Θεατρο - Οπερα

Γιώργος Κατσής: Ο βασανισμός ενός σκύλου μέχρι θανάτου με αφοπλίζει

Η σκηνή γίνεται πεδίο έρευνας στην παράσταση «Τα σκυλιά» του Ανέστη Αζά με αφορμή τον θάνατο του χάσκι στην Αράχωβα

Μαρίνα Ανδριωτάκη
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD
Γιώργος Κατσής: Ο βασανισμός ενός σκύλου μέχρι θανάτου με προβληματίζει και με κρατάει σε επαγρύπνηση

Ο Γιώργος Κατσής μιλά για το νέο έργο του Ανέστη Αζά, «Τα Σκυλιά» στο Θέατρο Κιβωτός

Σε έναν κόσμο που μοιάζει όλο και περισσότερο να παλεύει με την αλήθεια, την ενσυναίσθηση και τη δικαιοσύνη, η παράσταση «Τα Σκυλιά» του Ανέστη Αζά έρχεται να φωτίσει, με τρόπο τολμηρό και αλληγορικό, μια υπόθεση που συγκλόνισε το πανελλήνιο: τον θάνατο ενός χάσκι στην Αράχωβα. Στο έργο, μια ομάδα σκύλων-ντετέκτιβ από διάφορες γωνιές του πλανήτη αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το μυστήριο. Πραγματικότητα και φαντασία μπλέκονται μέσα από τη ματιά του θεάτρου-ντοκιμαντέρ, με το χιούμορ, το φιλμ νουάρ και τον Αριστοφάνη να λειτουργούν ως εργαλεία αποκάλυψης μιας κοινωνικής πληγής: της βίας απέναντι στους αδύναμους. Και στο κέντρο αυτής της σκηνικής έρευνας, στέκεται ο ηθοποιός Γιώργος Κατσής, δίνοντας πνοή σε έναν ρόλο που ισορροπεί ανάμεσα στη σάτιρα και την τραγωδία.

Ο Γιώργος Κατσής μας μιλά για το νέο έργο του Ανέστη Αζά, «Τα Σκυλιά» στο Θέατρο Κιβωτός
© Κάρολ Γιάρεκ

Ο Κατσής δεν είναι απλώς ένας ταλαντούχος ηθοποιός· είναι μια πολυδιάστατη καλλιτεχνική παρουσία που μετουσιώνει την κοινωνική εμπειρία σε τέχνη. Με πορεία που κινείται δυναμικά ανάμεσα στο θέατρο και τον κινηματογράφο, με πρόσφατες βραβεύσεις και σκηνοθετικά εγχειρήματα όπως το «Τα Δέντρα Ανθίζουν Ακόμα», έχει ήδη αποδείξει πως η τέχνη μπορεί να είναι εργαλείο κατανόησης, πολιτικής πράξης και ψυχικής κάθαρσης. Μας μιλά λοιπόν μιλά για τον ρόλο του στη νέα αυτή παράσταση, που σηκώνει αυλαία στις 25 Απριλίου, για την ευθύνη των καλλιτεχνών απέναντι στην κοινωνία και για το πώς ο ίδιος διαλέγει να κοιτάζει τον κόσμο — με βλέμμα καθαρό, σαν «σκύλος» που ψάχνει την αλήθεια.

Γιώργος Κατσής: Συνέντευξη με αφορμή την νέα παράσταση του Ανέστη Αζά, «Τα Σκυλιά» στο Θέατρο Κιβωτός

Με τον κ. Ανέστη Αζά και αρκετούς από τους υπόλοιπους συντελεστές, έχετε κάνει και άλλες πολύ επιτυχημένες συνεργασίες. Τώρα βρίσκεστε πάλι μαζί σε άλλη μια παραγωγή. Πώς νιώθετε για αυτό; 
Υπάρχει μια σύμπνοια. Γνωρίζουμε τον τρόπο που ο Ανέστης συνθέτει ένα έργο πλέον κι αυτό διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό για να γλιτώσουμε χρόνο, ειδικά σήμερα που κανένας θεσμός ή παραγωγός δεν θα σου δώσει ποτέ χρόνο πάνω από 2 με 2μιση μήνες να δημιουργήσεις μια παράσταση - διάστημα πολύ μικρό για μένα πρέπει να πω. Επιπλέον έχουμε συνθέσει μεταξύ μας πολλές αναμνήσεις λόγω της σταθερής συνεργασίας με κάποιους συντελεστές, έχουμε δει ένα κομμάτι του κόσμου ταξιδεύοντας, έχουμε κάνει πολλές παραστάσεις, επομένως ενδιαφερόμαστε και σε προσωπικό και ανθρώπινο επίπεδο για τον άλλον. Αισθάνομαι σίγουρα πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια για το πού πάω και τι θα συναντήσω, αλλά μου λείπει η διαδικασία προσαρμογής σε ένα καινούργιο πλαίσιο. Νομίζω είναι μεγάλο ζήτημα στη δουλειά το πώς αφομοιώνεις τους άλλους και η νέα συνθήκη στην οποία θα βρεθείτε. Σου δίνει δύναμη να αφήνεις το «σπίτι» σου, όπως σου δίνει και να το κατοικήσεις φυσικά.

© Κάρολ Γιάρεκ

Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο σας σε μια τόσο ιδιαίτερη και αλληγορική παράσταση; Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε; Πού σας δυσκόλεψε και πού σας απελευθέρωσε ο ρόλος σας;
Όταν ξεκινήσαμε πρόβες πέρυσι για να παρουσιάσουμε την παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών, εγώ έβγαινα μόλις από το νοσοκομείο που νοσηλευόμουν λόγω μιας επέμβασης στον θώρακα που χρειάστηκε να κάνω και ήμουν σωματικά πάρα πολύ ταλαιπωρημένος. Οι γιατροί μού είχαν πει ότι θέλω πολύ περισσότερο καιρό ανάρρωση πριν μπω στη διαδικασία να ασκηθώ, αλλά εγώ είχα ρημάξει το σώμα μου από την ασιτία και τις ενέσεις εκεί μέσα και ήθελα να το ξαναφέρω στη ζωή, μπήκα στις πρόβες χωρίς να κρατήσω τίποτα πίσω, γιατί δεν μου άρεσε που φοβόμουν τι μπορεί να συμβεί, δεν μαρέσει όταν γίνομαι δειλός. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι, να φέρω το σώμα μου σε ετοιμότητα για μια τόσο απαιτητική παράσταση. Ήταν μεγάλη μου έγνοια να φαίνεται αβίαστη η σωματικότητά μου, να μη φαίνεται ο κόπος που διανύω μέσα μου για να το κάνω. Στην γενική μας πρόβα τραυμάτισα αρκετά άσχημα τον ώμο μου, έπαιξα τη μισή παράσταση με πόνους χωρίς να βγάλω κιχ. Τις επόμενες παραστάσεις έπαιξα με χάπια και ενέσεις κοκτέιλ από παυσίπονα. Με έχει δοκιμάσει αυτή η παράσταση, για αυτό τη σέβομαι πολύ.

Όταν διαβάσατε το κείμενο, τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση; Ποιο ερώτημα από αυτά που θέτει η παράσταση σας προβληματίζει περισσότερο;
Το κείμενο υπήρχε σε μια αρκετά περιληπτική μορφή. Δεν γράφτηκε ποτέ ολόκληρο εξ αρχής, όπως και η Δημοκρατία του Μπακλαβά. Το κείμενο δημιουργείται με τον θίασο δοκιμάζοντας από δράσεις στην σκηνή, μέχρι αυτοσχεδιασμούς που προκύπτουν από ηθοποιούς αλλά και πολλές συζητήσεις επάνω στο υλικό. Στο τέλος, ο Ανέστης κάνει ένα τελικό μοντάζ και του δίνει μια σειρά και την τελική του δομή, αλλά συνήθως μέχρι και 5 λεπτά πριν παίξεις, μπορεί να έρθει και να διορθώσει κάτι. Είναι ζωντανή διαδικασία. Στην συγκεκριμένη παράσταση δεν διακρίνω ερωτήματα και δεν το λέω απαραίτητα για κακό, επειδή λειτουργεί με μια αρχετυπική μορφή του «καλού» και του «κακού». Επομένως έχουμε ατόφια την θέση, ορίζουμε τι είναι το ένα και τι το άλλο. Ο ίδιος, ο άδικος βασανισμός ενός σκύλου μέχρι θανάτου με προβληματίζει, το ίδιο το συμβάν δηλαδή όπως έγινε, με αφοπλίζει. Αλλά με κρατάει σε επαγρύπνηση παράλληλα, γιατί καμιά φορά ξεχνάω πόσο δεν θα έπρεπε να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους σε κανένα βαθμό.

© Κάρολ Γιάρεκ

Ποια είναι η αγαπημένη σας ανάμνηση από τις πρόβες;
Πάρα πολλές. Για κάποιο λόγο μου έρχονται στο μυαλό νεκταρίνια. Είναι ίσως το αγαπημένο μου φρούτο, κι έτρωγα σχεδόν σε κάθε διάλειμμα ένα ή δύο.

Τι σας γοητεύει στον χαρακτήρα που υποδύεστε;
Ότι αντιπροσωπεύει το αρχετυπικό και παραδοσιακό καλό χωρίς να αποστρέφει ποτέ το βλέμμα του από εκεί. Είναι μια κλασική εκδοχή ήρωα.

Η παράσταση έχει στοιχεία ντοκιμαντέρ. Πώς λειτούργησε αυτό για εσάς ως ηθοποιό;
Πολλές φορές, ένα ντοκιμαντέρ εμπεριέχει μεγαλύτερο βαθμό μυθοπλασίας, ποίησης και δραματικής αφήγησης από οποιαδήποτε άλλη μορφή έργου. Για μένα όλα το ίδιο είναι. Όλα είναι ψέματα και όλα είναι αλήθεια.

Μετά τη «Δημοκρατία του Μπακλαβά», πώς βλέπετε την εξέλιξη του θεάτρου του κ. Αζά;
Βλέπω έναν άνθρωπο να βρίσκει το κέντρο του. Αφουγκράζεται πιο καθαρά τι ιστορίες μπορεί και θέλει να λέει - και το κυριότερο, με ποιον τρόπο.

© Κάρολ Γιάρεκ

Και στην «Δημοκρατία του Μπακλαβά» αλλά και στην παρούσα παράσταση δημιουργούνται παράλληλες πολιτείες-σύμπαντα. Θεωρείτε ότι για να δούμε τι συμβαίνει στο δικό μας κόσμο πρέπει ίσως να «σοκαριστούμε» από το τι συμβαίνει σε ένα πλασματικό;
Ο Έλληνας δεν ενδιαφέρεται για κανέναν κόσμο, ούτε πλασματικό, ούτε πραγματικό. Δεν μπορεί να τον ορίσει καν τον κόσμο, σαν έννοια. Ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, γιατί αυτός έχει γίνει ο κόσμος του. Με αποκορύφωμα την καραντίνα αλλά και μετά από αυτή, οι θεατές αδυνατούν να παρακολουθήσουν, να εμπλακούν με μια παράσταση ως σύνολο, διατηρούν πάντα μια απόσταση ως μονάδα. Ως κάτι ξεχωριστό δηλαδή από την υπόλοιπη μάζα, ενώς κανείς στην πραγματικότητα δεν είναι ξεχωριστός. Υπάρχει ανάγκη να είναι ξεχωριστός κάποιος που είναι ανήθικη ανάγκη. Όλο αυτό δημιουργεί ένα τεράστιο και κοινωνικό ζήτημα όσον αφορά τις τέχνες, ειδικά τις παραστατικές. Καλώς ή κακώς το θέατρο είναι ένας χώρος που καλείσαι για να ακούσεις. Αυτό όσο απλό κι αν φαίνεται προκαλεί μια σύγχυση πλέον, κανείς δεν θεωρεί ότι θα έπρεπε να του απαγορεύεται να μιλήσει σε έναν χώρο, ειδικά αν είναι και πάνω από μιάμιση ώρα ή ότι δεν λαμβάνεται υπόψην η γνώμη του. Αισθάνεται ότι παραβιάζονται τα όρια του αν του πεις να σβήσει το κινητό, αν του πεις να μην τρώει μέσα στην αίθουσα, να μην πίνει ποτό ή κόκα κόλα. Μπορεί να κάνει ολόκληρη σκηνή, επειδή είναι δυστυχισμένος και δεν έχει κανέναν έλεγχο της ζωής του, θεωρεί ότι αδικείται. Γίνεται η παράσταση εχθρός του λοιπόν, κι όχι ο εργοδότης του, το κράτος, η κυβέρνηση που του πίνει το αίμα πριν μπει εκεί. Είναι μεγάλη ασθένεια της εποχής. Εκατομμύρια άβαταρ ανθρώπων στο ίντερνετ που αισθάνονται πρωταγωνιστές της ζωής τους προσπαθούν να βγουν πάνω από όλα, ειδικά σε ένα σύνολο ανθρώπων, εκτός κι αν το θέαμα τον υποτιμά και του δίνει αυτό ακριβώς που θέλει χωρίς να τον ενοχλήσει με κανέναν τρόπο. Πραγματικά, τον Έλληνα τον σοκάρει περισσότερο ότι του απαγορεύεις να μπει σε μια αίθουσα καθυστερημένος είκοσι λεπτά, παρά ότι αθωώνονται μαστροποί αστυνομικοί, ότι καταδικασμένοι παιδεραστές σε πρώτο βαθμό είναι έξω, ότι η κυβέρνηση έχει δολοφονήσει 57 ανθρώπους στα Τέμπη ή ότι γίνεται πόλεμος δίπλα.

Παίζετε, σκηνοθετείτε και γράφετε έργα. Πώς λειτουργεί αυτός ο τριπλός ρόλος για εσας; Νιώθετε ποτέ ότι, όταν σκηνοθετείτε ή συνθέτετε ένα έργο, το έχετε ίσως μεγαλύτερη έγνοια;
Είναι σε εντελώς άλλη κλίμακα. Κανένα έργο μου δεν δημιουργείται με τους όρους της αγοράς. Είναι ελεύθερα τα έργα μου, οι σκηνοθεσίες μου, εξ'ολοκλήρου από τους περιορισμούς ή τις πιέσεις που επιβάλλονται στους «επαγγελματίες» σκηνοθέτες. Είναι δημιουργήματα εντελώς ανεξάρτητα κι από μένα τον ίδιο. Ως ηθοποιός, εργάζομαι για να βγάλω χρήματα τις περισσότερες φορές. Δεν το κάνω πάντα επειδή θέλω. Δεν σημαίνει ότι το κάνω με μισή καρδιά, έχω μεγάλό αίσθημα της ευθύνης για το σύνολο μιας παράστασης, να μην εκθέσω δηλαδή κανέναν και να μην τεμπελιάζω πάνω στην σκηνή, γιατί είναι βαθιά ανήθικο και αντιδημιουργικό όταν βλέπω να γίνεται. Το κόστος όμως στο τέλος είναι εκ διαμέτρου αντίθετο. Οι «δικές μου» παραστάσεις με αδειάζουν τελείως, ξεμένω από χαρά, αγάπη, περιέργεια, παιχνίδι (και λεφτά κυρίως), γιατί τα απαιτούν όλα από εμένα στο απόλυτο. Πολλές φορές λοιπόν όταν επιστρέφω στη δουλειά με έναν άλλον σκηνοθέτη νιώθω ότι στραγγίζομαι.

© Κάρολ Γιάρεκ

Η ελληνική δραματουργία τα τελευταία χρόνια έχει δει μια άνθιση, με ολοένα και περισσότερα σύγχρονα έργα να ανεβαίνουν στα θέατρα. Πιστεύετε ότι υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος παράγοντας που την ενισχύσει αυτή την αυξανόμενη δυναμική;
Η απύθμενη αυταπάτη και ο τεράστιος ναρκισσισμός ότι όλοι μπορούν να γράψουν. Επειδή φαινομενικά μοιάζει σαν κάτι που είναι εύκολο. Και με βάζω και μένα μέσα για να προλάβω και να το στερήσω από αυτόν που το διαβάζει αυτό.

Πώς αντιμετωπίζετε την πίεση της πολιτικής ορθότητας στον καλλιτεχνικό χώρο;​
Η θέση της πολιτικής ορθότητας είναι στην επικοινωνία μεταξύ συντελεστών στον εργασιακό χώρο κι εκεί ακριβώς είναι άκρως απαραίτητη. Δεν ανήκει επουδενί στο περιεχόμενο ενός έργου, ούτε κανένα έργο θα έπρεπε να ασχολείται με πολιτικώς ορθά ζητήματα ή να διαχωρίζει τι είναι ορθό και τι όχι. Η τέχνη δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική ορθότητα και η πολιτική ορθότητα πρέπει να πηγαίνει περίπατο όταν γράφει κάποιος, σκηνοθετεί ή ερμηνεύει. Αλλιώς ηθικολογεί.

© Κάρολ Γιάρεκ

Ποια είναι η κινητήριος δύναμη για εσάς;
Το ίδιο το γεγονός ότι απαιτεί από μένα να είμαι έτοιμος μια παράσταση όταν μου ζητηθεί να την φέρω εις πέρας, όσο δύσκολη κι αν είναι, ή σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκομαι, είτε μου αρέσει που βρίσκομαι εκεί, είτε όχι, ότι απαιτείται να είμαι προσαρμοστικός και συνεργάσιμος με ανθρώπους εντελώς διαφορετικών καταβολών ή ματιάς απέναντι στον κόσμο και στο αντικείμενο. Σε μεγαλώνει σαν άνθρωπο σε βάθος χρόνου, σου ζητά διαρκώς να ξεχνάς τις διαφορές σου με τον άλλον, όσο μεγάλες κι αν είναι, με βγάζει από μια έμφυτη μελαγχολία που έχω. Φυσικά, τη στιγμή που συμβαίνει, εμπεριέχει ένα τεράστιο κομμάτι ψυχικής καταπίεσης...

Τι θα θέλατε να πάρει μαζί του ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση;
Δεν έχει σημασία γιατί ο,τι κι αν θέλω εγώ, ο θεατής δεν θέλει. Μπορεί να μιλάει ώρες μετά για το τι πήρε, δεν πήρε απολύτως τίποτα όμως. Θα ήθελα να μπορεί να θέλει.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο City Guide της Athens Voice

ΠΡΟΣΦΑΤΑ