Κινηματογραφος

Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού: Μαθήματα αληθινής αμερικανικής ιστορίας διά χειρός Σκορσέζε

Ο Αμερικανός σκηνοθέτης βρίσκεται σε μία από τις ωριμότερες περιόδους της καριέρας του

324257-668306.jpg
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
ΤΕΥΧΟΣ 889
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στην Οκλαχόμα της δεκαετίας του ’20 τα μέλη της ινδιάνικης φυλής Όσειτζ πλουτίζουν χάρη στο πετρέλαιο που ανακαλύφθηκε στη γη τους. Ο νεαρός Έρνεστ Μπέρκχαρτ επιστρέφει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μπαίνει υπό την προστασία του θείου του, Γουίλιαμ Χέιλ, που είναι ο «βασιλιάς» της περιοχής. Κάποια στιγμή ο Έρνεστ γνωρίζει μια περήφανη Ινδιάνα, τη Μόλι, και γοητεύεται από το ατίθασο πνεύμα της. Την ίδια εποχή, μια σειρά από μυστηριώδεις θανάτους πλούσιων Ινδιάνων προκαλούν ανησυχία στην κοινότητα που έχει καταφέρει να ζει αρμονικά λόγω του πλούτου που έφερε ο «μαύρος χρυσός».

Το πέρασμα της Αμερικής από την Άγρια Δύση στη νέα εποχή είναι κεντρικό στοιχείο στο μεγαλόπνοο και γεμάτο ιδέες φιλμ του Μάρτιν Σκορσέζε. Με τους «Δολοφόνους του ανθισμένου φεγγαριού» ο Αμερικανός σκηνοθέτης αποδεικνύει όχι μόνο ότι το «έχει» ακόμη, αλλά και πως βρίσκεται σε μία από τις ωριμότερες περιόδους της καριέρας του. Η αληθινή ιστορία των φόνων που έμειναν στα αμερικανικά χρονικά ως το «Κράτος του τρόμου» και αποτέλεσαν το υλικό για το ομότιτλο best-seller μυθιστόρημα του συγγραφέα και δημοσιογράφου του New Yorker Ντέιβιντ Γκραν, χρησιμεύουν στον 81χρονο δημιουργό για να φτιάξει μια ακόμη βιβλική παραβολή γύρω από το προσφιλές του ζήτημα της απολύτρωσης, με θέμα όμως ένα αυθεντικό ιστορικό γεγονός. Η γενοκτονία των Ινδιάνων παρουσιάζεται όχι μέσω της θεσμοθετημένης βίας του επίσημου αμερικανικού κράτους (όπως έχουμε δει σε άλλες ταινίες), αλλά μέσα από ένα «άγνωστο» συμβάν, η αγριότητα του οποίου συμπυκνώνει όλη τη ρατσιστική αντίληψη και το αυταρχικό πρόσωπο της εξουσίας των λευκών Αμερικανών. Με πλήρη ελευθερία από την Apple για ένα πρότζεκτ κόστους 200 εκατομμυρίων δολαρίων και με τη βοήθεια του Έρικ Ροθ στο σενάριο, ο Σκορσέζε συνέθεσε ένα έπος συναρπαστικό και ακαταμάχητο που δεν καταλαβαίνεις ότι διαρκεί σχεδόν τρεισήμισι πυκνές ώρες. Σε τούτο το κράμα γκανγκστερισμού νεογουέστερν ο Σκορσέζε ανιχνεύει τα αλληγορικά σύμβολα ενός απάνθρωπου κόσμου που έχει ως σήμα κατατεθέν την απληστία, τη μισαλλοδοξία, καθώς και τη… βλακεία. Δεν είναι λίγες οι σκηνές που οι θύτες σχεδιάζουν τα μακάβρια εγκλήματά τους χωρίς να έχουν τη στοιχειώδη λογική: σε μια σκηνή η υποτιθέμενη αυτοκτονία ενός Ινδιάνου γίνεται με τον δολοφόνο να εκτελεί το θύμα του πυροβολώντας το από πίσω και στη συνέχεια ο δράστης διαφεύγει παίρνοντας μαζί του το όπλο του φόνου! Είναι μια κατάμαυρη, ειρωνική σεκάνς που κάλλιστα θα μπορούσε να εμπνευστεί το δίδυμο των αδελφών Κοέν στα καλύτερά του. Η επιδέξια γραφή του Σκορσέζε σε κάποιες σκηνές αγγίζει το τέλειο, ξετυλίγοντας την παράλληλη δράση υπό τους μονότονους ήχους ενός πένθιμου τυμπάνου, ενώ δεν κρύβει την αδυναμία του στην ανωτερότητα (ηθική αλλά και πνευματική) των γυναικών της φυλής –τι υπέροχη παρουσία η νεοφερμένη Γκλάντστοουν– που μιλούν λίγο και λένε πολλά σε αντίθεση με τα φλύαρα, αυτάρεσκα και εν τέλει ανόητα αρσενικά που κάνουν κουμάντο στις ζωές τους. Λογικά η ταινία θα παίξει δυνατά στα επερχόμενα Όσκαρ τόσο λόγω της σπουδαίας δουλειάς του Σκορσέζε όσο και λόγω των υποκριτικών επιδόσεων όλων των ηθοποιών σε πρώτους και δεύτερους ρόλους, με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο να θέτει σοβαρά την υποψηφιότητα για το βραβείο β’ ρόλου.

Δειτε περισσοτερα