Μουσικη

Επιστροφή στο Παρίσι του «1959»!

Ο Evripidis and his Tragedies γυρίζει πίσω τον χρόνο και τη μουσική

Στέφανος Τσιτσόπουλος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παιχνίδια με τον χρόνο και το διάστημα ή και προσσελήνωση στη δεκαετία του ’60. Από την Ελλάδα ξενιτεύτηκε στη Βαρκελώνη και για τις ανάγκες του δίσκου του «Futile games in space and time» ο Ευριπίδης μετακομίζει πάλι! Σε εκείνο το Παρίσι του '60. Και το κάνει τόσο τρυφερά, διαλέγοντας μια σπαρακτική μελωδία, όπως είναι το «1959». Σε εκείνη την αόρατη πλέον μα πάντα μυθική πόλη, που τα κορίτσια διάβαζαν το «Καλημέρα, Θλίψη» της Σαγκάν, οι ήρωες των νουβέλ βαγκ ταινιών διεκδικούσαν το μερίδιό τους στην παραβατικότητα του έρωτα και την ποσόστωση της ευτυχίας, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ έκοβε ανάσες με την «Περιφρόνηση» και στο καφέ Ντε Φλορ ο Σαρτρ και ο Καμί μάλωναν για τη χαμένη τιμή της επανάστασης στη Σοβιετική Ένωση, με διαιτητή τον Μπορίς Βιάν και την κυρία Σιμόν.

Εκεί γυρίζει ο Ευριπίδης με τη μελωδία αλλά και το ασπρόμαυρο βίντεο του «1959», παρέα με τον φωτογράφο και σκηνοθέτη Daniel Riera. Ο υπόγειος, νοσταλγικός και υπερομαντικός αλλά και ταραγμένος κόσμος της Αριστερής Γαλλικής όχθης του Σηκουάνα, με φιλίες, παστίς, έρωτες, επανάσταση πολιτική, ερωτική και κοινωνική, να καθορίζουν την ατζέντα όλης της ζωής. Με αισθητική κινηματογράφου του '60 αλλά και με μια μουσική-σάουντρακ για όλες τις μοναχικές καρδιές, που στο βιβλίο του Τζέιμς Μπόλντγουιν «Το δωμάτιο του Τζοβάνι» - το πρώτο βιβλίο που μίλησε ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία σε μια εποχή που ο έρωτας ανάμεσα σε ανθρώπους ιδίου φύλου θεωρούταν ποινικό αδίκημα - βρήκαν καταφύγιο και παρηγοριά.

Παρισάκι του '60! Ελεύθερο και ελευθεριακό, ακομπλεξάριστο και ραφινάτο, όπως το αναπλάθουν από τη Βαρκελώνη ο Ευριπίδης και ο Riera, παίζοντας με τα χρώματα της νουβέλ, τη φαντασία σαν μια απόδραση από την καθημερινότητα, τραγουδώντας και χορεύοντας σφιχταγκαλιασμένους χορούς. Ευαίσθητο, αφαιρετικό, ένα βιντεάκι που το βλέπεις και το ακούς και, αν είναι πρωί, λες ένα ολόψυχο «μπονζούρ μοναμούρ». Ενώ αν πέσει νύχτα και αστέρι, το απολαμβάνεις ρομαντζάροντας και αλυχτώντας «μπονουί μα σερί».