Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Juliette Gréco: Η Μούσα των Υπαρξιστών δεν υπάρχει πια
Η ηθοποιός και τραγουδίστρια Juliette Gréco γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1927 και έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020, σε ηλικία 93 ετών. Έζησε το Παρίσι στις ωραιότερες αλλά και σκοτεινότερες στιγμές του, γνώρισε και αγάπησε μυθικούς άντρες της ευρωπαϊκής κουλτούρας αλλά και μουσικής, έγινε η χαρακτηριστική εικόνα των Παρισινών μπουάτ που έπαιζαν γαλλικό καμπαρέ και αμερικάνικη τζαζ. Τραγούδησε κομμάτια όπως το «Jolie Môme» και «Déshabillez-moi» και «La Javanaise», τραγούδια με στίχους γραμμένους από ποιητές όπως ο Jacques Prévert και ο Boris Vian, από τραγουδιστές όπως ο Jacques Brel και ο Serge Gainsbourg, ακόμα και ο Jean-Paul Sartre της έδωσε στίχους και τον θαυμασμό του. Μία καριέρα που απλώθηκε σε 60 υπέροχα χρόνια και έκλεισε το 2015 με την τελευταία της περιοδεία με τίτλο «Merci» την οποία ξεκίνησε, μάλιστα, από την Αθήνα, από τη σκηνή του θεάτρου Παλλάς (ίσως επειδή η καταγωγή της, όπως και το όνομά της, έχουν μέσα τους την Ελλάδα) συνδυάζοντάς την με την κυκλοφορία του δίσκου της «Gréco chante Brel». Ήταν η γυναίκα που φόρεσε όπως ποτέ καμία άλλη το μαύρο ζιβάγκο και το μαύρο άι-λάινερ. Ήταν η μούσα των μποέμ.
Στα νύχια της Γκεστάπο
H Juliette Gréco γεννήθηκε στο Μονπελιέ από τον Κορσικανό πατέρα με ελληνική καταγωγή Gérard Gréco, που ήταν πάντα απών από τη ζωή της, και μητέρα την Juliette Lafeychine από το Μπορντώ, μία μητέρα που υπήρξε άστοργη και σκληρή με τη μικρή Juliette που πάντα της υπενθύμιζε ότι ήταν ένα ανεπιθύμητο παιδί «που ήρθε μετά από βιασμό». Τη μεγάλωσαν ο παππούς και η γιαγιά της, οι γονείς της μητέρας της, στο Μπορντώ, μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή της, την Charlotte. Μετά τον θάνατο των γονιών της, η μητέρα πήρε τα δύο κορίτσια και πήγαν να ζήσουν στο Παρίσι.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια επέστρεψε στο Μπορντώ. Η μικρή Juliette παρακολουθούσε μαθήματα στο Βασιλικό Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο της Αγίας Ιωάννας της Λωρραίνης στο Μονταμπάν ενώ όλη η οικογένεια είχε δραστηριοποιηθεί στην Αντίσταση. Οι Γερμανοί συνέλαβαν τη μητέρα της στο σπίτι τους, το 1943 και οι δύο μικρές αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Παρίσι. Εκεί τις συνέλαβαν και τις βασάνισαν στην Γκεστάπο πριν τις φυλακίσουν στη φυλακή Fresnes τον Σεπτέμβριο του 1943. Η μητέρα και η μεγαλύτερη αδερφή της μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ, ενώ η 16χρονη Juliette έμεινε στη φυλακή αρκετούς μήνες πριν την απελευθερώσουν. Ολομόναχη στον κόσμο και χωρίς να ξέρει τι να κάνει, περπάτησε 13 χιλιόμετρα για να φθάσει στο Παρίσι και να πάρει τα ελάχιστα υπάρχοντά της από τα κεντρικά της Γκεστάπο. Η πρώην δασκάλα των γαλλικών της και φίλη της μητέρας της, η Hélène Duc, αποφάσισε να πάρει υπό την προστασία της τη μικρή.
Η μητέρα και η μεγαλύτερη αδερφή κατάφεραν να επιζήσουν και να απελευθερωθούν όταν ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε το Ράβενσμπρουκ το 1945. Επέστρεψαν στο Παρίσι αλλά η μάνα έφυγε και πάλι, αυτή τη φορά με τη δική της θέληση, για την Ινδοκίνα. Οι δύο αδερφές Gréco μετακόμισαν στο Σεν-Ζερμέν ντε Πρε, ξεκινώντας μία αληθινά μποέμικη ζωή στο νέο, ελεύθερο πια Παρίσι.
Bohemians like you
Η Gréco αφοσιώθηκε με όλη της την καρδιά στη νέα γενιά των μποέμ, των νεαρών διανοούμενων της μεταπολεμικής Γαλλίας. Η Duc την έστειλε να παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής με δασκάλα την Solange Sicard. Πρώτη της εμφάνιση στο έργο «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» τον Νοέμβριο του 1946, ενώ παράλληλα είχε ξεκινήσει μία ραδιοφωνική εκπομπή με θέμα την ποίηση που άνθιζε πια.
Ο καλός της φίλος, ο Jean-Paul Sartre την έβαλε να μείνει στο ξενοδοχείο La Louisiane και τη θαύμαζε λέγοντας ότι «η Gréco έχει εκατομμύρια από ποιήματα στη φωνή της». Μαζί με τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους του Σεν-Ζερμέν ντε Πρε, όπως ο Albert Camus, ο Jacques Prévert και ο Boris Vian, τής δώσανε όλοι τον τίτλο «Μούσα των Υπαρξιστών».
Η Αριστερή Όχθη του Παρισιού μόλις δημιουργούσε τον μύθο της.
Ο Σαρτρ μαζί με την Σιμόν ντε Μποβουάρ, τον μεγάλο του έρωτα, ζούσαν και αυτοί σε φθηνά ξενοδοχεία, περνώντας τη μέρα τους γράφοντας ατέλειωτα, στα καφέ της περιοχής που ήταν πιο ζεστά από τα μη θερμαινόμενα δωμάτιά τους. Προτιμούσαν το περιβόητο καφέ Flore, το Deux Magots και το Bar Napoleon. Στο Flore είχαν ιδιαίτερη μεταχείριση γιατί ο ιδιοκτήτης τους παραχωρούσε το πατάρι του καταστήματος όταν οι δημοσιογράφοι και οι αδιάκριτοι περαστικοί γίνονταν πολύ ενοχλητικοί. Βέβαια, ειδικά ο Σατρ αλλά και όλη εκείνη η συντροφιά ένοιωθαν πολύ καλά μέσα στη θορυβώδη ατμόσφαιρα των καφέ, τους καπνούς, τα αστεία, τις ενθουσιώδεις συζητήσεις αλλά και καυγάδες.
Το ίδιο πολύ, η παρέα των μποέμ, μεταξύ τους ο συγγραφέας Ρεϊμόν Κενώ και ο φίλος του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, αγαπούσαν και τις υπόγειες μπουάτ που έπαιζαν τζαζ και blues μουσική, όπως το Lorientais με την ορχήστρα του Κλοντ Λιτέρ και το κλαμπ Tabou της Rue Dauphine όπου το μεγάλο αστέρι ήταν ο συγγραφέας Μπορίς Βιάν που έπαιζε εκεί τρομπέτα. Εκεί, μαζί με την τραγουδίστρια Καζαλίς, τραγουδούσε και η Juliette, τέλεια συνδυάζοντας τη σέξι, βραχνή φωνή της, με τους καπνούς και τις σκόρπιες κουβέντες για το νόημα της ύπαρξης και το αν υπάρχει μονογαμία στον έρωτα.
Η Gréco, μαζί με την Καζαλίς και την Μισέλ Βιάν, σύζυγο του Μπορίς, επέβλεπαν τις νέες αφίξεις στα δύο αυτά κλαμπ και απαγόρευαν την είσοδο σε όποιον δεν τους φαινόταν ταιριαστός με το συνάφι. Η Μισέλ βέβαια άφηνε οποιονδήποτε να περάσει, «αρκεί να φαινόταν ενδιαφέρων, δηλαδή να βαστούσε ένα βιβλίο κάτω από τη μασχάλη του» όπως έλεγε.
«Θύμα πνιγμού» λουκ
Η Juliette είχε ξεκινήσει μία μεγάλη μόδα που κράτησε για πολλά χρόνια, με τα μακριά, ίσια, jet black, μοιραία μαλλιά που τόσο γοήτευαν τους υπαρξιστές. Ένας δημοσιογράφος είχε γράψει ότι είναι το λουκ «θύμα πνιγμού». Οι εμφανίσεις της ήταν πάντα πολύ κομψές, λανσάροντας μάλιστα στιλ όπως χοντρά πουλόβερ και αντρικά τζάκετ με ανασηκωμένα τα μανίκια. Η ίδια έλεγε ότι άφηνε τα μαλλιά της να μακραίνουν για να την κρατούν ζεστή, συνήθεια από τα χρόνια του πολέμου. Το ίδιο άλλωστε έκανε και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, φορώντας τυρμπάν.
Οι υπαρξιστές φορούσαν πουκάμισα και καμπαρντίνες από δεύτερο χέρι και πολλοί από αυτούς είχαν μία πρωτόλεια εμφάνιση πανκ όπως ένας νεαρός που φορούσε «ένα τελείως ξεσκισμένο και κουρελιασμένο πουκάμισο ριγμένο στην πλάτη», όπως έγραφε ο δημοσιογράφος που είχε δώσει τον χαρακτηρισμό «θύμα πνιγμού λουκ». Αυτό όμως το ρούχο που έμελλε να γίνει το σήμα κατατεθέν όλης εκείνης της σκηνής και να μείνει must γκαρνταρόμπας διανοούμενων για πάρα πολλά χρόνια ήταν το μάλλινο, μαύρο ζιβάγκο.
Έτσι γνώρισε και ο Jean Cocteau την Juliette, έγιναν καλοί φίλοι και τής έδωσε έναν ρόλο στην ταινία του «Ορφέας» του 1950.
Σε εκείνες τις μπουάτ -παλιά κελάρια που έγιναν μπαρ- η φιλοσοφία έμπλεκε ιδανικά με την τζαζ. Όλοι χόρευαν μέχρι το πρωί, ανακαλύπτοντας νέες φιγούρες και γλώσσα του σώματος, εντελώς έξω από τα συνηθισμένα. Ο Μερλώ Ποντύ, γοητευτικός και πολύ ευχάριστος, ήταν πολύ δημοφιλής σε αυτές τις παρέες. Μάλιστα ο Μπορίς Βιάν είχε παρατηρήσει ότι «είναι ο μόνος φιλόσοφος που θα ζητήσει όντως από μία κοπέλα να χορέψουν». Όταν χόρευε με την Juliette Gréco, εκείνη του είχε ζητήσει να της παραδίδει μικρά μαθήματα φιλοσοφίας σε όλη τη διάρκεια του χορού.
Και ο Σαρτρ με την Μποβουάρ λάτρευαν τη τζαζ και χόρευαν, όταν κατάφερναν να ξεφεύγουν από τους δημοσιογράφους και την «αυλή» που τους ακολουθούσε. Μάλιστα ο Σαρτρ είχε γράψει και τους στίχους σε μια από τις μεγάλες επιτυχίες της Gréco, το «La rue des Blancs-Manteaux». Σε ένα άλλο τραγούδι της «Μασσαλιώτιδας του υπαρξισμού», στίχους είχαν γράψει από κοινού οι Μερλώ Ποντύ, Μπορίς Βιάν και Αν-Μαρί Καζαλίς. (Το τραγούδι αφηγούταν τη λυπητερή ιστορία κάποιου που ήταν τόσο φτωχός που στο καφέ Flore δεν του έκαναν πίστωση, αλλά τόσο ελεύθερος ώστε να διαβάζει Μερλώ Ποντύ και πάντα κατεστραμμένος παρά τον Σαρτρ που ακολουθούσε).
Το 1949, η Juliette ξεκίνησε να τραγουδάει στο Παρισινό καμπαρέ Le Boeuf sur le toit, με τα τραγούδια που της είχαν γράψει όλοι εκείνοι οι γνωστοί συγγραφείς.
Με τον Miles Davis
Tην ίδια χρονιά, το 1949, η Juliette Gréco γνώρισε και ερωτεύτηκε τον μεγάλο, αμερικάνο τζαζ μουσικό, Miles Davis, όταν εκείνος είχε παίξει στο 1ο Φεστιβάλ Τζαζ στο Παρίσι, μαζί με τον Charlie Parker.
Η παρέα των υπαρξιστών ένιωθαν φρίκη γνωρίζοντας για τις φυλετικές διακρίσεις που υπήρχαν στην Αμερική. Μετά το πρώτο του ταξίδι εκεί, ο Σαρτρ έγραψε στην Λε Φιγκαρό ότι οι μαύροι ήταν απόμακροι σαν να είναι αόρατοι, στοιχειώνοντας τους δρόμους χωρίς να σε κοιτούν ποτέ στα μάτια. Από τον ρατσισμό εμπνεύστηκε να γράψει και ένα θεατρικό έργο, το «Η πόρνη που σέβεται».
Το ίδιο είχε ταραχτεί και η Μποβουάρ βλέποντας αυτή την κατάσταση. Όταν βρέθηκε στις ΗΠΑ, παρά τις προειδοποιήσεις των ανήσυχων Νεοϋορκέζων φίλων της να μην το κάνει, εκείνη αποφάσισε να περπατήσει μόνη της ως το Χάρλεμ. Η Juliette Gréco γνώρισε τον Miles Davis, ερωτεύτηκαν μοιραία, έζησαν υπέροχες, ελεύθερες μέρες στο Παρίσι πλημμυρισμένοι από αγάπη και αργότερα εκείνη πήγε να τον βρει η ίδια στη Νέα Υόρκη. Σε εκείνη την επίσκεψή της, ο μουσικός την είχε προειδοποιήσει ότι καλό θα ήταν να μην τριγυρνούν μαζί ανοιχτά, όπως συνήθιζαν να κάνουν στο Παρίσι. Κάποιοι θα τη χαρακτήριζαν «πορνίδιο του μαύρου» και θα κατέστρεφε έτσι την καριέρα της. Η Juliette αρνήθηκε να ακούσει εκείνη τη συμβουλή και έδειξε υπερήφανα την αγάπη της προς τον μεγάλο μουσικό.
Το 1957 όμως, αποφάσισαν ότι θα έμεναν για πάντα εραστές αλλά δεν θα μπορούσαν να είναι μαζί γιατί οι καριέρες τους βρίσκονταν σε διαφορετικές χώρες και πάντα θα υπήρχε αυτή η διαφυλετική σχέση να τους χαρακτηρίζει. Παρέμειναν αγαπημένοι φίλοι μέχρι τον θάνατό του, το 1991.
Την ίδια εκείνη περίοδο η Juliette έβγαινε και με τον μεγάλο αμερικάνο μουσικό παραγωγό, τον Quincy Jones. Στην αυτοβιογραφία του, ο Jones, λέει ότι όταν ο Miles Davis το έμαθε, ήταν έξαλλος μαζί του για χρόνια.
Μια έντονη ζωή
Η Gréco παντρεύτηκε τρεις φορές. Ο γάμος της με τον ηθοποιό Philippe Lemaire κράτησε από το 1953 μέχρι το 1956. Ο επόμενος γάμος της ήταν με τον ηθοποιό Michel Piccoli, από το 1966 ως το 1977. Και ο τρίτος με τον πιανίστα Gérard Jouannest, από το 1988 μέχρι τον θάνατό του το 2018. Με τον Lemaire, απέκτησε το 1954 μία κόρη, την Laurence-Marie η οποία πέθανε από καρκίνο το 2016, σε ηλικία 62 ετών, γεγονός που κατέβαλλε πολύ την υγεία της Juliette.
Η Gréco ήταν μία μοιραία, γοητευτική γυναίκα, πρόσεχε τον εαυτό της (είχε κάνει τρεις ρινοπλαστικές εγχειρήσεις το 1953, το ‘56 και το ‘60, όταν ακόμα κάτι τέτοιο ήταν ταμπού.) Προκαλούσε και λάτρευε τον έρωτα, και πέρασαν πολλοί άντρες από τη ζωή της όπως ο οδηγός αγώνων ταχύτητας Pierre Wimille αλλά και ο Albert Camus, σύμφωνα με τον Ισπανό συγγραφέα Manuel Vicent, ο Γάλλος τραγουδιστής Sacha Distel και ο παραγωγός του Χόλιγουντ Darryl F. Zanuck.
Τον Σεπτέμβριο του 1965 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει παίρνοντας υπνωτικά χάπια. Η φίλη της Françoise Sagan (στο μυθιστόρημα της οποίας, «Καλημέρα θλίψη», είχε πρωταγωνιστήσει όταν το μετέφερε στην οθόνη το 1958 ο Ότο Πρέμινγκερ), τη βρήκε αναίσθητη στο μπάνιο της και την πήγε στο νοσοκομείο.
Η ζωή της Gréco χαρακτήρισε τη «διανοούμενη Γαλλία». Υπήρξε πάντα αριστερή σαν νοοτροπία και υποστήριζε τον Φρανσουά Μιτεράν στις προεδρικές εκλογές του 1974.
Το νέο κύμα
Κλασική φιγούρα του Νέου Κύματος, στη μουσική και στον κινηματογράφο, με βαθιά μελαγχολική φωνή αλλά και θεατρική, ερωτική ειρωνεία, κρυφές πληγές και μοιραία διάθεση, η Juliette Gréco ήταν λατρεμένη και από τους μουσικούς που παρακαλούσαν να πει τραγούδια τους.
Ένας από αυτούς και ο Έλληνας, αγαπημένος συνθέτης Γιάννης Σπανός που έζησε στο Παρίσι ακριβώς εκείνα τα μυθικά χρόνια της νουβέλ βαγκ. Υπήρξε αγαπημένος φίλος με την Juliette Gréco και της έγραψε 18 τραγούδια για έναν ολόκληρο δίσκο, πάνω σε ποίηση του Αραγκόν, του Μέτερλινκ, του Βερλέν και του Ελιάρ. Ένα από αυτά τα κομμάτια ήταν και το «Δέκα στρατιώτες κι ένας λοχαγός» που είχε πρωτοτραγουδήσει η Αρλέτα στην πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία και αργότερα το είπε η Gréco.
Τη λάτρεψε ένα μεγάλο φάσμα καλλιτεχνών όπως ο Ray Davies των Kinks που εμπνεύστηκε για αυτήν το τραγούδι του «Art School Babe» και οι Beatles που έγραψαν το πασίγνωστο «Michelle» σαν αναφορά στην Gréco και την κουλτούρα της Αριστερής Όχθης. Ο Paul McCartney είχε πει «Αγαπούσαμε όλοι την Juliette σαν τρελοί. Φορούσαμε όλοι μαύρα ζιβάγκο και πηγαίναμε στα πάρτι σαν Γάλλοι μποέμ».
Το 1999, ο γνωστός καλλιεργητής τριαντάφυλλων Georges Delbard, έδωσε σε μία ποικιλία ρόδων το όνομά της: «Juliette Gréco»
Κεντρική φωτογραφία: Η γαλλίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια Juliette Gréco στο Λονδίνο (Αύγουστος 1958) © Cornel Lucas/BIPs/Getty Images)
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού