Μουσικη

O Θεόδωρος Κουρεντζής αποθεώθηκε στο Μέγαρο Μουσικής

Ζωντανεύοντας πορτρέτα αθλίων στο «Tristia» (Πένθιμα Άσματα)

Λίνα Στεφάνου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο «Tristia», που είδαμε χθες στο Μέγαρο Μουσικής, ο Θεόδωρος Κουρεντζής και η MusicaAeterna ερμήνευσαν όχι ένα μουσικό έργο, αλλά ένα ατόφιο έργο Τέχνης.

Δεν είχα προλάβει να ενημερωθώ οπότε δεν ήξερα τι θα δω. Ενώ χαμήλωναν τα φώτα στο κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής διάβασα στα διαγώνια το πρόγραμμα. Χορωδιακό έργο του Φιλίπ Ερσάν, βασισμένο σε ποίηση κρατουμένων στο αβαείο του Κλαιρβώ (250 χλμ. έξω από το Παρίσι), τον 19ο αιώνα. Ο Έλληνας μαέστρος Θεόδωρος Κουρεντζής άκουσε το έργο του Ερσάν και του πρότεινε να το επεκτείνει αξιοποιώντας και ποίηση Ρώσων κρατουμένων. Κάπως έτσι προέκυψε το «Tristia» (Πένθιμα Άσματα).

© Nikita Chuntomov

Ύστερα τα φώτα έσβησαν και βυθιστήκαμε σε μια παρατεταμένη σιωπή. Σιωπή όπως όταν κλείνει μια πόρτα κι αφήνεις πίσω σου τον κόσμο και τη ζωή όπως την ήξερες. Σκοτάδι όπως το σκοτάδι που μας τρόμαζε παιδιά, επειδή η απουσία φωτός έκανε ορατή εντέλει την ύπαρξη ενός άγνωστου κόσμου. Το κοινό αντέδρασε με αμηχανία, βήχοντας υστερικά και προς το τέλος με νευρικά γέλια. Ο Κουρεντζής όμως είχε ήδη πετύχει να φτιάξει μια ατμόσφαιρα πριν εμφανιστεί – και δεν θα πω στο πόντιουμ, γιατί πόντιουμ δεν υπήρχε. Υπήρχε χαμηλός φωτισμός, τα μέλη της MusicaAeterna ντυμένα στα μαύρα και η απόφαση του εκπληκτικού αυτού καλλιτέχνη να μας κάνει να νιώσουμε στο πετσί μας τι θα πει να είσαι καταραμένος, χωρίς ελπίδα φυλακισμένος. Και το κατάφερε.

This browser does not support the video element.

Ο Θεόδωρος Κουρεντζής παρέδωσε χθες στο κοινό όχι ένα μουσικό έργο, αλλά ένα ατόφιο έργο Τέχνης – και μάλιστα χαμηλού μπάτζετ. Καταργώντας την κλασική σχέση ακινησίας του τριγώνου: χορωδία, ορχήστρα μαέστρος, κατάφερε χρησιμοποιώντας όχι μόνο το τραγούδι, αλλά και τον φωτισμό και την κίνηση όλων των εμπλεκομένων μελών, να μας κάνει να δούμε τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, καλώδια μπλεγμένα στα σύννεφα, να ακούσουμε το κλάμα για το δέντρο, τον ουρανό, τη ζωή. Με την ομοιόμορφα ντυμένη χορωδία να κινείται σε κύκλο τραγουδώντας, Δρόμος χωρίς διέξοδο/ πορεία κυκλική/ γύρω,γύρω,γύρω/ χιλιάδες βήματα/ που δεν οδηγούν πουθενά, μας ανάγκασε να νιώσουμε την κραυγή των απελπισμένων. Την κραυγή που λιμνάζει αδιέξοδη πίσω από ψηλούς τοίχους. Ούτε μαύρο ούτε λευκό. Όλα γκρι. Γκρι ουρανός, γκρι όνειρα, γκρίζα γεύση.

Στο ποίημα Φύγε πάνω στα κύματα, το βιολοντσέλο πατάει πάνω σε μια νότα ενώνεται με τις φωνές των γυναικών, συναγωνίζεται τα κορίτσια στην ορμή και στην ελπίδα. Τραγουδάει τη γυναικεία θλίψη τους. Στην Καρδερίνα καθώς ακούμε τις τελευταίες νότες, το βλέμμα αιχμαλωτίζεται από την κίνηση του χεριού του μαέστρο και νιώθουμε το πουλί που πετάει μακριά από το παράθυρο και μας εγκαταλείπει. Στο Γερνάω, το νέι παίζει ψηλά από το θεωρείο, ώστε η μουσική να κατεβαίνει και να σε λούζει με μνήμες. Μνήμες νιότης, ελευθερίας, μυρωδιά από βουνά ψηλά, κέδρους, έλατα και πηγές κρυμμένες. Καθώς οι οκτώ άντρες τραγουδάνε μπροστά μας κρατώντας τα φαναράκια τους, το νέι μας λούζει με όλη τη θλίψη της ψυχής τους. Όλη τη θλίψη για τη ζωή που εκείνοι αποχαιρετούν.

© Nikita Chuntomov

Σε κάποιο σημείο τα φώτα ανάβουν εκτυφλωτικά και ενοχλητικά πάνω στους θεατές. Το μήνυμα είναι σαφές. Κανείς δεν είναι υπεράνω. Δεν υπάρχει διαχωρισμός.

Στο «Τρίστια», ο Κουρεντζής δεν διευθύνει απλώς. Ερμηνεύει, σκηνοθετεί, δημιουργεί μια παράσταση φτιαγμένη από τις κραυγές και τους ψίθυρους των κολασμένων, φτιαγμένη από το ύστατο του ανθρώπου το οποίο, στα χέρια του, γίνεται Μέγα. Πετυχαίνει να κάνει τους θεατές να νιώσουν πώς είναι να σε διαπερνά αδιάκοπα, χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, ο ίλιγγος του χρόνου. Και το πετυχαίνει γιατί όταν καταπιάνεται μ’ ένα έργο δεν στηρίζεται απλώς στο ταλέντο του, αλλά νοιάζεται ώστε να αποδώσει όσο πιο καθαρά μπορεί την ανθρώπινη ψυχή. Γι’ αυτό και κατάφερε να δημιουργήσει ένα μουσικό έργο με ντοστογιεφσκικό ηχόχρωμα. Το έργο ξεκινάει με το «Μοναπάτι» του εξόριστου στη Σιβηρία ποιητή Βαρλάμ Σαλάμοφ και τελειώνει με ποίημα του εξαιρετικού Όσιπ Μάντελσταμ επίσης θύμα του σταλινικού καθεστώτος. Έτσι όπως αποδίδει την ποίησή του ο Κουρεντζής, με τη χορωδία σε κύκλο, λουσμένη σε μπλε υπέργειο φως, και τον ήχο της καμπάνας να συνοδεύει τις φωνές τους, ο Όσιπ μετατρέπεται από φυλακισμένος σε μάρτυρα με φωτοστέφανο. Και ο κόσμος από κάτω κρατούσε κυριολεκτικά την ανάσα του σε ευλαβική σιωπή.

Όταν η παράσταση τέλειωσε και βγήκα έξω στην Κηφισίας, ξαφνιάστηκα που δεν χιόνιζε και δεν αντίκρισα του τρούλους της Αγ. Πετρούπολης.

This browser does not support the video element.


Απόψε, ο Θ. Κουρεντζής και η MusicΑeterna ερμηνεύουν το Κοντσέρτο για χορωδία του Άλφρεντ Σνίτκε.