάβασα, μού άρεσε πολύ- και ιδού η σχετική συνέντευξη στην AV:

Ποια είναι η υπόθεση του βιβλίου σε 100 λέξεις;

Η ιστορία εκτυλίσσεται μια χειμωνιάτικη νύχτα στο όχι πολύ μακρινό μέλλον. Ένας μεσήλικας μηχανικός, υποψήφιος αυτόχειρας, έχοντας φουλάρει βενζίνη με το τελευταίο του 50άρικο από ένα φρουρούμενο ΑΤΜ, παλινδρομεί μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου. Με την οικογένειά του διαλυμένη, χωρίς φίλους και κοινωνικά στηρίγματα, διασχίζει ένα ζοφερό νυχτερινό τοπίο κοινωνικής καταστροφής, συγκρούσεων και εκπτώχευσης, ανασκάπτοντας τα ερείπια της προσωπικής του ιστορίας- συνυφασμένα με την κατεδάφιση της χώρας. Καθ’ οδόν ανακαλεί στιγμές του βίου του, αρπάζεται από τα γύρω του πράγματα, επανερμηνεύει την πραγματικότητα, αναζητεί τις ρίζες της προσωπικής του αποτυχίας στα χρόνια της άκοπης ευημερίας. Συνθέτει το δημόσιο και το ιδιωτικό προκειμένου να ερμηνεύσει την ατομική και συλλογική αυτοκτονία, ενώ αιτιολογεί την απόφασή του ως υπέρτατο ανθρώπινο δικαίωμα όταν όλα καταρρέουν. Ώσπου, λίγο πριν ξημερώσει, η κάθαρση προσφέρεται από όπου λιγότερο θα την περίμενε.

Πρόκειται για πολιτική φαντασία, δοκίμιο, μυθιστόρημα ουτοπίας , οικολογικό σχόλιο ή τι άλλο; Ή όλα αυτά, ή μερικά απ΄αυτά;

Όλα μαζί. Πάνω απ’ όλα πρόκειται για ένα μελλοντολογικό μυθιστόρημα δρόμου. Γράφοντας το βιβλίο θέλησα να προκύψει κάτι τρυφερό, με μαύρο χιούμορ και σαρκασμό, με εικόνες της πολιτιστικής, οικολογικής και κοινωνικής παρακμής που θα διέθεταν την οικονομία και καυστικότητα του συνθήματος. Θα λέγαμε ότι η Στυμφαλία μου είναι ταυτόχρονα χρονικό της κρίσης, δοκίμιο για την αποσάθρωση των εθνικών μύθων, σχόλιο για το αίτημα της ευτυχίας, εντέλει ένα πολιτικό αφήγημα. Θέλησα να δώσω μια σοκαριστική απόδειξη ότι η λογοτεχνία μπορεί με τα δικά της μέσα να αποδώσει την κοχλάζουσα πραγματικότητα προσφέροντας τη λύτρωση. Η ίδια η Λίμνη Στυμφαλία είναι μια επάνοδος στο μυθολογικό μας, ένας πιθανός τόπος καταφυγής του ήρωα και του γιου του– ένα ολωσδιόλου πραγματικό γεωγραφικό τοπίο ή ένας νέος χώρος υποδοχής ή ακόμη μια αντίστιξή στην αθηναϊκή τερατογένεση όπου η ζωή είναι πλέον αδύνατη.

Νιώθεις ότι η δυστοπία που αφηγείσαι μπορεί όντως να υπάρξει, με βάση την εξέλιξη που έχουν πάρει τα πράγματα;

Μα ασφαλώς. Είναι ήδη παρούσα– εν μέρει ήταν παρούσα σε όλη την μεταπολίτευση κι ας κρυβόταν κάτω από την αναπτυξιακή ευωχία. Τώρα απλώς ολοκληρώθηκε με τον απόλυτο ευτελισμό της χώρας. Η προφητεία αυτοεκπληρώθηκε, παρά την ελπίδα μου ότι εντέλει θα διαψευδόταν. Έχουμε μπροστά στα μάτια μας την αντιστροφή αιτίου και αιτιατού, το πολιτικό ψεύδος που μετατρέπεται σε πολιτική βία, την χώρα να λοιδωρείται και να απομονώνεται, την ανθρωπιστική βοήθεια να συζητείται ως μοναδική οδός. Και για όλα φταίνε οι ξένοι – η ακροδεξιά ξενοφοβική συνθήκη αυτοπραγματώνεται. Προσωπικά πιστεύω ότι η μυθοπλασία δεν πρέπει να αποφεύγει την πραγματικότητα, παρά την άφθονη φιλολογία περί του αντιθέτου. Οι λογοτεχνικές περσόνες δεν κινούνται σε κενό αέρος, ούτε προκύπτουν από παρθενογένεση. Ο συγγραφέας στις μέρες μας έχει ένα ηθικό καθήκον- ειδικά όταν όλα γύρω του καταρρέουν. Ο σχετικιστικός μεταμοντερνισμός ολοκλήρωσε τη θητεία του. Η οικολογική προσέγγιση λ.χ. -όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ- είναι ο αντίποδας της αφελούς υπόθεσης ότι η ανάπτυξη θα συνεχίζεται επ’ αόριστον. Ότι μπορούμε να καίμε βουνοπλαγιές, να χτίζουμε όπου θέλουμε, να ρυπαίνουμε ό,τι θέλουμε, να αναλώνουμε ενεργειακούς και βιολογικούς πόρους ατιμωρητί, κι έπειτα να νομιμοποιούμε την ύβρι. Ότι η Μπελ Επόκ θα είναι εσαεί παρούσα. Ότι οι φυσικοί πόροι είναι ατελεύτητοι.

Στην Ελλάδα όλα τα πιο πάνω συνδυάσθηκαν με μια εκ του πονηρού απάρνηση της πραγματικής οικονομίας, με ένα αρπακτικό διεκδικητισμό περιχυμένο με άφθονο αριστερόστροφο λαϊκισμό που τον υιοθέτησε ασμένως και η Δεξιά. Πιστέψαμε ότι μπορούμε να διάγουμε ελεύθερη και πλούσια ζωή χωρίς χειρωνακτική ή άλλη εργασία– μόνο με εμβάσματα, επιδοτήσεις, ευρωπαϊκά προγράμματα και ολίγο τουρισμό. Υπήρξε απίστευτη η απληστία μας, χωρίς μάλιστα τη στοιχειώδη ευφυία να προβλέψουμε τι θα συνέβαινε στο τέλος της μέρας. Όλη η κοινωνική ευφυία αναλώθηκε στην παράκαμψη των υποχρεώσεών μας, τη δυσφήμηση της νομιμότητας και την καταβαράθρωση των όποιων ηθικών αξιών, με την σύμπλευση φυσικά του κράτους. Για σκεφτείτε την εκπληκτική αυτή αντίφαση όρων: «Νομιμοποίηση Αυθαιρέτων». Και ο λογαριασμός εντέλει μάς επιδόθηκε, αν και με άφθονες διευκολύνσεις εκ μέρους των εταίρων.

Προέκυψε ένα «πολιτικό αφήγημα χωρίς πολιτικούς» ή τουλάχιστον χωρίς πολιτικούς ως μυθιστορηματικούς ήρωες. Με ενδιαφέρει η κοινωνία πολύ περισσότερο από την τρέχουσα πολιτική τάξη. Η ανάληψη της συλλογικής ευθύνης θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να την αφήσουμε στους άλλους. Μόλις ψηφίσαμε ένα περήφανο ΟΧΙ, και τώρα επαιτούμε. Με ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία θα επανανακαλύψει στο μέλλον τον εαυτό της μέσα από οδύνες και συγκρούσεις, ο τρόπος που θα ξαναοργανωθεί και θα αλλάξει τις πολιτισμικές σταθερές της. Αυτό εκφράζει και ο συμβολισμός της Στυμφαλίας ως Τελευταίας Εξόδου – μια απόδραση προς την ρεαλιστική ουτοπία. Αν και τις Στυμφαλίδες Όρνιθες τις εξοντώσαμε προ πολλού.

Ποιες είναι οι σημαντικότερες βιλιοφιλικές, καλλιτεχνικές, πολιτικές ή άλλες αναφορές που χαρακτηρίζουν το βιβλίο; Οι επιρροές σου;

Πολλές και καμία. Είναι η πρώτη φορά που έγραψα ένα βιβλίο χωρίς μυθιστορηματικά πρότυπα. Είχα περισσότερο στο νου μου το σινεμά– μια κινηματογραφική γλώσσα κοφτή, ασθμαίνουσα, ζοφερή, με αυτοτελή επεισόδια και διαρκή φλας μπακ. Άντλησα αρκετό υλικό από τα νεκροφιλικά νεομπαρόκ δελτία ειδήσεων και βέβαια από άφθονη προσωπική έρευνα. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, οι επιρροές ενός Σκαρίμπα και ενός Αλεξάνδρου ή ακόμη ενός Φώκνερ κι ενός Κόνραντ πιθανότατα ήταν παρούσες στη διάρκεια της συγγραφής. Η πορεία προς την καρδιά του σκότους, το ανύπαρκτο μυστικό ενός κιβωτίου που δεν περιέχει τίποτα, το κιβούρι που πάμε να θάψουμε συν γυναιξί και τέκνοις (ή μάλλον, τώρα πια ολομόναχοι).

Σε χαρακτήρισαν απαισιόδοξο, καταστροφολόγο, φιλομνημονιακό ή και τίποτα χειρότερο εξαιτίας του βιβλίου; Εννοώ κριτικοί, αναγνώστες, ομότεχνοι ή άλλοι;

Φυσικά, είχα κι εγώ το μερτικό μου, αν και όχι με ευθείες επιθέσεις. Το πιθανότερο είναι ότι αυτός ο «βλάκας λαός» που λέει και ο ήρωάς μου, δεν κατάλαβε και πολλά. Πάντα φταίνε οι άλλοι. Όσοι πάντως κατάλαβαν, αναγνώρισαν τον υπαρξιακό χαρακτήρα του βιβλίου, την μετάπλαση της πραγματικότητας σε τέχνη.

Το χιούμορ, η ειρωνεία, ο σαρκασμός σού βγήκαν στην πορεία ή ήταν προγραμματικό στοιχείο στη γραφή; Αν ισχύει το δεύτερο, μπήκαν για να λειτουργήσουν αντισταθμιστικά στο «βαρύ» θέμα;

Χαίρομαι που ανίχνευσες αυτά τα στοιχεία. Νομίζω ότι το σαρκαστικό χιούμορ είναι συνθήκη βαθιάς απελπισίας. Προέκυψε ως αποτέλεσμα του κυνισμού του ήρωα. Όλα γύρω του είναι παράλογα και επομένως δεν χαρίζεται σε κανέναν. Γελάω κι εγώ συχνά ξαναδιαβάζοντας στην τύχη ένα κεφάλαιο.

Πως βλέπεις τη θέση της "Στυμφαλίας" στο σύνολο του έργου σου- σε σχέση με ό,τι έχεις γράψει μέχρι τώρα;

Σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον εαυτό μου και τους άλλους. Τα βιβλία μου είναι έτσι κι αλλιώς βαριά– επιλέγω μεγάλα θέματα, με δοκιμιακό βάρος. Επιχειρώ να πω δύσκολα πράγματα με απλό τρόπο. Εδώ αναζητούσα την προσωπική λύτρωση, ένα είδος σκανταλιάς. Βγήκε ένα ιδιαίτερο υβρίδιο.

Ήθελες όντως να δώσεις χάπι έντινγκ στο βιβλίο ή σου βγήκε στην πορεία ή δεν υπάρχει καν;

Α βέβαια, ήθελα μια διέξοδο. Η λύτρωση είναι «εκ των ων ουκ άνευ» στη μυθοπλασία μου. Όχι αναγκαστικά χάπι εντ αλλά διάνοιξη δρόμων, ύπαρξη επιλογών. Η κάθαρση αποτελεί βασική λειτουργία της τέχνης, μας το ΄παν και οι Αρχαίοι. Κατά τα άλλα το τέλος προέκυψε λίγο πολύ τυχαία– σαν επαλήθευση χρησμού.