Κινηματογραφος

Νυχτερινός Ανταποκριτής

Μια ταινία για τον κόσμο του ματωμένου νυχτερινού αστυνομικού ρεπορτάζ. Μιλήσαμε με τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη Νταν Γκιλρόι

Γιώργος Κρασσακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 516
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο υποψήφιος για Όσκαρ σεναριογράφος και σκηνοθέτης του «Νυχτερινού Ανταποκριτή» μιλά στην AΤΗΕΝS VOICE για την ταινία του, που ακολουθεί την ανατριχιαστικά αληθινή πορεία ενός αστυνομικού ρεπόρτερ στο βρώμικο κόσμο της ματωμένης τηλεθέασης.

Ανακάλυψα τον κόσμο του νυχτερινού τηλεοπτικού αστυνομικού ρεπορτάζ όταν μετακόμισα στο Λος Άντζελες και άρχισα να παρατηρώ στις ειδήσεις όλα αυτά τα πλάνα από εγκληματία ή ατυχήματα που συνέβαιναν τη νύχτα και είχαν όλα μια αισθητική που έμοιαζε κοινή: αυτή του αυτόπτη μάρτυρα, την αίσθηση ενός σοκ που, από ό,τι φαίνεται, πουλούσε στο κοινό. Ξεκίνησα μια έρευνα και ανακάλυψα ότι υπάρχουν εταιρείες που κάνουν αυτό ακριβώς, γυρίζουν στους δρόμους τις νύχτες ακολουθώντας τις αναφορές της αστυνομίας, προσπαθώντας να καταγράψουν το πιο «σοκαριστικό» κι άρα εμπορικό πλάνο που μπορούν.

Μεγάλωσα σε μια εποχή όπου η δημοσιογραφία ήταν σχεδόν ιερή. Κι έχω ακόμη αρκετό σεβασμό για όλους εκείνους που κάνουν τη δουλειά τους σωστά. Όμως η τηλεοπτική δημοσιογραφία είναι πλέον μια εντελώς διαφορετική αρένα κι όλα κατά τη γνώμη μου μοιάζουν να άλλαξαν σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Τη στιγμή που οι ειδήσεις σταμάτησαν να ενδιαφέρονται για την αναπαραγωγή των νέων και των όσων συμβαίνουν στον κόσμο κι άρχισαν να νοιάζονται για την τηλεθέαση και τα έσοδά τους. Ήταν η στιγμή που από ειδησεογραφικές εκπομπές έγιναν σόου, μια στιγμή που κατά τη γνώμη μου συλλαμβάνει απόλυτα το φιλμ του Σίντνεϊ Λιούμετ «Το Δίκτυο». Μια στιγμή που κατέληξε να γεννήσει μια νέα μορφή «δημοσιογραφίας» σαν αυτή που βλέπουμε στον «Νυχτερινό ανταποκριτή».

image

Είχα τον Τζέικ Τζίλενχαλ από πολύ νωρίς στο μυαλό μου για το ρόλο. Ήξερα ότι μπορεί να δώσει ζωή σε ένα χαρακτήρα τόσο αμφιλεγόμενο κρατώντας μια απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στο ανατριχιαστικό του πρόσωπο και σε κάποιον που έστω και διστακτικά θέλεις να τον δεις να πετύχει. Για μένα αυτό ήταν το μεγάλο στοίχημα. Δεν ήθελα να έχω έναν ήρωα που μοιάζει και είναι από την αρχή ψυχοπαθής. Ήθελα κάποιον που να μπορείς ως ένα σημείο να κατανοήσεις, να αναρωτηθείς για τη διαδρομή που τον έφερε ως εδώ. Η πρώτη μας συνάντηση με τον Τζέικ ήταν αυτό που χρειαζόμουν για να πεισθώ ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για το ρόλο. Συναντηθήκαμε για ένα δείπνο όσο εκείνος γύριζε το «Prisoners», ένα δείπνο που κράτησε τέσσερις ολόκληρες ώρες και που στη διάρκεια του οποίου είχε τις σωστές ερωτήσεις και μια σχεδόν ταυτόσημη ιδέα για τον ήρωα με μένα.

Κατά κάποιο τρόπο το φιλμ είναι μια ταινία για τις μέρες που ζούμε, αυτές ενός ακραίου καπιταλισμού όπου ο στόχος είναι να επιβιώσεις και να θριαμβεύσεις με κάθε τίμημα. Για μένα η ιστορία του Λου δεν είναι τίποτα άλλο από μια ιστορία επιτυχίας ένα success story. Μπορεί να ακούγεται κυνικό, αλλά δεν είναι. Το φιλμ ξεκινά με έναν ήρωα που προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο και τον αφήνει πετυχημένο επιχειρηματία με μια δική του δουλειά. Ο τρόπος που έφτασε εκεί είναι δίχως άλλο αμφισβητήσιμος. Η ίδια του η δουλειά επίσης. Όμως αυτό που θα ήθελα να αναρωτηθεί ο θεατής είναι αν το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο Λου, η μέθοδός του ή στην πραγματικότητα η ίδια η κοινωνία μας που με με τον τρόπο της επιβραβεύει συμπεριφορές σαν αυτή.