Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Θέατρο του Λυκαβηττού: 7 ραδιοφωνικοί παραγωγοί του Athens Voice Radio 102,5 θυμούνται ιστορικές συναυλίες (Γ. Μουχταρίδης, Γ. Βλασσοπούλου, Γ. Νένες, Λ. Μαστάθη, Ελ. Κολοκοτρώνη, Σ. Μαργαρίτης, Σ. Ρουμελιώτης)
Γιώργος Μουχταρίδης
«Ένα ανοιχτό θέατρο κομμένο μέσα σε έναν λόφο με τα φώτα της πόλης να λάμπουν από κάτω». Έτσι περιγράφει το θέατρο του Λυκαβηττού ο Peter Gabriel στο άλμπουμ που κυκλοφόρησε με τίτλο «Live in Athens» 1987. Ο λόγος για το περίφημο και ιστορικό live άλμπουμ που ηχογραφήθηκε στο τέλος της θρυλικής του περιοδείας, τρεις ζεστές βραδιές του Οκτώβρη του 1987 σε κάποια χώρα στη νότια Ευρώπη!
Έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης συναυλιακής ζωής μου στο θέατρο του Λυκαβηττού, στον λόφο του Λυκαβηττού, και πρέπει να έχω δει εκατοντάδες συναυλίες «ξένων» και Ελλήνων καλλιτεχνών. Έχω ζήσει αξέχαστες στιγμές και τώρα που τις φέρνω στο μυαλό μου θυμάμαι βράδια καλοκαιριού, βράδια του Σεπτεμβρίου και βράδια του Οκτώβρη, βραδιές πριν τις διακοπές του καλοκαιριού, βραδιές μετά τις διακοπές του καλοκαιριού, το αξέχαστο ανέβασμα στον λόφο του Λυκαβηττού με τα πόδια ή με τη μηχανή.
Αν για τους περισσότερους από μας που παρακολουθούσαμε συναυλίες των ξένων συγκροτημάτων –κυρίως ροκ– το γήπεδο μπάσκετ του Σπόρτινγκ ήταν το έναυσμα της συναυλιακής μας ζωής και η ένταξή μας στην κοινότητα του rock, το θέατρο του Λυκαβηττού ήταν η επίσημη επιβεβαίωση ότι οι ροκ συναυλίες ήταν η μουσική μας κανονικότητα και, φυσικά, η μύησή μας σε έναν τρόπο ζωής ξεχωριστό και διαφορετικό.
Το θέατρο αυτό με χωρητικότητα περίπου 5.000 θεατές είχε και έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα, ανήκει στην καρδιά του αστικού ιστού, βρίσκεται στην καρδιά της πόλης και στις παρυφές του βρίσκονται τρεις γειτονιές της Αθήνας πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.
Μετά το τέλος της κάθε συναυλίας κάθε παρέα, κάθε ομάδα ή κάθε «φυλή» έβρισκε το δικό της σημείο που θα κατέβαινε για ποτό και συζήτηση με θέμα, τι άλλο, το live. Οι πιο εναλλακτικοί θα κατέβαιναν πλατεία Εξαρχείων, οι πιο μέινστριμ στο Κολωνάκι και στα διάφορα καφέ και μπαρ της Σκουφά και οι πιο καλλιτεχνικοί τύποι στην πλατεία Μαβίλη, όλα σημεία προσβάσιμα με τα πόδια. Τις ζεστές νύχτες του Ιουνίου και του Σεπτεμβρίου οι συζητήσεις έφταναν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες!
Όλα αυτά τα χρόνια έχω δει εκατοντάδες συγκροτήματα, τραγουδιστές και τραγουδοποιούς στο θέατρο του Λυκαβηττού. Δεν πιστεύω ότι είδα κάποια που δεν ήταν καλά, απλά μερικά από αυτά τα ξεχωρίζω το καθένα για διαφορετικούς λόγους. Τα 3 στη σειρά του Peter Gabriel τον Οκτώβρη του 1987 ήταν μια κομβική στιγμή για τα live αφού ποτέ μέχρι τότε δεν είχαμε δει ή ακούσει κάτι αντίστοιχο. Ο Gabriel είχε φτάσει στο τέλος μιας παγκόσμιας περιοδείας απόλυτα επιτυχημένης καλλιτεχνικά και εισπρακτικά έχοντας στις αποσκευές του ένα πολύ δυνατό ρεπερτόριο από όλα του τα προσωπικά άλμπουμ, μια απίθανη ομάδα κορυφαίων μουσικών που όμοιά της δεν είχαμε ξαναδεί στην ποπ/ροκ μουσική και φυσικά μια ομάδα τεχνικών που έστησε ένα υπερθέαμα απίστευτης ακρίβειας αλλά και τρομερής οικειότητας.
Δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή σε κανένα από τα τρία live εκείνου του Οκτώβρη που κάποιος από το κοινό να ένιωσε ότι ο καλλιτέχνης που βρισκόταν στη σκηνή έδινε ένα σόου απόμακρο και ξεκομμένο από τη ροκ αντίληψη. Απεναντίας είδαμε έναν παθιασμένο και πειθαρχημένο μουσικό που ένιωθε με το μυαλό του όσα η καρδιά του σκεφτόταν! Υπήρξαν βέβαια και αρκετά άλλα live που θυμάμαι από την περίοδο του Λυκαβηττού. Καλοκαίρι του 1992 και ο Ντέιβιντ Μπερν βρίσκεται στον Λυκαβηττό παίζοντας ζωντανά το ολοκαίνουργιο προσωπικό του άλμπουμ με τίτλο «Rei Momo» που και σήμερα θεωρείται το latin άλμπουμ του με έμφαση στον ήχο των πνευστών και των κρουστών. Όσοι βρεθήκαμε εκείνο το βράδυ εκεί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ όταν, στις πρώτες νότες των πνευστών, άναψαν όλα τα φώτα της σκηνής και έπεσαν επάνω στα απαστράπτοντα χάλκινα πνευστά και σε όλη την μπάντα που ήταν ντυμένη στα λευκά δημιουργώντας μια ψευδαίσθηση του πώς θα έμοιαζε ο παράδεισος όπου όλοι χορεύουν salsa, merengeu, bolero και cha cha.
Ένα από τα πιο «πρόσφατα» εντυπωσιακά live της ζωής μου και πάλι Ιούνιος, 26 Ιουνίου του 2000 για την ακρίβεια, όπου 7.000 κόσμος βρέθηκε για το πρώτο και μοναδικό live που έδωσαν στην Ελλάδα (και ευτυχώς στο θέατρο του Λυκαβηττού που είναι ζεστό σαν κλίμακα) οι Radiohead, μια εμπειρία ήχου και θεάματος που μόνον σημαντικοί και πρωτοπόροι καλλιτέχνες μπορούν να προσφέρουν. Και η σκηνή μετά βίας χώρεσε μέσα στο …θέατρο!
Γιοβάννα Βλασσοπούλου
Αρχικά αναβλήθηκε η εμφάνισή τους στο Θέατρο Βράχων λόγω βροχής και έτσι, ενάμιση μήνα μετά, δώσαμε ραντεβού στον Λυκαβηττό. Αυτή τη φορά η βραδιά ήταν υπέροχα καλοκαιρινή. Το θέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Εντός αλλά και στα βραχάκια. Πάρα πολύς κόσμος και πάρα πολύ ωραία ενέργεια. Λίγο ο ενάμισης μήνας αναμονής, λίγο που support ήταν η Ίνα Λαζοπούλου(!), λίγο που η ώρα περνούσε και οι Thievery δεν ανέβαιναν στη σκηνή, ξεκίνησαν τα «ουυυυυ». Έστω κι αργά, το συγκρότημα βγήκε και έδωσε κατά τη γνώμη μου μία από τις καλύτερες συναυλίες της καριέρας του. Αυτό που συνέβη εκείνο το βράδυ, αυτό που μοιραστήκαμε όσοι ήμασταν εκεί, δεν το ξεχνάς όσα χρόνια κι αν περάσουν. Εκρηκτικότητα και ζεν. Μυσταγωγία αλλά και ένα καλοκαιρινό μουσικό πανηγύρι ταυτόχρονα, όπως μόνο οι Thievery ξέρουν να φτιάχνουν. Από αυτά τα βράδια που γυρνάς αργά στο σπίτι και μονολογείς «τι ζήσαμε, ρε συ, απόψε;».
Χαρά, μουσική, παλμός, φωτορυθμικά, αστέρια, καπνοί, ξυπόλυτες vocal artists σαν αερικά, καλοκαιρινή νύχτα, ευφορία, ιδρώτας, χορός, παπούτσια βρεγμένα με μπύρες, ο βράχος, η Αθήνα πιάτο και οι Thievery. Δεν θυμάμαι πολλά από το track list, αλλά θυμάμαι το τέλος.
Μας αποχαιρέτησαν, έκαναν το αναμενόμενο encore, άναψαν και τα φώτα, αλλά δεν έφευγε κανείς. Εκεί όλοι, χειροκροτούσαμε και ουρλιάζαμε ασταμάτητα. Και μας έκαναν την χάρη. Ξαναβγήκαν και έπαιξαν το “The Heart’s a lonely hunter” (με ανοιχτά φώτα).
Η επιστροφή του θεάτρου του Λυκαβηττού είναι σπουδαία νέα. Και τα περιμέναμε 15 χρόνια. Ραντεβού τον Σεπτέμβρη, λοιπόν, με όποια συναυλία κι αν ανοίξει. Ραντεβού στη μεταλλική αχιβάδα πάνω στον λόφο. Ανυπομονώ. Γιατί αν η Αθήνα έχει μουσική καρδιά, για εμένα είναι εκεί. Στον Λυκαβηττό.
Γιάννης Νένες
Τον Οκτώβριο του 2003, η πρώτη ομάδα της Athens Voice υπό τον Φώτη Γεωργελέ, ετοιμαζόμασταν να βγάλουμε την Athens Voice – και κάναμε ένα μηδενικό τεύχος που δεν κυκλοφόρησε ποτέ, αλλά το γράψαμε και το στήσαμε κανονικά. Σε εκείνο το «πρώτο» τεύχος είχα γράψει μία “ανταπόκριση” από τη συναυλία της Jane Birkin στο Θέατρο Λυκαβηττού που είχα παρακολουθήσει εκείνες τις μέρες και σκέφτηκα πόσο ταιριάζει να δει το φως της ημέρας τώρα, εκείνο το κείμενο, σαν ανάμνηση από έναν αγαπημένο χώρο θεαμάτων και τοπόσημο της Αθήνας που ξαναμπαίνει στη ζωή μας.
Έγραφα τότε, πριν 20 χρόνια, λοιπόν: Η Jane Birkin υπήρξε όχι μόνο η μούσα του μυθικού Serge Gainsbourg αλλά και μία φινετσάτη «λολίτα» με άρωμα βρετανικού Earl Gray που, ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, είναι εκείνη που διυλίζει την μποέμικη –και λίγο «πρόστυχη»– περσόνα του μακαρίτη και την ξαναπροσφέρει στο κοινό με τονισμένη την ποιητική πλευρά της. Το «Arabesque» είναι μία σειρά τραγουδιών της café society που είχε γράψει ο Gainsbourg και, τώρα, η Jane την παρουσιάζει σε μία μαμούθ περιοδεία σε όλο τον κόσμο, διασκευασμένα σε ανατολίτικο ύφος, με τους Αλγερινούς Djam & Fam μαζί της.
Το οριένταλ ταιριάζει στην Jane Birkin γιατί βγαίνει ξυπόλυτη στη σκηνή, ντυμένη με το απολύτως-σωστά-τσαλακωμένο-της-κόκκινο Yamamoto και λυτά μαλλιά, με ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της ένα απολαυστικό νιρβάνα και χορευτικές κινήσεις που θυμίζουν οδαλίσκη, ξωτικό, κι έχουν κάτι από την παιδική αδεξιότητα της Bjork όταν χορεύει.
Η Jane Birkin, φιγούρα αναφοράς των λονδρέζικων 60s και της swinging κοινότητας της Carnaby Street, πέρασε με επιτυχία τη μετάλλαξή της σε φιγούρα των παριζιάνικων σαλονιών, των χαμηλοτάβανων μπουάτ και των φιλολογικών βραδιών με αψέντι. Ο αέρας της Ανατολής είναι ένα στοιχείο που ανέκαθεν γοήτευε το «έξυπνο» Παρίσι και η Jane το επιλέγει για να ισορροπήσει τον κυνισμό, τη μελαγχολία και το άγριο χιούμορ των τραγουδιών του αγαπημένου της Serge. Jazz χαλαρωμένη σε καναπέδες, γλυκά αρώματα καφέ, κανέλας και πατσουλί στη φωνή και χαριτωμένες ατονίες.
Τα arabesque τραγούδια της, η Jane τα παρουσίασε στον Λυκαβηττό, στην πιο lounge βραδιά που έχει ζήσει το θέατρο του λόφου. Με ένα κοινό γαλλικής κουλτούρας και με τη γαλαντομία στο DNA του, με «μυημένους» σε κοινότητες φανς μοιραίων γυναικών και ηρώων αντρών, με τη γνωστή σέχτα των «έξυπνων ρόκερς» και μερικές εξαιρετικές παρουσίες lesbian chic, η βραδιά θύμιζε περισσότερο group therapy παρά συναυλία. Η Jane φίλησε, χαιρέτισε τις μπροστινές σειρές (ανάμεσά τους και το μοναδικό σελέμπριτι που γνωρίζει την Jane Birkin, ο πιο beat Έλληνας της δεκαετίας του ’60, ο Κώστας Βουτσάς με την οικογένειά του. Οι υπόλοιποι glitterati της Αθήνας προφανώς αναγνωρίζουν μόνο όποιον εμφανίζεται στο Ηρώδειο…)
Η Jane διάβασε ποιήματα γονατιστή στο κέντρο του κοίλου της ορχήστρας, είπε με τρεμάμενη φωνή πόσο τη συγκινεί που βλέπει την Ακρόπολη και ότι μετά το τέλος της συναυλίας θα τηλεφωνήσει στη μαμά της (μα καλά, πόσων χρονών είναι η μαμά;) για να της πει ότι βρίσκεται στην πιο ρομαντική χώρα του κόσμου, την Ελλάδα. Προφανώς με ένα τζατζίκι η Jane μπορεί να βάλει τα κλάματα. Και φυσικά πήρε ένα αποθεωτικό παρατεταμένο χειροκρότημα, ίσως γιατί τελικά έδειξε στους loungers του Λυκαβηττού ότι η ανατολή είναι σικ – ακόμα και η «βαθιά» ελληνική ανατολή.
Λιάνα Μαστάθη
Ανακαλύπτοντας τα φοιτητικά εισιτήρια βρίσκομαι να παρακολουθώ τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα εξαργυρώνοντας αυτό το αναπάντεχο προνόμιο που ενθουσιάζει τους άγουρους φοιτητές. Πρώτη φορά Λόρκα, πρώτη φορά Λυκαβηττός, δεκαετίες πριν, τότε που ακόμα ανεβαίναμε χωρίς να ασθμαίνουμε και χοροπηδάγαμε πάνω στις κερκίδες έχοντας τη σιγουριά που συνοδεύει τα πρώτα ενήλικα χρόνια ή, πιο απλά, άγνοια κινδύνου.
Ακολούθησαν πολλές πλέον συναυλίες, τόσες που η μνήμη έχει ενσωματώσει στη καθημερινότητα και καταχωρούνται εξελίσσοντας το σενάριο της ζωής σου. Αν μέτραγα τις συναυλίες στον λόφο θα ήταν ένας απολογισμός ζωής. Ήταν τότε που είδα τον Peter Hamill ακολουθώντας τυφλωμένη από έρωτα τον σύντροφό μου, ήταν τότε στους Buena Vista που μπήκα άνεργη και έφυγα με μία εξαιρετική επαγγελματική πρόταση, ήταν τότε στον Bryan Ferry που θέλοντας να εντυπωσιάσω ένα αγόρι προσκάλεσα την αδελφή του αλλά αυτός δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ήταν οι Orishas με τον Federico Aubele που είδα τον κολλητό μου να χορεύει σαν να μην υπάρχει αύριο. Ήταν ο B.B. King που μπήκα τυχαία στο καμαρίνι του και τραυλίζοντας του ζήτησα ένα αυτόγραφο. Ήταν τότε στον Χατζηγιάννη, που βρέθηκα να τραγουδάω σε ένα μικρόφωνο «Χέρια ψηλά» για να κάνω τη χάρη σε ένα τσούρμο πιτσιρίκια που συνόδευα να δουν το είδωλό τους.
Ήταν τότε στους Pet Shop Boys με τον soon to be πατέρα των παιδιών μου. Ήταν τότε στη Zaz, την πρώτη συναυλία της κόρης μου στον Λυκαβηττό και που τώρα μπορεί να τη μνημονεύει σε ένα αντίστοιχο επετειακό κείμενο. Και άλλα πολλά. Μια ζωή ολόκληρη που τα 15 χρόνια απουσίας αποτελούν μία παρένθεση και μόνο. Θα είμαστε πάλι εκεί, έστω κι αν λαχανιάζουμε λίγο περισσότερο.
Ελένη Κολοκοτρώνη
28 Ιουνίου 2000 και οι Pet Shop Boys πρώτη φορά στην Αθήνα, 10.000 δρχ. το εισιτήριο, ίσως το τελευταίο που πλήρωσα σε δραχμές. Είχαμε ανέβει από νωρίς με τον φίλο μου τον Σπύρο – το ραδιόφωνο που δουλεύαμε και οι δύο τότε ήταν χορηγός επικοινωνίας. Καθόμαστε σε κάτι σκαλάκια στην καντίνα. Ψάχνουμε για λίγη σκιά, ζέστη απίστευτη, το πάρκινγκ άδειο, ο λόφος άδειος και οι πόρτες του θεάτρου κλειστές. Και εκεί που είμαστε έτοιμοι να παραδεχτούμε ότι δεν ήταν και η πιο έξυπνη κίνηση να ανέβουμε 2,5 ώρες νωρίτερα, ξεκινάει το soundcheck υπό τους ήχους του «Suburbia» και ο λόφος γεμίζει μουσική. Αισθανόμαστε προνομιούχοι, έχουμε την εντύπωση ότι παίζουν μόνο για εμάς, δεν μιλάμε, δεν κουνιόμαστε, σαν να φοβόμαστε ότι αν μας αντιληφτούν θα σταματήσουν... και ξανά το «Suburbia» και εγώ έχω φύγει και θυμάμαι εμένα στα eighties να γυρίζω από το σχολείο, να μπαίνω στο δωμάτιό μου και να το ακούω τέρμα, και η μαμά μου να μου φωνάζει να το χαμηλώσω γιατί είναι μεσημέρι!
Θυμάμαι, θυμάμαι, και για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω αισθάνομαι τώρα δικαιωμένη. Για εμάς δεν ήταν μια απλή συναυλία, ήταν φόρος τιμής στις αναμνήσεις μας.
Σιγά-σιγά έπεφτε ο ήλιος, ο κόσμος ανέβαινε, βρεθήκαμε όλοι γνωστοί, μια μεγάλη παρέα και το πάρτι ξεκίνησε…
Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, έχουν περάσει και 23 χρόνια, έχω όμως ζωηρή την εικόνα στο μυαλό μου να είμαστε όλοι όρθιοι, να χορεύουμε και να τραγουδάμε, domino dancing.
Έχω την αίσθηση ότι χορεύαμε και εμείς μέσα στο θέατρο και τα παιδιά στα βραχάκια με τον τρόπο τους. Θα μπορούσαμε να είμαστε διαφημιστικό κλιπάκι. Η Αθήνα στο βάθος και εμείς να χορεύουμε!
Όπως συμβαίνει πάντα όταν περνάς όμορφα, το φινάλε ήρθε γρήγορα. Ο Neil Tennant και ο Chris Low ευχαρίστησαν και χαιρέτησαν την Αθήνα, και με τη φωνή μας να έχει βραχνιάσει ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε. Το πάρτι τελείωσε στον περιφερειακό του Λυκαβηττού.
Στα επόμενα χρόνια οι Pet Shop Boys ήρθαν ξανά στην Αθήνα. Δεν πήγα. Ήθελα να κρατήσω στο μυαλό μου την εικόνα από εκείνο το πάρτι της 28ης Ιουνίου.
Σπύρος Μαργαρίτης
Η πρώτη φορά που βρέθηκα στο θέατρο του Λυκαβηττού (μέσα, όχι καβατζωτά στα βραχάκια, αυτό δεν μετράει) ήταν το ’03 επειδή με «έσυραν». Μια φίλη ήθελε να δει τον Brian Molko από κοντά και να πάθει αυτό που πάθαινε σημαντική μερίδα των λυκειοκόριτσων τότε με αυτόν τον τύπο. Το γιατί ήταν ακατανόητο τότε, αφού η εικόνα του ερχόταν σε απόλυτη κόντρα με όλα τα υπόλοιπα ανδρικά στερεότυπα που είχα στο μυαλό μου.
Μου άρεσε που άκουσα live το «Bitter End» και το «Special K», αλλά σε γενικές γραμμές δεν είδα τη συναυλία. Μου φαινόταν φανταστικό το ότι είχαμε τόσο πολύ ανεμπόδιστο ουρανό από πάνω μας, που έμπλεκε με έναν παγανιστικό τρόπο με τα φωτά από το stage και μονοπώλησε το ενδιαφέρον μου. Δεν θέλω να παρεξηγηθώ, το live ήταν μια χαρά. Απλά δεν τρελαινόμουν για την μπάντα και δεν βοήθησε το ότι θα προτιμούσα η κοπέλα να κοιτούσε εμένα όπως κοιτούσε τον Molko.
Οι επόμενες αναμνήσεις, ανεξίτηλες και αυτές, ήταν όταν ανέβαινα στο stage για να προλογίσω και να παρουσιάσω τους Scorpions στις βιντεοσκοπήσεις για το MTV Unplugged τους. Η απόρριψη ήταν αρκετές χιλιάδες φορές μεγαλύτερη απ’ αυτήν που αναφέρω πιο πάνω, καθώς όλοι ανυπομονούσαν να πάθουν ένα ακόμα παραλήρημα (όχι πολύ διαφορετικό από της κοπέλας, αν το καλοσκεφτείς) που δεν συνδεόταν καθόλου μαζί μου. Ωστόσο, «έτσουξε» πολύ λιγότερο απ’ ό,τι την προηγούμενη φορά. Γιατί κατάλαβα ότι είναι ένα μέρος όπου συρρέουμε εδώ και δεκαετίες για να μοιραστούμε αξέχαστες ιστορίες. Κι ανυπομονώ να δούμε το θέατρο του Λυκαβηττού να εκπληρώνει ξανά τον σκοπό του τόσο καλά.
Σωτήρης Ρουμελιώτης
Το θέατρο του Λυκαβηττού ήταν και θα συνεχίζει να είναι ένας πολύ καλός λόγος για μια βόλτα στον αγαπημένο λόφο της Αθήνας. Βόλτα που σου φτιάχνει τη διάθεση και σε γεμίζει ομορφιά. Βόλτα που τις περισσότερες φορές την είχαμε συνδέσει με μουσική ή και με το θέατρο. Αμέτρητες στιγμές με αναμνήσεις που μας συντροφεύουν όλα αυτά τα χρόνια. Θυμάμαι αρκετές συναυλίες στα 90s αλλά ήταν η τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου το 2000 που μας χάρισε μοναδικές στιγμές με τους Radiohead με το «Kid A» να έχει μόλις κυκλοφορήσει – είχαν ήδη ξεκινήσει τις ηλεκτρονικές και απόκοσμες περιπέτειές τους. Ήρθαν λοιπόν πρώτη φορά στα μέρη μας με ένα σετ που θα μπορούσες να το πεις κατά παραγγελία, μιας και περιελάμβανε όλα τα τραγούδια τους, ακόμα και το ασύλληπτο «Talk Show Host»! Δεν μπορούσαν να πιστέψουν την αγάπη που έπαιρναν από όλους και δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε την αγάπη που μας έδιναν. Στιγμές χαραγμένες κυριολεκτικά μέσα μας.
Σχεδόν αμέσως μετά, τις επόμενες ημέρες, οι Pet Shop Boys, αντί για μία, κατάφεραν να μας χαρίσουν δύο βραδιές με τα πιο αγαπημένα μας τραγούδια τους, χωρίς διακοπή και χωρίς να μπορείς να πεις με σιγουριά ποια από τις δύο ήταν η καλύτερη.
Την επόμενη χρονιά περίπου στα τέλη του πρώτου μήνα του φθινόπωρου, στις 21.9.2001, οι James για πρώτη φορά και αυτοί στην Ελλάδα λίγο πριν ο Tim Booth αποχωρήσει από το γκρουπ, ουσιαστικά ξεκινούσαν μια σχέση με όλους μας, η οποία ακόμα και σήμερα μετά από τόσα χρόνια είναι το ίδιο έντονη. Η συμμετοχή των Μorcheeba στο ξεκίνημα έδινε στη βραδιά μια γλυκιά αίσθηση.
Οι Massive Attack λίγα χρόνια αργότερα, στις 15 Ιουλίου του 2003, παρέα με την Dot Alison και την Elizabeth Frazer απέδειξαν πως το απλό μερικές φορές είναι και το πιο δύσκολο. Συναυλία που δύσκολα ξεχνάς μιας και εκτός από τη μουσική, η οποία ήταν προσεκτικά μελετημένη με όλα σχεδόν τα αγαπημένα τραγούδια, υπήρχε και μια τεράστια οθόνη με τα πιο τρελά χρώματα και τους πιο απίθανους συνδυασμούς στην οποία εμφανίζονταν συνεχώς αντιπολεμικά μηνύματα.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η είδηση της επαναλειτουργίας του αγαπημένου αυτού χώρου ξύπνησε τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε εκεί αλλά και την ελπίδα ότι τα καλύτερα έρχονται.
Διαβάστε για την αναβάθμιση και ανάπλαση του ιστορικού θεάτρου εδώ.
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού