Ο σκηνοθέτης μιλάει για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού», που έκανε πρεμιέρα πέρυσι στις Κάννες και κέρδισε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
28°

Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος: Σκηνοθέτησα τον «Άνθρωπο ελέφαντα» με τρυφερότητα και όχι με οίκτο
Ο Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος σκηνοθετεί την παράσταση «Άνθρωπος ελέφαντας - έτσι τον είπαν» στο θέατρο Άνεσις
Ο Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος ήθελε να μιλήσει για την ιστορία του Τζόσεφ Μέρικ, που έμεινε στην ιστορία ως ο «άνθρωπος ελέφαντας». Στα τέλη του 19ου αιώνα, στη βικτωριανή Αγγλία γεννήθηκε ένα πλάσμα που από την ηλικία των 2 ετών άρχισε να εμφανίζει δυσμορφίες στο σώμα του, λόγω μιας σπάνιας ασθένειας από την οποία έπασχε. Όταν πέθανε η μητέρα του και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, ένιωσε ανεπιθύμητος στην οικογένειά του και έφυγε από το σπίτι. Για λόγους βιοπορισμού κατέληξε σε ένα τσίρκο (freak show), όπου διηγούνταν την ιστορία του, έναντι αμοιβής. Όταν έμαθε την ιστορία του ένας γιατρός, ο Τριβς, αποφάσισε να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο, ώστε να τον φροντίσει αλλά και να μελετήσει την περίπτωσή του. Ο Μέρικ πέθανε στο νοσοκομείο πριν προλάβει να κλείσει τα 28 του χρόνια. Ο σκελετός του εκτίθεται ακόμα στο Γενικό Νοσοκομείο και γίνεται μάχη από τους ακτιβιστές για να σταματήσει να εκτίθεται.
Η ιστορία του Μέρικ μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ντέιβιντ Λιντς και στο θέατρο από τον Μπέρναρντ Πόμερανς. Ο Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος αποφάσισε να μη διασκευάσει το υπάρχον θεατρικό, αλλά συνεργάστηκε με την Τζούλια Διαμαντοπούλου για ένα πρωτότυπο θεατρικό κείμενο.
Συνέντευξη με τον Δημήτρη Αγιοπετρίτη-Μπογδάνο για το έργο «Ο άνθρωπος ελέφαντας - έτσι τον είπαν»
Πώς ήταν η συνεργασία σου με την Τζούλια Διαμαντοπούλου; Εκείνη σου έφερε το κείμενο και το σκηνοθέτησες ή το δουλέψατε μαζί;
Εγώ πήρα την Τζούλια και της είπα ότι θέλω να κάνουμε μια παράσταση για αυτή την ιστορία. Εξετάσαμε το ενδεχόμενο να διασκευάσουμε το θεατρικό του Πόμερανς ή γενικώς να βασιστούμε στη γραμμή μιας έτοιμης δραματουργίας, αλλά δεν λειτούργησε. Εγώ ήθελα χαρακτήρες που θα εμπλέκονται στην ιστορία να είναι ολοκληρωμένοι. Όμως τόσο η ταινία του Λιντς όσο και το θεατρικό είναι επικεντρωμένα στον Τζόζεφ Μέρικ. Συζητήσαμε πάρα πολύ για το πώς θα παρουσιάσουμε χαρακτήρες με μια πλήρη διαδρομή και μέσα από αυτούς θα γίνεται ένας αντικατοπτρισμός. Δηλαδή να μπούμε λίγο και στα παπούτσια αυτών που συναναστρέφονται τον Μέρικ. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι όλοι οι χαρακτήρες -πλην της Ματζ Κένταλ- είναι πραγματικοί. Κι εκείνη υπήρχε αλλά όχι με τον τρόπο που την προσεγγίζουμε εμείς στο έργο, δεν υπήρχε το ειδύλλιο με τον γιατρό. Εμείς ουσιαστικά είχαμε την ανάγκη της αναγέννησης, δηλαδή να δημιουργηθεί ένας κύκλος, όπου κάποιος θα πεθάνει και κάποιος θα γεννηθεί, και έτσι γεννήθηκε η ιδέα της σχέσης που καταγράφεται κατά τη διάρκεια του έργου. Είναι και δική μου ανάγκη να υπάρχει φως κατά κάποιον τρόπο. Η σκηνοθεσία αυτή ήταν μια διαρκής ισορροπία ανάμεσα στο σκληρό και στο φωτεινό. Ήθελα η άνω τελεία να μείνει εντέλει σε κάτι φωτεινό.
Πίσω από την παραμόρφωση υπάρχει μια ψυχή που διψά να τη δουν και όχι απλά να την κοιτάξουν
Για την επιλογή του Μέρικ μου «κλότσησε» ότι είναι όμορφος και ότι αυτό φαίνεται. Γιατί επέλεξες τον Άλκη Μπακογιάννη;
Δεν ήταν όντως μια τυχαία επιλογή. Επιστρέφω σε αυτό το φως που λέγαμε παραπάνω. Εγώ έψαχνα έναν ηθοποιό που να έχει κατά κάποιον τρόπο την ομορφιά ενός παιδιού. Βέβαια, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα, στις περισσότερες παραστάσεις που έχουν ανεβεί με το παλιό θεατρικό κείμενο, ο ηθοποιός που υποδύεται τον Μέρικ είναι κατά κύριο λόγο όμορφος και εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς καμία παραμόρφωση. Για παράδειγμα στο Μπρόντγουεϊ τον έχει υποδυθεί ο Μπράντλεϊ Κούπερ. Εγώ ένιωθα την ανάγκη να δώσω στον ηθοποιό και να δείξω στον θεατή τις δυσκολίες που καλείται να διαχειριστεί ο άνθρωπος αυτός, βαραίνοντας διάφορα σημεία του σώματός του (κεφάλι, γόνατο, χέρι, ώμος), αλλά και με το μασελάκι που φοράει καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης. Όλα αυτά προκαλούν στον ηθοποιό μεγάλη δυσκολία κατά το παίξιμο. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, όλο αυτό μαλάκωνε, γιατί ο ηθοποιός συνήθιζε να παίζει υπό αυτές τις συνθήκες. Και έλεγα στον Άλκη ότι πρέπει να βάλουμε και άλλο βάρος. Γιατί και ο Μέρικ το συνήθιζε αυτό, προσαρμοζόταν, παρόλο που τα προβλήματά του επιδεινώνονταν. Το ίδιο κάνει τώρα και ο Άλκης. Την πρώτη μέρα που του βάλαμε μασελάκι, για παράδειγμα, δεν μπορούσε να μιλήσει. Και η κινησιολογία του ήταν πολύ πιο επιβαρυμένη. Αυτό κατά κάποιον τρόπο είναι συγκινητικό, γιατί και ο Μέρικ έτσι θα το βίωσε. Αυτό που θέλαμε να δει ο κόσμος είναι αυτό που υπάρχει πίσω από την παραμόρφωση, εκεί που πάντα υπάρχει μια ψυχή που διψά να τη δουν και όχι απλά να την κοιτάξουν.
Η Ματζ, έτσι όπως την έχετε παρουσιάσει, ουσιαστικά είναι σαν το αντίπαλο δέος του Μέρικ, σε όμορφο. Αυτό μας παραπέμπε κάπως και στην «Πεντάμορφη και το τέρας», έτσι δεν είναι;
Αυτό θέλαμε. Το αναφέρουμε κιόλας το παιχνίδι με την πεντάμορφη. Γίνεται η αντιπαραβολή με την «Παναγία των Παρισίων». Αυτό που σκέφτεται ο θεατής είναι ότι μοιάζουν τόσο πολύ, που είναι σαν να είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Ότι θα μπορούσαν να είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Ωστόσο, τελικά κάτι το οποίο είναι εντελώς εξωτερικό στέκεται ως εμπόδιό τους. Παρ' όλα αυτά η ιστορία του έργου αυτού δεν μιλάει για την ασχήμια. Μιλάει για τη μοναξιά που μπορεί να φέρει αυτή η απόρριψη.
Ωστόσο την ίδια μοναξιά βιώνει και η όμορφη
Ακριβώς αυτό θέλω να πω. Και το ποτό άλλωστε που πίνει είναι μια διαφυγή, κάπου πρέπει να διοχετεύσει αυτή τη μοναξιά. Και τελικά όλοι είναι μόνοι τους. Και ο γιατρός. Καταραμένος και αυτός να βυθιστεί σε μοναξιά. Με την έννοια ότι όλοι είμαστε παραμορφωμένοι, άλλοι το κουβαλούν στο σώμα τους, άλλοι στην ψυχή τους.
Ο Τζόσεφ ερωτεύεται τη Ματζ. Εκείνη όμως δεν μπορεί να τον δει ερωτικά, λόγω της εμφάνισής του. Πόσο δύσκολο πιστεύεις ότι είναι να ερωτευτούμε έναν άνθρωπο ο οποίος είναι παραμορφωμένος;
Ο Τζόσεφ ερωτεύεται τη Ματζ και λόγω της εμφάνισής της. Είναι άλλωστε μια όμορφη γυναίκα. Αλλά και γιατί είναι η πρώτη γυναίκα που τον ακούμπησε σωματικά, χωρίς να τον αποστρέφεται. Ο ίδιος της ομολογεί με χαρά: «Καμιά γυναίκα δεν με έχει ξανακουμπήσει». Οπότε η απόρριψή της είναι για εκείνον ένα διπλό χτύπημα, καθώς κυρίως ερωτεύεται μια γυναίκα που προσπαθεί να τον «προσεγγίσει-ακουμπήσει». Τώρα στην αντίστροφη σχέση, στην περίπτωση της Ματζ αποκαλύπτεται ότι όταν το βλέμμα μας μένει στην επιφάνεια, τον άνθρωπο τον χάνουμε. Αν περάσουμε την επιφάνεια, αποκαλύπτεται η ομορφιά.
Από τη μία υπάρχει ο άνθρωπος που τον εκμεταλλεύεται, ο Τομ Νόρμαν, και από την άλλη, ο γιατρός, ο Φρέντερικ Τριβς, ο οποίος ναι μεν υποτίθεται ότι θέλει να τον σώσει, αλλά τον εκμεταλλεύεται για την επιστήμη. Τελικά και οι δύο ως «τέρας» δεν τον αντιμετωπίζουν;
Μιλάμε ουσιαστικά για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Τριβς τον εκμεταλλεύεται μεν, αλλά το κάνει με ένα περιτύλιγμα. Δηλαδή όταν έρχεται να τον δει η βασίλισσα, γίνεται ξαφνικά μέλος της αστικής κοινωνίας και όλα τα καλά σαλόνια θέλουν να γνωρίσουν τον Μέρικ, και πηγαίνει στο θέατρο και τον χειροκροτούν, όλο αυτό δεν είναι freak show; Αυτό που κάνει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στη συμπεριφορά των δύο αντρών απέναντι στον Μέρικ, είναι ότι στο νοσοκομείο τον περιποιήθηκαν, τον τάισαν, τον ανακούφισαν. Και για εκείνον ήταν μια πολύ μεγάλη αλλαγή, καθώς μια ζωή πάλευε στους δρόμους. Όλη αυτή η κατάσταση έρχεται και πολύ κοντά στο σήμερα, δηλαδή στο πώς βιώνεται η πραγματικότητά μας μέσα από ανούσιες προβολές. Αναλώνεται η ενέργεια σε μη ουσιαστικά πράγματα. Εννοώ ότι ο Τριβς δεν έμεινε στο «έλα να σε φροντίσω». Πήγε στο «να πάρουμε και μια χρηματοδότηση για το νοσοκομείο», να καλέσουμε τη βασίλισσα, να επιδείξω στη Μαρτζ ότι είμαι φιλεύσπλαχνος. Ο Τριβς έγινε ένας celebrity γιατρός, έγινε ο γιατρός του βασιλιά. Πήρε δόξα, πτέρυγες στο νοσοκομείο, όλη αυτή η κατάσταση λειτούργησε πολύ θετικά για εκείνον. Ο Νόρμαν από την άλλη, έχει τις δικές του πληγές και τα δικά του πάθη, αλλά ξεκάθαρα τον εκμεταλλεύεται. Ωστόσο, και αυτός έχει ένα άλλο αφήγημα για τον εαυτό του. Στα κείμενα που άφησε, λέει ότι δεν πρέπει να κατηγορείται καθώς τον φρόντισε. Λέει: «Μου ζήτησε να έρθει στη δούλεψή μου και εγώ τον πήρα».
Ποια είναι τα όρια της επιστήμης; Ο Μέρικ είναι μια μορφή πειραματόζωου, έχει μια σπάνια ασθένεια. Σας απασχόλησαν αυτά τα θέματα;
Νομίζω ότι δεν είναι ο κεντρικός άξονας της παράστασης. Υπάρχουν κάποια θραύσματα τέτοιων ερωτημάτων μέσα στην ιστορία και εμείς θέλαμε να κρατήσουμε μερικά στο δικό μας έργο. Η περίπτωση του Μέρικ χτυπάει πολλά καμπανάκια, γιατί βλέπεις ότι αυτός ο άνθρωπος πονάει και ανταλλάσσει με κάποιον τρόπο τη φροντίδα του με την έκθεσή του. Κανείς δεν τον ρώτησε αν θέλει να γδυθεί και να σταθεί μπροστά στο αμφιθέατρο. Όλο αυτό είναι βάρβαρο. Μοιάζει σαν ένας άλλος Χριστός. Ανεπαίσθητα λίγο στην αρχή κι εκεί με την εικόνα της Παναγίας και με τη μητέρα του προσπαθούμε να αφήσουμε μια τέτοια υπόνοια. Έκανε και αυτός τη θυσία του. Aν το συνδέσουμε με τη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ουνέσκο –αυτό που λέμε στο τέλος της παράστασης–, τουλάχιστον αυτή η θυσία δεν πήγε τσάμπα. Ήταν η αφετηρία ώστε να συνειδητοποιήσουμε ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, ανεξαιρέτως.
Η μουσική γράφτηκε αποκλειστικά για την παράσταση; Τα τραγούδια τα ερμηνεύει η Βίκυ Παπαδοπούλου;
Είναι πρωτότυπη και γράφτηκε για την παράσταση σε απόλυτο διάλογο με αυτήν. Ο Αλέξανδρος Κτιστάκης-Δράκος ερχότανε στις πρόβες, ανταλλάσσαμε υλικό διαρκώς, συμφωνούσαμε για το πού χρειάζεται, πού ενισχύει η μουσική την παράσταση. Είχαμε μια υπέροχη συνεργασία, παρόλο που ήταν η πρώτη φορά που δουλεύαμε μαζί. Η μουσική αναλαμβάνει ένα πέμπτο ρόλο στην παράσταση κατά κάποιον τρόπο. Παράλληλα, η χροιά της Βίκυς Παπαδοπούλου και η τρυφερότητα που βάζει στην ερμηνεία της κάνει τη διαφορά.
Πόσο δύσκολο είναι σήμερα να δούμε τον άνθρωπο πίσω από την εικόνα του;
Η παράσταση είναι μια άσκηση ενσυναίσθησης. Πόσο αντέχουμε να βρεθούμε δίπλα στο «ξένο» και να μείνουμε εκεί χωρίς να τραπούμε σε φυγή; Δυστυχώς, το σώμα του Μέρικ είναι ένας καθρέφτης μιας κοινωνίας που ό,τι δεν της μοιάζει το θεωρεί παραμορφωμένο. Για μένα ήταν ζητούμενο να σκηνοθετήσω την παράσταση με τρυφερότητα, όχι με οίκτο. Κατά τη διάρκεια των προβών ήμασταν όλη η ομάδα, ηθοποιοί και συντελεστές, αποσβολωμένοι από την ιστορία και από τα πράγματα που αποκαλυπτόντουσαν στο μονοπάτι μας για αυτόν τον άνθρωπο, το τι άντεξε και τι βάρος φέρει. Είναι και μια υπενθύμιση ότι το «τέρας» είναι μια προβολή του φόβου μας για το ανοίκειο, το άγνωστο.
Τη φετινή σεζόν είχες αναλάβει τη σκηνοθεσία σε 5 παραστάσεις. Εγώ αυτό που παρατηρώ είναι ότι όλες αυτές οι παραστάσεις εστιάζουν στις ανθρώπινες σχέσεις. Κάνω λάθος;
Ξεκινώ με τις τρεις που έχουν ολοκληρωθεί, το «Into the woods» στη Λυρική, το «Αndy» (για τον Άντι Γουόρχολ) και το «Closer» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, που έχουν ολοκληρωθεί. Οι άλλες δυο, «Το Πήδημα» στο θέατρο Πόρτα και το «Ο άνθρωπος-ελέφαντας. Έτσι τον είπαν» στο Άνεσις, ολοκληρώνονται στις 13 Απριλίου. Και όντως, όλες οι παραστάσεις έχουν να κάνουν εντέλει με τις ανθρώπινες σχέσεις, το θέμα της εικόνας μας και τη μοναξιά. Βλέπω όμως τις ανθρώπινες σχέσεις ως μία πολιτική πράξη. Για μένα πολιτική είνα τα πάντα, δηλαδή το πώς υπάρχουμε κοινωνικά, το πώς συναναστρεφόμαστε με τους άλλους, το πώς σεβόμαστε, το πώς εμπλεκόμαστε με τους άλλους.
Πώς μοιράζεις τον χρόνο σου για τις παραστάσεις που αναλαμβάνεις να σκηνοθετήσεις;
Προσπαθώ οι κύκλοι μέσα στη χρονιά να είναι διαφορετικοί και να μη συμπίπτουν οι παραγωγές μεταξύ τους. Αλλά ειδικά φέτος δεν γινόταν να μη συμπέσουν δύο παραστάσεις: το «Πήδημα» και ο «Ελέφαντας». Από τη μία έχουμε ένα έργο σύγχρονο και μοντέρνο και από την άλλη μια ιστορική αφήγηση. Επειδή τα δύο θέατρα -το Πόρτα και το Άνεσις- ήταν πολύ κοντά και χιλιομετρικά το ένα με το άλλο, έπρεπε πολύ γρήγορα η ομάδα μου και εγώ να εγκλιματιστούμε στον ρυθμό και την υπόθεση της κάθε παράστασης. Όλο αυτό ήταν μεν δύσκολο και κουραστικό, καθώς ήμουν συνολικά 14 ώρες την ημέρα πίσω από τον Πύργο Αθηνών, αλλά είχε και ένα μεγάλο ενδιαφέρον. Άλλωστε γενικώς ως άνθρωπος είμα του full on ή του full off. Δεν υπάρχει μέση ταχύτητα. Οπότε δεν με πειράζει να βιώνω αυτή την αδρεναλίνη της άπειρης δουλειάς. Νιώθω ότι είναι δημιουργικό.
Έχεις ξεκινήσει ως ηθοποιός, αλλά τα τελευταία χρόνια ασχολείσαι μόνο με τη σκηνοθεσία.
Ναι, είμαι κυρίως σκηνοθέτης. Ωστόσο, στο «Ιnto the woods» φέτος είχα έναν μικρό ρόλο. Δεν ξέρω αν είναι σωστό να παίζεις στο έργο που σκηνοθετείς, αλλά επέλεξα να το κάνω, καθώς μου αρέσει πολύ και το μιούζικαλ. Το να είσαι ηθοποιός, από μόνο του είναι πολύ απαιτητικό. Το να σκηνοθετείς και ταυτόχρονα, εγώ το θεωρώ πάρα πολύ δύσκολο. Κάτι από τα δύο δεν θα κάνεις τόσο καλά. Τουλάχιστον από τη δική μου εμπειρία στο «Into the woods», που ήταν σχεδιασμένο να γίνουν τρεις κύκλοι παραστάσεων, στον τελευταίο ένιωσα πραγματικά απελευθερωμένος ως ηθοποιός. Το είχα στήσει βέβαια και έτσι ώστε να είμαι εγώ απ' έξω ως παραμυθάς της ιστορίας. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της παράστασης κρατούσα σημειώσεις για τους ηθοποιούς, ενώ ήμουν στη σκηνή. Είχα βρει τον τρόπο να το κάνω, για να μπορώ να δίνω feedback στους ηθοποιούς. Άρα δεν ήμουν εκεί 100%. Το κατάφερα πολύ μετά αυτό.
Πώς πέρασες στη σκηνοθεσία;
Η συνάντησή μου με τη σκηνοθεσία έγινε τυχαία. Με το που τελείωσα τη σχολή, βρέθηκα στον ρόλο του βοηθού σκηνοθέτη, ενώ ταυτόχρονα ανέλαβα και θεατρικές ομάδες στον ρόλο του δασκάλου, στο Λύκειο της σχολής Μωραΐτη τότε. Και άρχισα να βλέπω πώς στήνεται μια παράσταση και να με γοητεύει αυτό. Νομίζω ότι δεν είναι τυχαίο ότι έφυγα για τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο Λονδίνο, 5 χρόνια αφού τελείωσα τη Δραματική Σχολή, καθώς το έκανα πολύ συνειδητά. Μάλιστα, θα ήθελα να τονίσω ότι ο δάσκαλος που είχα στη δραματική σχολή για τρία χρόνια, ο Δημήτρης Καταλειφός, μου το έλεγε εξ αρχής ότι πρέπει να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία. Και εμένα με πλήγωνε, γιατί νόμιζα ότι μου έλεγε ότι δεν είμαι καλός ηθοποιός και προσπαθούσε να με προωθήσει κάπου αλλού.
Στα επόμενα σχέδιά σου τι περιλαμβάνεται;
Προς το παρόν ξεκούραση και σχεδιάζουμε τα του χρόνου. Δεν έχω να ανακοινώσω κάτι αυτή τη στιγμή.
Θα σε βρούμε πάλι στο θέατρο του Νέου κόσμου;
Έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία με το Θέατρο του Νέου Κόσμου και τον Μίλτο Σωτηριάδη και πιθανότατα θα είμαστε και του χρόνου μαζί. Αυτή τη στιγμή έχουμε κάποια πρότζεκτ που συζητάμε. Πιστεύω ότι σίγουρα ένα από τα επόμενά μου έργα θα γίνει σε συνεργασία με το συγκεκριμένο θέατρο. Επίσης κάτι που έχουμε αναπτύξει με το θέατρο του Νέου κόσμου είναι ότι η οποιαδήποτε δυσκολία δεν οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Δηλαδή αντιλαμβανόμαστε -και η πλευρά της καλλιτεχνικής ομάδας και η πλευρά της παραγωγής- ότι ο στόχος είναι να κάνουμε μια καλή παράσταση. Και εφαρμόζουμε το αγγλικό ρητό «keep drama on stage».
Δειτε περισσοτερα
Όταν το στιλ του ψαρά γίνεται τάση στη διακόσμηση
Καραμανλής, Παπανδρέου, Σαμαράς, Τσίπρας και όλα τα μοιραία πρόσωπα της κρίσης 2009-2019. Σκληρές αλήθειες με αφορμή το νέο του βιβλιο
Ο διάσημος βρετανός φωτογράφος απαθανατίζει σταρ και παπαράτσι στο ίδιο καρέ και κάνει τη διαφορά
Η μεγάλη έκθεση της Στέγης επιστρέφει με έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών και πλήθος παράλληλων δράσεων
Η μόδα, τα υλικά, τα σχέδια η έμπνευση, οι μεγάλοι σχεδιαστές και οι καλλιτέχνες που τα σχεδιάζουν