Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Νίκος Πορτοκάλογλου: Έχω δει στο όνειρό μου τον Διονύση Σαββόπουλο, περισσότερες φορές από ό,τι τους γονείς μου
Το μεγάλο αφιέρωμα της ATHENS VOICE στον Διονύση Σαββόπουλο
Δύο γίγαντες είχα την τύχη να γνωρίσω στη ζωή μου. Δύο αληθινούς μάγους: τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Διονύση Σαββόπουλο. Ο Χατζιδάκις ήταν σχεδόν συνομήλικος του πατέρα μου αλλά τον αισθανόμουν πάντα σαν ένα μακρινό, ευγενή και μυστηριώδη πρόγονο, ενώ ο Σαββόπουλος, όντας πιο κοντά στα τρελά εφηβικά σκοτάδια μου, πήρε τη θέση του πνευματικού μου πατέρα. Ο πρώτος ελληνικός δίσκος που έφερε ο αδερφός μου στο σπίτι, όταν ήμουν γύρω στα 12, ήταν «Το περιβόλι του τρελού». Με συγκλόνισε και με σημάδεψε για πάντα. Αυτός ο δίσκος μαζί με κάποιους άλλους των Beatles, των Stones και του Ντίλαν ήταν ο λόγος που ζήλεψα και ήθελα να μάθω κι εγώ κιθάρα και να γράψω τραγούδια.
Το πρώτο live που είδα στη ζωή μου, όταν ήμουν 15 και το θυμάμαι σαν έκρηξη και ηλεκτροσόκ, ήταν το «Βρώμικο ψωμί» στο Κύτταρο το ’73. Και βέβαια, ο πρώτος άνθρωπος που ήθελα να ακούσει τα άγουρα τραγούδια μου, όταν ήμουν 19, και να μου πει αν αξίζουν κάτι, ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος. Βρήκα το τηλέφωνό του στον κατάλογο και του ζήτησα να ακούσει αυτά που γράφαμε με τους φίλους μου. Μας άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και μας υποδέχθηκε χαμογελαστός και γενναιόδωρος, αλλά χωρίς να μας χαριστεί. Τα καλά του λόγια μου έδωσαν φτερά και η αυστηρή του κριτική με πείσμωσε για να δουλέψω πιο σκληρά. Του το χρωστάω για πάντα.
Διονύσης Σαββόπουλος: Ο πνευματικός πατέρας των Ελλήνων τραγουδοποιών
Ο Σαββόπουλος ήταν πολύτιμος για μένα και τη γενιά μου, γιατί μέσα στα μαύρα σκοτάδια της χούντας μάς άνοιξε ένα μεγάλο παράθυρο στον ελεύθερο κόσμο της Δύσης, που βρισκόταν τότε σε οργασμό, αλλά και στη δική μας άγνωστη παράδοση που την είχαν καπηλευτεί εκείνοι οι άθλιοι συνταγματάρχες. Ήταν πολύτιμος σαν μεγάλη γέφυρα ανάμεσα στα αγεφύρωτα: στα δημοτικά και το ροκ, στα ρεμπέτικα και την ψυχεδέλεια, στη λόγια και τη λαϊκή παράδοση, στο παρελθόν και το μέλλον. Ήταν επίσης πολύτιμος μέσα στην πρώτη φάση της μεταπολίτευσης, που όλη η Ελλάδα πανηγύριζε στις γηπεδικές πολιτικές συναυλίες, γιατί αυτός παρουσίαζε σε ένα μικρό υπόγειο της Πλάκας τους θεϊκούς του «Αχαρνής». Σε μια φάση οίστρου, δηλαδή, και αυτοθαυμασμού όπου βρισκόμασταν όλοι μας, αυτός μας κοιτούσε λοξά σαν θυμόσοφος Δικαιόπολις, «είρωνας με το ματάκι παιχνιδιάρικο».
Και τέλος, ήταν πολύτιμος γιατί σε μια εποχή που το έντεχνο τραγούδι ήταν επικίνδυνα στρατευμένο, ηρωικό και πένθιμο, αυτός δούλευε για τη μεγάλη Γιορτή. Για τη μεγάλη ένωση και την έκσταση. Ναι, λένε όλοι πως ήταν μεγάλος ποιητής, αλλά ένας ποιητής που γούσταρε τα πάρτι και τα πανηγύρια. Μεγάλος ποιητής αλλά και ασύλληπτος συνθέτης. Που έγραψε από αθώα παιδικά τραγουδάκια μέχρι τις πιο στρυφνές και αλλόκοτες μελωδίες. Και επίσης, αυτό που δεν λέει κανείς και το υποτιμούσε και ο ίδιος, συγκλονιστικός τραγουδιστής. Αγαπώ τις μεγάλες φωνές, αλλά οι φωνές που με έχουν συγκινήσει περισσότερο είναι κάτι παράξενες, όπως του Βαμβακάρη, του Άρμστρονγκ, του Κόεν και του Σαββόπουλου.
Όταν ζητήσαμε τη γνώμη του, δεν μας χαρίστηκε. Μας τα είπε χύμα, χωρίς να τον νοιάζει αν θα γίνει δυσάρεστος.
Είπα πριν πως όταν ζητήσαμε τη γνώμη του, δεν μας χαρίστηκε. Μας τα είπε χύμα, χωρίς να τον νοιάζει αν θα γίνει δυσάρεστος. Αυτό που κάνει, δηλαδή, ο καλός δάσκαλος και ο καλός φίλος. Έτσι ήταν πάντα και απέναντι στο κοινό του. Γενναιόδωρος, γιορτινός και παιγνιώδης, αλλά και σκληρός στην κριτική του, που ήταν ταυτόχρονα και αυτοκριτική. Ήμουν εκεί στο Ζουμ, το ’89 που έπαιζε το «Κούρεμα», σε ένα κοινό εξαγριωμένο που τον λιθοβολούσε. Ένιωθαν πως πρόδωσε έναν όρκο που είχαν δώσει μαζί στα νιάτα τους. Και παρ’ όλο που είχα κι εγώ τις αμφιβολίες μου και δεν ήξερα αν έχει δίκιο ή όχι, ήξερα πως αυτό που συνέβαινε ήταν μια βαρβαρότητα. Και μου θύμιζε αυτή της «Αυριανής» απέναντι στον Χατζιδάκι. Δεν μπορούσα, μέσα στην αφέλειά μου, να καταλάβω γιατί τόσο μένος απέναντι σε κάποιον που στα 45 του αλλάζει απόψεις και διαφωνεί με τον 20χρονο εαυτό του.
Και μάλιστα έχει τη γενναιότητα να το λέει ανοιχτά, παίρνοντας το ρίσκο. Υποψιάζομαι πως δεν περίμενε να πληρώσει τόσο ακριβά την τόλμη του, αλλά μάλλον και να το ήξερε, πάλι το ίδιο θα έκανε. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να βρω μια φράση του Βίκτωρος Ουγκώ που περιγράφει αυτό που έκανε τότε ο Σαββόπουλος: «Αλλάζω τις απόψεις μου, όχι τις αξίες μου». Αυτό ακριβώς δεν του συγχώρεσαν. Γιατί οι περισσότεροι κρατάμε τις νεανικές μας απόψεις αναλλοίωτες σαν λάβαρο και σαν άλλοθι, ενώ αλλάζουμε υπογείως τις αξίες μας. Και έτσι, τελικά βρίσκουμε τις πιο μικρόψυχες δικαιολογίες για τις άδειες καρέκλες στην κηδεία του κορυφαίου καλλιτέχνη μας. Όπως και να έχει, είμαι περήφανος που ήμουν από τους λίγους που τον υπερασπίστηκαν μέσα σε εκείνο τον ζόφο του ’89.
Όχι δεν θέλω να κάνω μια αγιογραφία. Έπαιρνε κι αυτός τις ανάποδές του και ήταν ορμητικός και απρόβλεπτος, όπως ήταν σε όλα του. Όταν παίξαμε μαζί το 2004 στον Κεραμεικό είδα έναν άλλο άνθρωπο. Μέχρι τότε τον είχα ζήσει πιο πολύ στο Πήλιο σε παρέες με κρασιά και γέλια και τραγούδια. Είχα δει τη φωτεινή πλευρά του, τον ζεστό οικοδεσπότη, την ψυχή της παρέας. Τώρα, στη δουλειά, είδα μια άλλη του πλευρά, σκοτεινή και δύστροπη – και τα βρήκα μπαστούνια.
Εγώ λαχταρούσα να στήσουμε ένα πρόγραμμα μαζί με το ίνδαλμά μου και να πειράξουμε τα τραγούδια του, μπλέκοντάς τα με τα δικά μου. Ένα όνειρο ζωής, δηλαδή. Εκείνος όμως ήταν βαρύς και μου έλεγε πως δεν είχε όρεξη να ασχοληθεί με τη μουσική. Δεν του έβγαινε. Τον ενδιέφερε περισσότερο η σκηνοθεσία και η πρόζα. Με λίγα λόγια, δεν καταφέραμε να συντονιστούμε. Δεν ήταν η στιγμή. Εκ των υστέρων, κατάλαβα πως ήταν πικραμένος γιατί είχαν βρει πάλι τότε τις αφορμές για να τον δικάσουν – αυτή τη φορά για μια τούρτα γενεθλίων στο Ηρώδειο και την τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων.
Έτσι, όταν τελείωσαν οι παραστάσεις, χαθήκαμε. Κι αυτό μου κόστισε πολύ. Με τα χρόνια όμως συνειδητοποίησα πως δεν με είχε πονέσει μόνο η διάψευση του εφηβικού μου ονείρου, αλλά ότι δεν κατάφερα κάπως να τον βοηθήσω τότε που ήμασταν κάθε βράδυ μαζί. Ενώ, στην πραγματικότητα, περνούσε μια δύσκολη φάση και δεν το παραδεχόταν από περηφάνια. Ήταν φυλακισμένος στον ρόλο ενός βασιλιά που ήθελε να κάνει τις ζαβολιές του, μα άλλο τόσο ήθελε και να τον αγαπάνε. Κι όσο πιο πολλή ανάγκη είχε από αγάπη, τόσο πιο βαριά πανοπλία φορούσε.
Πέρασε όμως ο καιρός, κι εκείνος άλλαξε, και γλύκανε και η δική μου πίκρα, ξεθύμανε, σαν να μην υπήρξε ποτέ, και κράτησα μόνο τα τόσα δώρα που πήρα από αυτόν. Γι’ αυτό και όταν ξεκίνησα το «Μουσικό Κουτί» μου, εμπνευσμένος από το δικό του «ΖΗΤΩ το ελληνικό τραγούδι», σε αυτόν το αφιέρωσα από την πρώτη εκπομπή. Σε ποιον άλλον; Και μιλήσαμε τόσες φορές στο τηλέφωνο για να έρθει και να παίξουμε τα μαγικά τραγούδια του και το ήθελε πολύ, αλλά είχε ήδη αρρωστήσει, άρχισαν και οι καραντίνες λόγω κόβιντ και ήταν πια πολύ επικίνδυνο γι’ αυτόν.
Όπως συμβαίνει με κάθε μεγάλο καλλιτέχνη, το έργο του έχει εισχωρήσει με χίλιους τρόπους μέσα στις ζωές μας και ούτε εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να συλλάβουμε σε τι βάθος έχει φτάσει. Στη δική μου ζωή, η επιρροή της δουλειάς και της προσωπικότητάς του ήτανε καταλυτικές, σχεδόν μεταφυσικές. Τον έχω δει στο όνειρό μου περισσότερες φορές από ό,τι τους γονείς μου. Σε δική του παράσταση, εκεί στους «Αχαρνής» του ’76, γνώρισα τη γυναίκα της ζωής μου, τη Μαρίνα, και από τότε, τον έχουμε ακολουθήσει στις περισσότερες συναυλίες του, όπου πάντα έβρισκε έναν τρόπο να μας ξαφνιάζει και να μας μαγεύει σαν την πρώτη φορά. Με αποκορύφωμα την τελευταία του συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με τη Συμφωνική Ορχήστρα, όπου, χωρίς να το περιμένουμε, τον αποχαιρετήσαμε, κλαίγοντας από την αρχή ως το τέλος.
Όλη η οικογένεια των τραγουδοποιών που εμφανιστήκαμε μετά από αυτόν, από τα τέλη δηλαδή της δεκαετίας του ’70 μέχρι σήμερα, είτε το ξέρουμε είτε όχι, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με τις απόψεις του, είμαστε όλοι μας παιδιά του. Και τώρα μείναμε ορφανοί. Επειδή όμως το μήνυμά του ήταν πάντα αναστάσιμο και πίστευε βαθιά πως θα συναντηθούμε ξανά, δεν θα κλείσω μ’ ένα αντίο. Θα κλείσω απλά με ένα μεγάλο ευχαριστώ, και εις το επανιδείν.
Δειτε περισσοτερα
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Οι Κώστας Μηλιαράς και Γιώργος Παπακώστας μιλούν για το ντεμπούτο των The Dionysians «Να Κάψουμε το Χθες»