Εξαντλητικές συνθήκες για ανθρώπους σε ένα δύσκολο περιβάλλον
Γιώργος Τσεμπερόπουλος: Ο σκηνοθέτης του «Υπάρχω» σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Τσεμπερόπουλος αφηγείται τη ζωή του: Η πορεία του στον κινηματογράφο και η νέα ταινία «Υπάρχω»
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος Υπάρχει στη ζωή μου πάρα πολλά χρόνια. Τη μακρινή δεκαετία του ’80 ένας Ξαφνικός Έρωτας για τη διαφήμιση με έφερε κοντά του. Μετά η διαφήμιση με κούρασε, την έβλεπα σαν τον χειρότερο Εχθρό Μου, της είπα Άντε Γεια και την έκανα από την Πίσω Πόρτα. «Υπάρχω», «Ξαφνικός έρωτας», «Άντε γεια», «Πίσω πόρτα», «Ο εχθρός μου». Αυτές είναι οι πέντε μεγάλου μήκους ταινίες που γύρισε εν τω μεταξύ ο Τσεμπερόπουλος, μέχρι να ξαναβρεθούμε. Τον Γιώργο δεν τον γνώρισα σαν κινηματογραφιστή, αλλά σαν μέλος της ιερής τριάδας Πανουσόπουλος-Τσεμπερόπουλος-Περάκης, του μεγάλου ιερατείου της Φιλμικής Εταιρείας, μιας από τις πρώτες ελληνικές εταιρείες στην παραγωγή διαφημιστικών ταινιών, ξακουστής και πολυβραβευμένης. Είχα να τον δω από τότε. Και σήμερα που συναντιόμαστε με αφορμή το «Υπάρχω», την ταινία που γύρισε για τη ζωή του Καζαντζίδη, η συζήτηση που κάνουμε δεν μοιάζει ακριβώς με συνέντευξη, είναι πιο πολύ κουβέντα μεταξύ παλιών φίλων που ξαναβρίσκονται έπειτα από ένα εκατομμύριο χρόνια και τρέχουν να τα καλύψουν όλα μέσα σε τέσσερις ώρες, μπροστά σε ανοιχτά μαγνητόφωνα.
Ήρθε στο σπίτι μου με ένα κουτί υπέροχα σοκολατάκια, άνοιξε το backpack του, εγκαταστάθηκε στον πάγκο απέναντί μου σαν να επρόκειτο να ζήσει για πολλά χρόνια εκεί, βάζοντας το κάθε πράγμα στη θέση του (κινητό, λάπτοπ, κολλύριο, χαρτομάντιλα) και με τέτοια τάξη ώστε ο χώρος τακτοποιήθηκε άψογα, όπως στο ιδανικό σπίτι, όπου το κάθε πράγμα βρίσκεται σε πρώτη ζήτηση.
Φλυαρούμε χορτασμένοι και ξέγνοιαστοι. Κανένας από τους δυο μας δεν θυμάται ακριβώς σε τι βασιζόταν εκείνη η φιλία – δεν έχει σημασία. Μέσα σε ένα χαλαρά δομημένο περιβάλλον, περνάμε από το ένα καρέ στο άλλο, από τη μια ιστορία στην άλλη, καμιά φορά κρίσεις νοσταλγίας μάς αιφνιδιάζουν. Απολαμβάνω ανελέητα αυτό το διεθνές παιδί με τους ραφιναρισμένους τρόπους, ενώ προσπαθώ να αποδελτιώσω το «από δω και πριν» του. Η ζωή του κινήθηκε σε ένα μεγάλο εύρος σκηνικών και αισθημάτων, Αθήνα, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Νότια Ντακότα, Αίγινα, Καισαριανή, Βασιλικά Ευβοίας, γάμοι, παιδιά, ταινίες μικρού μήκους, ταινίες μεγάλου μήκους, διαφημιστικά, Ακαδημίες Κινηματογράφου, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Καζαντζίδης, ο Μάστορας, η μάνα, ο πατέρας, τα άγρια νιάτα, η δύσκολη ενηλικίωση, οι επιτυχίες, οι αποτυχίες... ο Γιώργος έζησε τον κόσμο σαν να ήταν η πίσω αυλή του σπιτιού του. Ένα συμπέρασμα έβγαλα στο τέλος: Ο Τσεμπερόπουλος ή Τσέμπερος ή Τσεμπεράκης ή όπως αλλιώς του αρέσει να τον φωνάζουν, είναι ένας αληθινά cool άνθρωπος, ευθύς και ευγενής, που με την τωρινή του επιτυχία δημιουργεί ένα αληθινό διαμάντι ισορροπιών. Τον βρήκα στην επιστροφή του ακόμα πιο ελκυστικό κι απ’ τα εκπληκτικά του νιάτα στα 30.
Γιώργος Τσεμπερόπουλος: Για την ταινία «Υπάρχω» όλα ξεκίνησαν όταν…
Ο Διονύσης Σαμιώτης από την Τanweer, ένας παραγωγός με 36 ταινίες στο ενεργητικό του, με πήρε τηλέφωνο για να με ρωτήσει αν θέλω να κάνω ταινία τον Καζαντζίδη. Και ποιος δεν θέλει να κάνει ταινία τον Καζαντζίδη; Αλλά με τι σενάριο; Και ποιος είναι αυτός που είναι ποτέ δυνατόν να διανοηθούμε ότι θα βρεθεί να παίξει τον Καζαντζίδη; «Αν δεν τον βρούμε, δεν θα την κάνουμε», μου απάντησε. Μου εξήγησε ότι είχε ένα σενάριο, ένα πρώτο draft, είχε τίτλο, αρχή και τέλος. Πήρα το σενάριο που είχε γράψει η Κατερίνα Μπέη και, αφού το διάβασα δυο τρεις φορές, συναντηθήκαμε με την ομάδα. Κατάλαβα ότι είχε γίνει σοβαρή προεργασία πριν απευθυνθούν σ’ εμένα. Είπα ναι.
Η πρόκληση του Καζαντζίδη
Είπα από την αρχή ότι κάνω μια ταινία όχι για τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά μια ταινία που θα τη δει ένας Γάλλος, Γερμανός, νεαρός Έλληνας που δεν έχει ιδέα για τον Καζαντζίδη. Έτσι τον είδα, ως χαρακτήρα του σεναρίου. Το προσφυγάκι το άφραγκο, που ξαφνικά βρέθηκε με ένα σωρό λεφτά, με δύναμη, με ταλέντο, με αγώνα, με γυναίκες να τον θέλουν, με επιχειρηματίες να τον θέλουν, με όλο τον κόσμο να τον θέλει, κι αυτός το μόνο που ήξερε να κάνει είναι να τραγουδάει. Ταυτόχρονα ήταν και ωραίος άντρας. Καψουρεύτηκε και τον καψουρεύτηκαν. Αγάπησε τη μία, αλλά με κάποιον τρόπο ερωτεύτηκε την άλλη, αλλά με κάποιον τρόπο έριξε την τρίτη, αλλά με κάποιον τρόπο πούλησε όποιον πούλησε, αλλά με κάποιον τρόπο… Αφήνω τις ιστορίες κατά μέρος. Είναι αλήθεια; Έγινε; Δεν έγινε…; Η αγωνία μου ήταν πώς θα μαζέψω όλη αυτή τη ζωή σε δυο ώρες χωρίς να την ξεφτιλίσω.
Η γυναίκα του κολλητού μου
Την Κατερίνα Μπέη την ήξερα μεν πολύ καλά, γιατί είναι η γυναίκα του κολλητού μου, του Νίκου Περάκη, αλλά δεν είχαμε ποτέ επαγγελματική συνεργασία ούτε κοινά πράγματα στο σινεμά – φίλοι σε ταβέρνες ήμασταν. Εδώ, όσο μελετούσαμε το σενάριο που είχε γράψει, ανακάλυψα έναν άνθρωπο που ενθουσιάστηκα μαζί του. Γιατί ό,τι δεν μου άρεσε δεν την ενοχλούσε, έψαχνε την αλήθεια μου. Η Κατερίνα είναι μια πολύ εύστροφη και ευχάριστη γυναίκα με χιούμορ και πολύ γρήγορα βρίσκαμε τις λύσεις. Ξεκινήσαμε έναν αγώνα πολλών μηνών συνεργασίας. Όλη η έρευνα για το σενάριο είχε γίνει πριν εμφανιστώ. Δεν χρειάστηκε να συναντήσω κανένα από τα υπαρκτά πρόσωπα, δεν έψαξα τίποτα, δεν αναζήτησα μάρτυρες και μαρτυρίες. Ο Καζαντζίδης ήταν για μένα ό,τι ήξερα και ό,τι κουβαλούσα. Ό,τι ήθελα να μάθω το ήξερε η Μπέη και ο Σαμιώτης. Στο internet αυτά που έχεις να ψάξεις είναι 80% trash και 20%, και πολύ λέω, να πάρεις μια πληροφορία. Αυτοί το είχαν κάνει ήδη. Ήταν μεγάλη ασφάλεια, στηρίχτηκα επάνω τους. Αυτό με βοήθησε να αντιμετωπίσω την ιστορία ως σενάριο, όχι ό,τι θρυλείται περί Καζαντζίδη.
Ένα βράδυ στο Ράδιο Αθήναι
Την εποχή που βγήκε το «Υπάρχω», οι μουσικές που άκουγα ήταν rock, jazz, απαραιτήτως Σαββόπουλος, μπαλάντες, Bob Dylan... Πήγαινα και σε λαϊκά μαγαζιά, σε ρεμπετάδικα κυρίως. Ερωτοχτυπημένος και εγκαταλελειμμένος εκείνη την εποχή, έχω αποφασίσει ότι θα σηκωθώ να φύγω, να πάω στην Αμερική, να τα αφήσω όλα πίσω μου. Κι ενώ ετοιμάζομαι, ακούω να μιλάνε όλοι για το «Υπάρχω» και τον Καζαντζίδη. Ένα βράδυ, καθώς ανέβαινα τη Σταδίου με τα πόδια πολύ βιαστικά, βλέπω έξω από το Ράδιο Αθήναι, στην Κλαυθμώνος, κόσμο συγκεντρωμένο και όλες τις οθόνες να δείχνουν το πρόσωπο του Καζαντζίδη. Χώνομαι κι εγώ ανάμεσα στο πλήθος και ακούω το «Υπάρχω», και ήταν σαν να με τίναξε ρεύμα, σαν να το είχα γράψει εγώ. Άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου, να σκέφτομαι τη Β., να λέω μέσα μου: Αχ, έπρεπε εγώ να της το είχα γράψει αυτό το τραγούδι και να της το είχα πετάξει στα μούτρα. Ας διάλεξε ό,τι θέλει, εγώ θα υπάρχω στη ζωή της για πάντα. Αγόρασα τον δίσκο, είχε μέσα και δυο τρία άλλα τραγούδια. Άρχισε να μου αρέσει αυτή η μουσική, αλλά έφυγα στην Αμερική, έγινα πολύ πιο jazz musically. Στη πορεία μού άρεσαν κι άλλα δικά του, όπως το «Δε θα ξαναγαπήσω», τα 6 του Άκη Πάνου που έχει πει ο Καζαντζίδης... Ναι, στην πορεία μού άρεσε. Αν μου έλεγες όμως ότι σε ένα μαγαζί τραγουδά ο Στέλιος και σε ένα άλλο ο Στράτος, στον Στράτο θα πήγαινα, που ήταν, πώς να το πω, πιο χαβαλές.
Ποιος Καζαντζίδης απ’ τους δύο;
Η ταινία ξεκινάει το 1942, όταν ο Καζαντζίδης είναι 11-12 χρονών, και τελειώνει όταν σταμάτησε να τραγουδά, το 1978, 46 χρονών πια. Από εκεί και μετά, ό,τι ήξερε ο κόσμος από τον Καζαντζίδη είναι τα τραγούδια του από τα ραδιόφωνα και το ότι έβγαινε στα κανάλια και γκρίνιαζε. Μου λέγανε, καλά, θα κάνεις ταινία τον Καζαντζίδη, ποιον, εκείνον τον γέρο τον γκρινιάρη; Γκρίνιαζε για τους Εβραίους, γκρίνιαζε για τους πλούσιους, γκρίνιαζε για το τραγούδι, γκρίνιαζε για τους ανταγωνιστές, γκρίνιαζε για τα γεράματα... Αυτό εγώ στην ταινία, έχοντας διαβάσει και το βιβλίο του Λιάνη, που έλεγε ότι τα νιάτα του Καζαντζίδη είχαν σχεδόν μια αγιοσύνη –είναι βαριά η λέξη «αγιοσύνη», το παραδέχεται κι ο ίδιος ο Λιάνης– το αποφεύγω· δείχνω τη χρυσή του εποχή, που είχε τις αξίες του. Δεν είναι ότι τα πούλησε μετά, αλλά τότε είχε και δύναμη, ήταν στα χέρια του να πάει μπροστά, κι αυτά αξίζει να δούμε. Πώς έγιναν όλα αυτά τα μεγάλα πράγματα, πώς τα χειρίστηκε, με εμμονή, χωρίς εμμονή, πατούσε επί πτωμάτων, δεν πατούσε επί πτωμάτων, ήταν εγωπαθής, δεν ήταν εγωπαθής, πόσο αφελής ή πόσο γαμάτος ήταν; Εάν κάτι με έχει στεναχωρήσει που δεν το έχω μέσα στην ταινία, γιατί έγινε σε μεταγενέστερο χρόνο, είναι ότι μιλάμε για τον άνθρωπο στον οποίο πρόσφεραν 2.000.000 δραχμές το 1979 για να πάει ένα Σαββατοκύριακο στη Νέα Υόρκη να τραγουδήσει και είπε όχι. Είχε έρθει η εποχή της κάμψης του – γιατί η κάμψη δεν ήρθε στην καριέρα του, ήρθε μέσα του, έπαψε να πιστεύει.
Ένα χαστούκι για αρχή
Ψάχναμε για πρωταγωνιστή. Καταγράψαμε όσους βρήκαμε, γνωστούς ή άγνωστους. Το να είναι γνωστός δεν ήταν καθόλου μα καθόλου ζητούμενο. Βασικό κριτήριο ήταν η εμφάνιση, το βλέμμα και ο λόγος, να θυμίζει αρσενικό εκείνης της εποχής, να κατανοήσει τα μέτρα και τους τρόπους της εποχής, να μην έχω πρόβλημα π.χ. όταν πιάνει από το μπράτσο μια γυναίκα για να της πει «άκου δω», να κάνει φυσικά την κίνηση, να μην αισθάνεται ότι βιάζει κάποιον και θα τον πάνε φυλακή, να καταλάβει ότι τότε ήταν κανονικό να πιάσεις το παιδί σου απ' το μπράτσο και να του τραβήξεις ένα χαστούκι, δεν ήσουν ένας τερατώδης πατέρας. Ο Μάκης o Γαζής, ο casting director μου, δικό μου παιδί, έχει γεννηθεί μέσα από τη Φιλμική, πολύ άξιος επαγγελματίας, ένα βράδυ μού λέει: «Θα σου πω κάτι που θα μου πεις αμέσως όχι. Να δούμε τον Χρήστο Μάστορα;». Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Χρήστος Μάστορας. «Κάτσε να τον γκουγκλάρω και σε ξαναπαίρνω». Έπεσα πάνω σε μια συνέντευξή του και μου άρεσε ο τρόπος που μιλούσε κι αυτά για τα οποία μιλούσε. Παίρνω τον Μάκη και του λέω: «Φέρ' τον εδώ».
Ψάχναμε έναν άντρα που να καταλαβαίνει τι θα πει φτώχεια εκείνης της εποχής, να ξέρει, κι αν δεν ξέρει ο ίδιος –γιατί λόγω ηλικίας ο ίδιος πώς να ξέρει–, να ξέρει από το σόι του, να ξέρει από τις διηγήσεις, από τις πραγματικότητες τις οικογενειακές. Αυτό, συν βεβαίως να είναι μπάνικος, να είναι αρσενικός, γιατί δεν μπορείς να πάρεις έναν άσχημο Καζαντζίδη, εγώ βάζω στις ταινίες μου και όμορφους και άσχημους άντρες, αλλά εδώ δεν γινόταν να είναι άσχημος, έπρεπε να αντέχει να κάνει εξώφυλλο δίσκου, ας πούμε.Όχι μόνο να αντέχει, στην προκείμενη περίπτωση μέτραγε τρελά. Διαβάζω την ιστορία του, για την οικογένειά του, που είναι από τη Βόρειο Ήπειρο, και τι έχουν περάσει και πόσο δεμένοι είναι... μιλούσε και ήταν σαν να απαντούσε στα ερωτήματά μου. Μετά, που τον γνώρισα καλύτερα, έβλεπα πως αυτό το παιδί απ’ το πρωί ως το βράδυ είναι με τον πατέρα του, με την αδελφή του, με τη μάνα του. Ό,τι λεφτά βγάζει τα βγάζει για να τους κάνει ένα καλύτερο σπίτι, μια καλύτερη ζωή, για προκοπή. Ποιος την ξέρει πια αυτή τη λέξη;
Στην πρώτη συνάντηση εγώ τον ερωτεύτηκα τον Χρήστο. Κι όταν ο σκηνοθέτης ερωτευτεί, τέλειωσε, θα γίνει καλή ταινία. Δεν ήταν μόνο το background του που μου ταίριαζε. Ήταν ένας άντρας με ωραίο τετράγωνο πρόσωπο και κεφάλι, με δυο μαύρα μάτια διαπεραστικά, που δεν είχα δει σε άλλους – εγώ με τα μάτια έχω τρέλα. Σινεμά κάνουμε, γίνεται να μη βλέπεις τα μάτια κάποιου; Να τα ανοίγει μπροστά στην κάμερα και να σε πυροβολεί με αγάπη ή μίσος, δεν έχει σημασία. Κι όταν τον άκουσα να τραγουδά αμερικάνικη μπαλάντα με τέτοιο βάθος, πάθος, καμία σχέση με τραγουδάκια για να συνεπάρουμε το κοινό, είπα μέσα μου: Μανάρι μου, τι ωραία δίνεσαι, αφήνεσαι, δεν είσαι προϊόν, είσαι πράγμα που βγαίνει από μέσα σου.
Στη δεύτερη συνάντησή μας συνέβη το αναπάντεχο: Του λέω «Είσαι έτοιμος; Μπορείς να δεχτείς τα πάντα;» και του τραβάω, έτσι, από το πουθενά, ένα χαστούκι, που δεν υπάρχει στην ταινία βέβαια, αλλά ήθελα να δω πόσο αποφασισμένος ήταν να την κάνει. Μήπως έκρυβε έναν σταρ μέσα του, που μόλις τον ακουμπούσες θα εξαφανιζόταν; «Θέλω να δοκιμάσω. Δεν θέλω τον ρόλο αν δεν μου πείτε εσείς ότι μπορώ να τον κάνω και να σκίσω, δεν θέλω να γίνω ρεζίλι. Και το χαστούκι μέρος της δουλειάς είναι». Το χαστούκι το έφαγε και δεν έκανε πίσω. Ήταν κι αυτό ένα από τα εισιτήρια για να καταλήξω ότι, ναι, έχουμε πια μπροστά μας τον άνθρωπο για να πλάσουμε τον Στέλιο! Και πράγματι, το παιδί έσκισε, ήταν πάντα εκεί στην ώρα του, με τεράστια υπομονή. Είχε μαγαζί το Παρασκευοσαββατοκύριακο μέχρι τις έξι η ώρα το πρωί. Δεν υπήρξε φορά που να μην έρθει, που να μην είναι εκεί. Δεν είχε ξαναπαίξει, δεν μπορούσε να μάθει τα λόγια, αλλά ο Μάστορας τα λέει, αυτό που λέμε λαϊκά στη δουλειά «τα λέει». Το μυαλό του και η καρδιά του είναι σε πλήρη συνεργασία.
Το μακρύ ζεϊμπέκικο στην Αλεξάνδρας
Θα ήταν άλλος ο Στέλιος ο Καζαντζίδης αν δεν είχε μείνει τόσο μικρός ορφανός κι αν είχε κάνει παιδιά; Δεν το ψάχνω στην ταινία, μπορώ όμως να καταλάβω. Ήμουν πεντέμισι χρονών όταν πέθανε ο πατέρας μου. Το 1985, όταν στα 35 μου έγινα μπαμπάς, ξαφνικά, ενώ δεν τον είχα καθόλου στο μυαλό μου, πετάχτηκε ο πατέρας μου και μου είπε μπράβο. Πού; Πώς; Κάπου από τα βάθη μου, εμφανίστηκε ξαφνικά, κι αυτό το μπράβο του με έκανε και βγήκα απ’ το μαιευτήριο στις τέσσερις η ώρα το πρωί για να πάρω μια βαθιά ανάσα, διέσχισα την Αλεξάνδρας, κι εκεί, πάνω στη νησίδα, ανάμεσα σε φορτηγά και σε σκουπιδιάρικα, χόρεψα ένα ζεϊμπέκικο μόνος μου. Εγώ; Ζεϊμπέκικο στη νησίδα; Με τον πατέρα μου στον νου…
Όταν απομυθοποιούνται οι μύθοι σου
Δεν ήταν στόχος μου να απομυθοποιήσω τον μύθο του Καζαντζίδη. Άσχημο πράγμα οι μύθοι, ασχημότερο οι απομυθοποιήσεις. Ήμουν δεν ήμουν δεκαπέντε χρονών και διάβαζα Βάρναλη κι έναν ακόμα ποιητή, και είχα την τεράστια ατυχία να τους γνωρίσω σε διαφορετικές στιγμές τον καθένα. Τώρα, να διαβάζω Βάρναλη, να συγκλονίζεται το είναι μου συθέμελα, να θέλω ν' αλλάξω την κοινωνία, να γυρίσω τον κόσμο ανάποδα, και ν' ανακαλύπτω ξαφνικά μια μέρα ότι εκείνος ο αντιπαθέστατος σκατόγερος στο καφενείο Ελλάς στην πλατεία Ομονοίας, που τσακωνόταν στην πρέφα, που θύμωνε όταν έχανε και τα πέταγε όλα κάτω και τον έβριζαν όταν έφευγε, ήταν ο Βάρναλης! Όσο για τον άλλο κύριο, που έπαιζε τρεις φορές τη βδομάδα κουμ καν στα κολωνακιώτικα σαλόνια με κάτι κυρίες σαν τις ηρωίδες του Αντώνη Κυριακούλη, τον έβλεπα και ήθελα να βάλω φωτιά στα βέλα.
Προσωπική αφήγηση
Ανοιχτά μέρος της δικής μου ζωής είναι κομμάτια από την «Πίσω πόρτα». Η ταινία είναι βασισμένη σε διηγήσεις από την πραγματική μου ζωή, των ανθρώπων του περιβάλλοντός μου και του κύκλου μου. Είμαι ένας από τους εφήβους, αλλά όχι σε έναν χαρακτήρα, είμαι μισός από τον ένα και μισός από τον άλλο. Κοίτα, δεν μπορεί, για μένα τουλάχιστον, να μη γίνει προσωπική η αφήγηση. Και σε όσες δεν έγινε, ήταν οι ταινίες που δεν έκανα! Προ ημερών ο Αστέρης Τζιώλας, ένας καλός μικρομηκάς και προσωπικός μου βοηθός στο «Υπάρχω», μου είπε: «Άλλη μια ταινία σου που έχει πεθάνει ο πατέρας». Δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Στον Καζαντζίδη η ταινία ξεκινάει με τον θάνατο του πατέρα του, όπως και στην «Πίσω πόρτα». Στο «Άντε γεια» και στον «Εχθρό μου» ο πατέρας πεθαίνει στη μέση και στον «Ξαφνικό έρωτα» υπάρχει μια σκηνή που η Μπέτυ Λιβανού πηγαίνει στο πατάρι του μακαρίτη πατέρα της και ανοίγει μια κούτα και μπαίνουμε στο flashback. Kάτι λέει για τον εαυτό σου αυτό.
Ποιος είναι ψηλός, ρε;
Εγώ ψήλωσα ξαφνικά όταν ήμουν 12 χρονών κι από τότε δεν έχω βάλει ούτε πόντο. Ήμουνα λοιπόν γίγαντας στα 12-13, ψηλός στα 14-15, κανονικός στα 16-17, μέτριος στα 18 και μετά. Συμπεριφερόμουν όμως σαν ψηλός. Είμαι 18, είναι Σάββατο βράδυ, θέλουμε να βγούμε και είμαστε στο σπίτι μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα και δοκιμάζουμε ρούχα με τους δύο κολλητούς μου. Κάποια στιγμή πετάω τη φράση «εμείς οι ψηλοί», κοιτάζονται οι άλλοι και μου λένε: «Σταμάτα μισό λεπτό, να σου το πούμε επιτέλους να τελειώνουμε. Κλείσε την ντουλάπα». Κλείνω το φύλλο κι εμφανίζεται ο καθρέφτης. Στεκόμαστε κι οι τρεις δίπλα δίπλα και μου λένε: «Ποιος είναι ο ψηλός, ρε;». Ήμουν ο πιο κοντός απ’ όλους. Τη θυμάμαι την ιστορία σαν τώρα, είχα μείνει κάγκελο.
Πέντε εύκολα κομμάτια
Όταν ήμουν 21 χρονών, είδα μια ταινία στο σινεμά και πήρα σοβαρές αποφάσεις για τον εαυτό μου. Ήταν το «Πέντε εύκολα κομμάτια», που ο Bob Rafelson γύρισε το ’70, με τον Νίκολσον σ’ έναν από τους πρώτους κινηματογραφικούς του ρόλους. Είναι μια απλή ταινία, που εμένα μου άλλαξε τη ζωή. Την είδα και τότε αποφάσισα ότι πρέπει να πάψω επιτέλους να πολεμάω (μέσα μου) το background μου, να πολεμάω τη μάνα μου και τον κόσμο της. Είχαμε καλές σχέσεις γενικά, αλλά μέσα μου αντιπαθούσα ό,τι περιέβαλλε αυτόν τον αστικό κόσμο τού τάχα μου δήθεν. Έτσι τουλάχιστον το έβλεπα τότε. Ωστόσο η ίδια, παρά την έλλειψη του πατέρα, δεν προσπάθησε να με βάλει σε λούκι, να με πιέσει να βρω μια δουλειά αντάξια της Ανωτάτης Εμπορικής που είχα τελειώσει. Όταν της έσκασα το παραμύθι ότι, ξέρεις, εγώ θα κάνω ταινίες, το μόνο που με ρώτησε είναι και πώς θα ζήσεις; Αλλά μέχρι εκεί. Δεν προσπάθησε να με εμποδίσει. Το ίδιο κάνω τώρα κι εγώ με τα παιδιά μου, τους λέω τη γνώμη μου αλλά δεν πιέζω – νομίζω. Η μάνα μου ησύχασε κάπως όταν, στην πρεμιέρα των «Μεγάρων» στο Αττικόν, είδε ανθρώπους μπροστά της στο ταμείο να βγάζουν από την τσέπη τους λεφτά και να πληρώνουν για να δουν αυτό που είχα κάνει. Πρόλαβε να δει τον «Ξαφνικό έρωτα», ήρθε με τις φίλες της κι έλιωσε, είδε το «Άντε γεια», την «Πίσω πόρτα» όμως δεν την πρόλαβε. Πέθανε το 2000, 85 ετών. Ήταν γεννημένη το 1915, αλλά στην ταυτότητά της είχε πλαστογραφήσει το 5 και το είχε κάνει 6. Για να γλιτώσει έναν χρόνο… τρέχα γύρευε…
Το μικρό σπίτι στο λιβάδι
Είχα 25 χρόνια μια δική μου εταιρεία, τη Filmiki Productions. Tο 2008 αποφάσισα, με την προτροπή του 22χρονου τότε γιου μου, να πάψω, όπως μου είπε, να ζω δυστυχισμένος και να στηριχτώ στις πραγματικές μου δυνάμεις, που είναι οι ταινίες. Είχα έτοιμο σενάριο, παραιτούμαι από τη Filmiki, πουλάω το μερίδιό μου και λέω: Θα κάνω το «Ο εχθρός μου» κι αμέσως μετά θα ξεκινήσω την επόμενη, θα κάνω κάθε πέντε χρόνια μια ταινία. Με το που το λέω αυτό, βρίσκω και τη χρηματοδότηση, την επομένη σκάει ο Γιωργάκης ο Παπανδρέου στο Καστελόριζο και μας ανακοινώνει ότι φαλιρίσαμε. Μετά ήρθε ο COVID, ήρθαν οι πλατφόρμες, τελείωσε το όνειρο ότι μπορείς να ζήσεις από τον κινηματογράφο. Το προσωπικό μου τίμημα ήταν ότι όχι μόνο τα λεφτά από την πώληση της Filmiki φαγώθηκαν, αλλά αναγκάστηκα και να πουλήσω το σπίτι μου και τον ελαιώνα που είχα φτιάξει στην Αίγινα. Πήρα τα λεφτά, με τα οποία και ζω, τώρα τελειώνουν βέβαια κι αυτά – ευτυχώς μεγαλώσαμε, εντάξει. Από μια σατανική σύμπτωση όμως, και το άλλο σπιτάκι, το ξύλινο, που είχα φτιάξει πριν από 30 χρόνια στη Βόρεια Εύβοια, τη δανεική μου πατρίδα, κοντά στη θάλασσα, κάηκε κι αυτό ολοσχερώς στη μεγάλη πυρκαγιά. Και ξαφνικά, από κει που ήμουν ένας άνθρωπος που ασχολιόταν με τον ελαιώνα και την παραγωγή λαδιού και είχα καταφέρει και να νοικιάζω το σπίτι της Εύβοιας σε κάτι περιπετειώδεις τύπους από τη Γερμανία, εξαφανίστηκαν όλα, καταστράφηκαν και δεν είχα πού να ρίξω την ενέργειά μου. Τελικά την έριξα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τέσσερα χρόνια και στην προεδρία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου άλλα τρία. Έχω δώσει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου στα κινηματογραφικά κοινά. Όταν τέλειωσε η τριετής θητεία μου στην Ακαδημία, την άλλη μέρα ήρθε η πρόταση για το «Υπάρχω».
Από τα «Μέγαρα» στον ΜcTaggart
Πάντα κοκορεύομαι ότι ήμουν στην Greenpeace πολύ πριν έρθει στην Ελλάδα, από τότε που ζούσα στην Αμερική. Τους έβγαζα το καπέλο, ιδίως τότε που ήταν εκατό ακτιβιστές κι έτρεχαν στον κόσμο. Γιατί είχα έναν ήρωα εγώ στη ζωή μου, κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον McTaggart, τον ιδρυτή της. Τα «Μέγαρα», μια ταινία που μιλούσε για την οικολογία, γυρίστηκαν το 1974, πριν εφευρεθεί η λέξη.
6 ταινίες είναι λίγες, πολύ λίγες
Σε ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα, είναι βέβαιο πως έκανα το καλύτερο που μπορούσα, αλλά καθόλου δεν μου φτάνει. Το παράπονό μου, από τον εαυτό μου καταρχήν, είναι το πώς είναι δυνατόν τώρα, στην ηλικία μου, να έχω κάνει μόνο έξι ταινίες. Κι όταν ακούω και μου λένε διάφορα μεγάλα λόγια, του τύπου ο Τσεμπερόπουλος, που είναι γαμάω και το ένα και το άλλο... Σιγά, ρε φίλε, που είμαι ο γαμάω. Είμαι περήφανος για τη δουλειά μου, αλλά δεν έχω κάνει ακόμα ΤΗΝ ταινία.
Κάποιος σε ακούει
Πάντα πήγαινα και συνεχίζω να το κάνω και το έκανα και για τις ταινίες των φίλων μου, πήγαινα στις αίθουσες κι έβγαινα μαζί με τους ανθρώπους για να ακούω τι λένε στον διάδρομο. Θυμάμαι στον «Ξαφνικό έρωτα», που παίχτηκε στο ζηλευτό Ετουάλ της Καλλιθέας, φίσκα γεμάτο, είναι μπροστά μου ζευγαράκι μεσόκοπο. Αυτή περπατάει μπροστά, έχει ακόμη τη συγκίνηση, ακόμη πέφτουν τα γράμματα και ακούγεται η μουσική του τέλους και προχωράει αυτή ένα βήμα μπροστά απ’ αυτόν κι εγώ είμαι ακριβώς πίσω τους και βλέπω ότι την παρατηρεί, κάνει ένα βήμα, την πιάνει αγκαζέ και σκύβει και της λέει γεμάτος ανασφάλεια: «Μωρέ, κι εμείς καλά δεν είμαστε;». Άλλο τέλειο είναι που λέει ένας ότι δεν του άρεσε η ταινία και οι άλλοι της παρέας τον κράζουν.
Από τον Τζακ στον Τζουμ
Θες δεν θες, από τις ταινίες σου αγαπάς περισσότερο αυτές που περπάτησαν λιγότερο. Μου το είχε πει στην Αμερική ο Τζακ Νίκολσον, όταν βρέθηκα να παίζω κομπάρσος δίπλα του στο «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» – του Ράφελσον κι αυτή. Είχε μια ελληνική σκηνή και ήμουν κι εγώ ανακατεμένος. Μη φανταστείς, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, κάτι ελάχιστα καρέ. Καθόμασταν δίπλα, στο ίδιο πλάνο, και υπάρχω σε φωτογραφία, αυτός κι εγώ, από το καρέ της ταινίας. Όταν παιζόταν η ταινία στην Αθήνα –εγώ ήμουν ακόμα στην Αμερική–, μου είπαν ότι ακούστηκε μια κραυγή στο Embassy, και η φωνή του Τζούμα να λέει: «Ρε, ο Τσέμπερος!». Ο μόνος που με είδε.
Γιώργος Τσεμπερόπουλος: Πώς έγινα κινηματογραφιστής
Στα γενέθλια των 15 μου χρόνων, η μάνα μου θεώρησε ότι είναι σημαντικό εκείνη την ώρα, εκείνη τη μέρα να ανοίξει την ντουλάπα, να ξεκλειδώσει το συρτάρι το βαθύ, του οποίου δεν είχα το κλειδί – παρότι για τα πάντα φρόντιζα να έχω αντικλείδια, για να ξέρω τι υπάρχει στα κρυμμένα. Ανοίγει το συρτάρι, βγάζει μια φωτογραφική μηχανή, κάτι μανικετόκουμπα, μια καρφίτσα για γραβάτα, ένα κουτί με έναν φάκελο κιτρινισμένο που είχε μέσα αρνητικά φωτογραφιών και μου λέει: «Έχω μερικά πράγματα του πατέρα σου που ήθελα να σου τα δώσω όταν γίνεις άντρας. Τώρα πια είσαι 15». Είπαμε, ήμουν απλώς πανύψηλος και τους μπέρδευα όλους, παπάρια άντρας ήμουν. Έξω μου αρχηγός και άρχοντας, μέσα μου εγκαταλελειμμένος πιτσιρικάς. Που δεν υποκρινόμουν, μια χαρά ήμουν και στους δύο ρόλους. Αυτό κάπως γεφυρώθηκε όταν έγινα 40 χρονών, μία συγκεκριμένη στιγμή που κατάλαβα ότι κουβαλούσα μια γκρίνια όλη μου τη ζωή και ότι δεν έπρεπε, τελείωσε πια αυτό, εσύ είσαι τώρα ο μπαμπάς. Και μου έφυγε η γκρίνια.
Κάπως έτσι έγινα κινηματογραφιστής. Γιατί, όταν πήρα στα χέρια μου τη φωτογραφική μηχανή, του πατέρα μου, που ήταν πολιτικός μηχανικός και εργολάβος οικοδομών και φωτογράφιζε όλα τα στάδια της οικοδομής (όπως φαίνεται κι από τον ρόλο του Καφετζόπουλου στην «Πίσω πόρτα»), πήγα και παρακάλαγα έναν μεγαλύτερο φίλο να μου μάθει πώς εμφανίζουν και τυπώνουν φωτογραφίες. Ήθελα μόνος μου να τυπώσω τις φωτογραφίες που είχε βγάλει ο πατέρας μου πριν από χρόνια, όχι να τις δώσω στο φωτογραφείο να μου τις τυπώσουν. Σε όλα τα χρόνια της Ανωτάτης Εμπορικής εγώ έβγαζα φωτογραφίες, και το χαρτζιλίκι μου ήταν απ’ αυτές. Όταν άρχισε να μου λείπει η μουσική και ο ήχος από τα φωτογραφικά μου θέματα, έψαξα και βρήκα τον Σάκη Μανιάτη, που με πήρε σαν φωτογράφο πλατώ, κι από τότε δεν ξαναέφυγα από το σινεμά.
Γιώργος Λάνθιμος
Τον Γιώργο τον εκτιμώ βαθύτατα, τον θαυμάζω απεριόριστα, και ξέρω το παιδί και τα όνειρά του. Είναι ολιγόλογος, πάρα πολύ καθαρός και ξηγημένοςάνθρωπος. Έκανε μια ταινία όπως τη γούσταρε, που λέγεται «Κυνόδοντας», κι αυτή η ταινία, που μιλούσε ελληνικά, χωρίς καμία πλάτη, χωρίς τίποτα, πήγε και πήρε το βραβείο στις Κάννες. Έπεσε πάνω του κόσμος και κοσμάκης –από παραγωγούς του εξωτερικού, από διανομείς, από ηθοποιούς–, ρωτώντας τον ποιο είναι το επόμενο project. Ο Λάνθιμος το χειρίστηκε πάρα πολύ καλά και ψύχραιμα. Δεν έτρεξε πίσω από κανέναν, μέχρι που ανακάλυψε ποιος έτρεχε πίσω από τον ίδιο! Ο άνθρωπος δηλαδή ξέρει να κινηθεί, να φερθεί, είναι εύστροφος, παίρνει αποφάσεις στο λεπτό και έχει καταφέρει αυτό που κανένας άλλος μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει, να κάνει δηλαδή ακριβώς αυτό που θέλει, στο μέγεθος που το θέλει και να παίζεται παντού στον κόσμο.
Δειτε περισσοτερα
Ο δραματικότερος ζωγράφος του αμερικανικού ρεαλισμού, στην πλήρη ακμή του - Η ιστορία του εμβληματικού έργου
Άλλαξε ζωή και πόλεις και μιλάει στην Athens Voice για όλα, με αφορμή το νέο τους άλμπουμ «Human Fear»
Η μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια σε έναν μονόλογο-ποταμό στο σπίτι της οδού Ικονίου στη Νέα Σμύρνη
Αναδρομή στη ζωή και το έργο του κορυφαίου Γάλλου ζωγράφου
Ο Απόλλων Τσεν, ο Ιερεμίας Εγκαρέιμπα, η Γιέβα Μπονταρένκο, ο Ντέιβ, η Βλάντα Ζασκλάβσκα, η Ουλιάνα Τσουπρίνα και η Παυλίνα Λη μιλούν στην Athens Voice για την ελληνική εμπειρία στο FYP