Μυρτώ Πατρικίδου
© Τάσος Ανέστης
Κινηματογραφος

Μυρτώ Πατρικίδου: Διάλεξα ως θέμα το μπούλινγκ γιατί βλέπω ότι η ομοφοβία επιστρέφει έντονα

Μιλήσαμε με τη 18χρονη δημιουργό της ταινίας «Παραισθήσεις»
mjsigalou
Μαρία-Ιωάννα Σιγαλού
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η Μυρτώ Πατρικίδου μιλά για το μπούλινγκ, την ομοφοβία, τις διακρίσεις, το σώμα και όλα όσα βαραίνουν τους νέους σήμερα

Τι κάνει μια 18χρονη να κάτσει και να γράψει μια ιστορία για το πώς είναι να μη σε χωράει ο κόσμος σου; Να σκηνοθετήσει την απόρριψη, τη μοναξιά, τον φόβο, το μπούλινγκ- και να το πει Παραισθήσεις; Κάποιοι θα πουν «θάρρος», άλλοι «έμπνευση». Η αλήθεια είναι πιο ωμή: ανάγκη. Η Μυρτώ Πατρικίδου δεν περίμενε να μεγαλώσει για να πει αυτά που την καίνε. Τα είπε τώρα. Και όχι μόνο τα είπε, αλλά τα έκανε τέχνη.

Η πρώτη της ταινία μικρού μήκους «Παραισθήσεις» είναι το είδος της αφήγησης που δεν σε αφήνει ήσυχο: μια εφηβική κραυγή ντυμένη με ποιητικότητα και χτυπήματα στην καρδιά με κυρίαρχο θέμα το μπούλινγκ. «Η ιστορία έχει πολλά δικά μου στοιχεία και των φίλων μου. Κάθε κομμάτι της είναι ένα διαφορετικό συναίσθημα που είχα όταν την έγραφα». Και το κοινό την άκουσε.«Φαίνεται να άγγιξε τον κόσμο και αυτό μετράει πιο πολύ απ’ όλα», εξομολογείται.

Mυρτώ Πατρικίδου: Συνέντευξη για τη νέα της ταινία μικρού μήκους Παραισθήσεις με θέμα το μπούλινγκ

Μεγάλωσε μέσα σε νότες, θεατρικά κείμενα και σκηνές από τις οποίες δεν ήθελε να φύγει ποτέ. «Από τα 4 μου ήξερα τι ήθελα να κάνω. Έπαιζα πιάνο στο Ωδείο, συμμετείχα σε θεατρικά, πήγαινα με τη μητέρα μου σε παραστάσεις. Η μουσική και το θέατρο έγιναν γρήγορα οι μεγάλες μου αγάπες», μου λέει. Και κάπως έτσι, από μικρή, έμαθε ότι όταν δεν βρίσκεις χώρο, τον φτιάχνεις μόνη σου.

Τη συνάντησα σε ένα καφέ στα Εξάρχεια. Την είδα από μακριά με μωβ μαλλιά, τσακίρικα μάτια, eyeliner -on fleek- και μακριά ποπ σκουλαρίκια με αστέρια. Είχε ανοιχτό ένα τετράδιο και έγραφε. «Έχω πάντα ένα σημειωματάριο και γράφω ό,τι θέλω. Ό,τι μου κατέβει», μου λέει. Και πράγματι στη μία σελίδα γράφει «μαρούλι, ντομάτα, αγγούρι» και στην άλλη τα χαρακτηριστικά της μουσικής του 70ς. Και κάπως έτσι γνώρισα τη Μυρτώ, τη δημιουργό της ταινίας Παραισθήσεις.

Μυρτώ Πατρικίδου
© Τάσος Ανέστης

© Τάσος Ανέστης

Παραισθήσεις, η ταινία μικρού μήκους της Μυρτούς Πατρικίδου με θέμα το μπούλινγκ

Στις «Παραισθήσεις» πρωταγωνιστεί ένα έφηβο γκέι αγόρι, το οποίο υφίσταται σκληρό μπούλινγκ. «Διαλέγω ως θέμα τη σεξουαλικότητα γιατί βλέπω ότι ξαναέρχεται ο ρατσισμός και ότι η ομοφοβία ξαναγυρνάει πολύ έντονα», μου λέει. Μάλιστα επιλέγει για τον ρόλο ένα στρέιτ αγόρι, τον νέο και ταλαντούχο ηθοποιό Νικόλα Χαλκιαδάκη. «Ήθελα να δείξω ότι μπούλινγκ υπάρχει ακόμη και αν “δεν προκαλεί” ο άλλος- μία φράση βέβαια εντελώς λανθασμένη», μου εξηγεί η Μυρτώ.

Όλο το νησί έχει μάθει πως ο Στεφάνο προτιμάει τους άνδρες και ο αυστηρός -επιλέγω να τον χαρακτηρίσω κόσμια- πατέρας του τον διώχνει από το σπίτι, με τη μάνα να μη θέλει, αλλά να μη μπορεί να κάνει και αλλιώς- ή αυτό να λέει στον εαυτό της ως πανάκεια. Σύνηθες φαινόμενο σε μία κλειστή κοινωνία, όπως είναι αυτό το «φανταστικό» νησί στο οποίο εκτυλίσσεται. «Φαντάστηκα ότι είναι η Νάξος, γιατί είμαι από εκεί. Όπως και ο Στεφάνο, μένω στο τελευταίο σπίτι του χωριού, ψηλά στο βουνό, στα Αγγίδια. Ως γνωστόν οι κλειστές κοινωνίες δε σε αφήνουν ήσυχο». Αυτό όμως δε συμβαίνει μόνο στην επαρχεία. Όπως μου εξηγεί η Μυρτώ και τα Καραγιανναίικα Γαλατσίου, όπου μεγάλωσε το λες και «χωριό». «Θα βγουν στο μπαλκόνι για να σε σχολιάσουν. Είμαστε όλοι δακτυλοδεικτούμενοι για το οτιδήποτε».

Ο Στεφάνο βιώνει καθημερινά μία κόλαση με χειρότερο εφιάλτη του, τον Λίαμ, τον κάποτε καλύτερό του φίλο. Ο τελευταίος μαθαίνοντας πως ο Στεφάνο είναι γκέι, το «έβγαλε βούκινο» και τον απομάκρυνε μη θέλοντας να του κολλήσουν και εκείνου τη ρετσινιά. Εδώ, θίγεται ακόμη μία παθογένεια της κοινωνίας μας: Η εσφαλμένη πεποίθηση να θεωρούμε ότι αν κάποιος είναι γκέι ή λεσβία θα γουστάρει σίγουρα -και απαραίτητα- τους ιδίου φύλου φίλους τους. «Έχει συμβεί και σε μένα. Έχω πει σε φίλη μου “μου αρέσουν και οι κοπέλες” και μου έχει πει “ναι, αλλά εγώ δε σε γουστάρω”», μου λέει η Μυρτώ.

Νικόλας Χαλκιαδάκης, Παραισθήσεις

Συμμέτοχοι σε όλη αυτή την κατάσταση, άθελά τους είναι οι συμμαθητές και φίλοι του Στεφάνο, οι οποίοι ενώ ξέρουν τι περνά, δεν έχουν φωνή- μάλιστα αυτό μεταφέρεται από τις εσωτερικές σκέψεις των ηθοποιών που δε μπόρεσαν ποτέ να γίνουν λόγια. Μπαίνοντας στα παπούτσια τους και δικαιολογώντας τους, η Μυρτώ λέει: «Είναι και τα παιδιά στο περιθώριο για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Όσο και αν θέλουν να τον υπερασπιστούν, φοβούνται και οι ίδιοι».

Και κάπου εκεί που φαίνεται να μην υπάρχει διαφυγή για τον πρωταγωνιστή, γνωρίζει τον Τόμας. Ένα straight -απ’ ότι φαίνεται- αγόρι που επιλέγει να κάτσει μαζί του στην τάξη των Καλλιτεχνικών. Γνωρίζονται λίγο καλύτερα και ένα απόγευμα, προκειμένου ο ένας να τελειώσει το πορτραίτο του άλλου, συναντιούνται. Υπάρχει έντονο το ερωτικό συναίσθημα, έως που εκδηλώνεται. Ο Τόμας του λέει: «Είμαι straight, αλλά μου αρέσεις μόνο εσύ». «Αυτό που ήθελα να δείξω εγώ είναι ότι όταν ονειρευόμαστε, πλάθουμε όλους τους χαρακτήρες στο κεφάλι μας όπως ακριβώς θέλουμε. Ο Στεφάνο εκείνη τη στιγμή μιλάει ουσιαστικά στον εαυτό του και τού λέει κάτι που θα ήθελε πολύ να ακούσει. Είχε την ανάγκη να νιώσει μοναδικός και ότι κάποιος κάνει την υπέρβαση για αυτόν».

Ο Στεφάνο ξυπνάει χτυπημένος και πονεμένος σε μία παραλία. Καταλαβαίνουμε ότι όλο το story με τον Τόμας ήταν ένα όνειρο, μία διέξοδος- δε σου κρύβω πως απογοητεύομαι λιγάκι. Ήθελα τόσο πολύ να τον δω χαρούμενο, και ας τον «ήξερα» μόνο 15 λεπτά. Είναι το κορυφαίο σημείο που αποκαλύπτεται πως όλα ήταν μια παραίσθηση. «Είναι σημαντικό να δείξουμε όχι μόνο αυτό που συμβαίνει, αλλά και αυτό που κάποιος έχει ανάγκη να πιστέψει. Να πλάσει τη δική του ιστορία και τους δικούς του χαρακτήρες, να είναι εκείνος ο πρωταγωνιστής», μου εξηγεί η νεαρή δημιουργός.

Ήταν μία ιστορία που δημιούργησε το υποσυνείδητό του για να ξεφύγει από την απόρριψη του μπαμπά του και να γεννήσει ένα κενό- αυτό της αγάπης. «Είναι κάτι που πιστεύω αισθανόμαστε συνέχεια, ότι μπορεί να μας αγαπούν, αλλά εμείς δεν είμαστε σε θέση να το αισθανθούμε».

«Smalltown Boy» και η αγάπη που (δεν) παίρνεις από το σπίτι

Βασικό τραγούδι της ταινίας είναι το «Smalltown Boy» των Bronski Beat. Στην αρχή που υπάρχει δράση, είναι με έντονο beat, ενώ στο τέλος παίζει μία βερσιόν πιο ήρεμη με πιάνο. Ήταν η ρεπρίζ που βγήκε το 2014, τραγουδισμένη αυτή τη φορά από τη Μυρτώ- άλλο ένα ταλέντο της. «Έχω και το βινύλιο τους. Γενικότερα μου αρέσουν πολύ τα 80ς. Σε αυτή την περίπτωση, κούμπωσε και τέλεια με τον Στεφάνο. Είναι ένα αγόρι από μία μικρή κοινωνία», μου λέει η Μυρτώ. Αυτό όμως που κρατάω πέρα από το ωραίο τέμπο και τον σωστό παραλληλισμό, είναι ο στίχος “the love that you need will never be found at home”. Με κάνει να αναρωτιέμαι πώς ενώ όλοι λέμε ότι σπίτι μας είναι όπου υπάρχει αγάπη, την ίδια στιγμή δε μπορούμε να βρούμε την αγάπη στο σπίτι μας; Οξύμωρο. «Για να νιώσουμε ότι παίρνουμε αγάπη πρέπει να την πάρουμε με τον τρόπο που εμείς θέλουμε. Πρέπει να ξέρουμε το love language που έχουμε ανάγκη για να μπορέσουμε να το ζητήσουμε. Γιατί δεν εκφραζόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Δεν μπορώ να δώσω εγώ κάτι αν δεν ξέρω ότι το θες. Γι’ αυτό και πολλοί γονείς δεν ξέρουν πώς να δείξουν την αγάπη στα παιδιά τους. Εκείνα όμως νομίζουν ότι δεν ενδιαφέρονται και κλείνονται στο δωμάτιό τους- και ύστερα στους εαυτούς τους», μου εξηγεί με μία ωριμότητα που πραγματικά εκπλήσσει.

Smalltown Boy

Οι «Παραισθήσεις» έχουν μέσα πολλά κομμάτια της Μυρτούς

Οι «Παραισθήσεις» αποτελούν σε μεγάλο βαθμό βιωματική κατάθεση. «Έχω περάσει φάσεις στη ζωή μου που δεν θα ήθελα να είμαι εδώ. Τουλάχιστον 5 χρόνια δεν περνούσα καλά. Είχε φύγει ο μπαμπάς μου στη Γαλλία για δουλειά, πήγα σε καινούργιο σχολείο, δεν είχα φίλους. Μπορεί να γίνει χειρότερο; Ναι. «Άκουγα τα παιδιά να λένε “Μην την κάνετε παρέα αυτή”».

Πάντα είχε θέμα με το σώμα της- όπως δυστυχώς και το μεγαλύτερο μέρος των έφηβων κοριτσιών. Σίγουρα, δε βοήθησε το ωμό μπούλινγκ που δεχόταν για τα κιλά της. «Ήμουν 8 χρονών και μία έτρωγα, μία δεν έτρωγα». Οι κλασικές τακτικές γυναικείου -κυρίως- αυτομαστιγώματος. «Θεωρώ ότι λόγω εφηβείας τότε τα ένιωθα όλα πολύ πιο έντονα. Όμως τα παιδιά σε αυτή την ηλικία δεν έχουμε τίποτα άλλο πέρα από τα συναισθήματα. Οπότε δεν μπορείς να μου πεις ότι είσαι δραματική. Εγώ έτσι αισθάνομαι». Μία κατάσταση που μπορεί να ακυρωθεί σε nanosecond από τη φράση των μεγάλων «Τι ξέρεις εσύ μωρέ, είσαι μικρός!».

«Δεν ήμουνα καλά και δεν μιλούσα γι’αυτό. Πάντα είχα στο μυαλό μου ότι ξέρεις τι, πρέπει να τα καταφέρνεις μόνη σου. Μεγαλύτερη βλακεία δεν υπάρχει». Γι’ αυτό και στην ταινία χρησιμοποιούνται πολλοί εσωτερικοί μονόλογοι, σκέφτηκα κάνοντας τη σύνδεση. «Ξεκίνησα θεραπεία. Τώρα μου φαίνεται πολύ περίεργο που μου πάνε όλα καλά, αλλά το απολαμβάνω. Δεν αισθάνομαι όμορφη, αν και παχουλή. Είμαι όμορφη. Τελεία», την ακούει να λέει και εγώ τη χαίρομαι. Ίσως γιατί την αισθάνομαι εκπρόσωπο της νέας γενιάς. Μιας γενιάς που θα παλέψει, αλλά θα γλιτώσει και στο τέλος θα σωθεί.

Πέρα από τα δικά της βιώματα, διάλεξε το μπούλινγκ, γιατί είδε ότι πραγματικά το βιώνουν όλοι και σε όλες τις χώρες. «Υπάρχει πραγματικά για τα πάντα. Είναι όμως πολύ δύσκολο να σταματήσει, γιατί προέρχεται από τους γονείς. Δεν θα κρίνω κανένα παιδάκι που θα πει ή θα κάνει κάτι. Φταίνε οι γονείς του που δεν του έμαθαν πως να συμπεριφέρεται τους άλλους. Εμένα μου έδωσαν αρχές. Ποτέ δεν θα πάω σε κάποιον που είναι πιο αδύναμος να του την πω».

Μυρτώ Πατρικίδου

Λονδίνο, μια πόλη όπου σε αφήνουν να υπάρξεις

Η Μυρτώ μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην Αθήνα και το Λονδίνο, μια πόλη που της έδωσε χώρο να αναπνεύσει και κυρίως να εκφραστεί. «Εκεί κανείς δεν σε κοιτά περίεργα. Δεν τους νοιάζει καθόλου πώς είσαι, πώς ντύνεσαι. Εδώ, από την πολυκατοικία μέχρι τον δρόμο, όλα σχολιάζονται. Εκεί σε σχολιάζουν μόνο για να σου πουν πόσο ωραία είναι τα σκουλαρίκια σου». Η απόφαση να μετακομίσει δεν ήταν εύκολη, ούτε η προσαρμογή απλή. «Δεν είναι εύκολο να μένεις με κάποιον που είναι 60+», λέει και με το δίκιο της. Αλλά εκείνη με το τσαγανό της, δεν το έβαλε κάτω. Ολοκλήρωσε τα σεμινάρια, έκανε τις αιτήσεις της για υποκριτική και αναμένει. «Το Λονδίνο ενδείκνυται για acting και performance».

«Μόνο λες», ένα τραγούδι σημείο των καιρών μας

Η μουσική για τη Μυρτώ δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο. Είναι αφήγηση, εξομολόγηση, μπηχτή. Το πρώτο της τραγούδι, «Μόνο λες», μια alternative pop σύνθεση με ελληνικό στίχο, αντλεί στοιχεία από τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90. «Αλλάζει ρυθμούς, δεν σε αφήνει να βαρεθείς». Είναι μια ειλικρινής καταγραφή μιας σχέσης που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ με ειλικρίνεια- και τάση των καιρών μας. «Όλοι λένε, λένε, λένε και δεν υπάρχει καμία προσπάθεια», μου λέει με ύφος WTF- να πω ότι δεν την καταλαβαίνω; Θα ήταν ψέμα. «Το έγραψα για μια φίλη μου και τον πρώην της. Ήταν η μεγάλη της αγάπη που ήταν συνέχεια on and off. Αυτός έλεγε λόγια, αλλά δεν έκανε τίποτα»

MONO LES

Το τραγούδι όμως αντανακλά και τη δική της φάση. «Είναι που είναι δύσκολες οι σχέσεις, το βιώνω ακόμη περισσότερο σαν πιο εύσωμη κοπέλα. Βασικά δεν είναι δύσκολο να αρέσεις σε κάποιον, είναι δύσκολο να το παραδεχτεί. Πολλές φορές ντρέπονται να πουν ότι γουστάρουν μία κοπέλα με κιλά. Σκέψου ότι πολλές φορές έρχονται να την πέσουν σε φίλες μου και εμένα δε μου μιλάνε καν. Δεν υπολογίζεις καν ότι υπάρχω, επειδή τι, δε με γουστάρεις;». Και αναρωτιέμαι από πότε τα κιλά έγιναν αόρατος μανδύας;

Η 18χρονη Μυρτώ δεν ζητάει χώρο, τον φτιάχνει μόνη της. Δεν κάνει τέχνη για το χειροκρότημα, τη χρειάζεται σαν ανάσα. Παίρνει όσα νιώθει, όσα βλέπει, όσα δεν λέγονται, και τα μετατρέπει σε λέξεις, μελωδίες, εικόνες. «Ψάχνω, ψάχνω και δεν ξέρω αν θα σταματήσω ποτέ. Αυτή είναι η μαγεία», μου λέει, κι αμέσως καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται για μια ακόμα φωνή, αλλά για έναν ανεξέλεγκτο ψίθυρο που θέλει ν’ ακουστεί δυνατά. Και όπως κλείνει το βλέμμα της, σου αφήνει αυτό: «Θεωρώ ότι όλες οι μορφές τέχνης μπορούν να γίνουν σπίτι για εκείνον που δεν παίρνει αρκετή αγάπη, ή δε μπορεί να τη δεχτεί». Ας είναι αυτό το καταφύγιο.

Νικόλας Χαλκιαδάκης, Παραισθήσεις

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα