Κινηματογραφος

To ντοκιμαντέρ-επανάσταση για τους Velvet Underground

Η καινούργια ταινία του Todd Haynes είναι μια μικρή επανάσταση για τα μουσικά ντοκιμαντέρ, όπως ήταν η μουσική των Velvet Underground για το ροκ

A.V. Team
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

To ντοκιμαντέρ-επανάσταση του Todd Haynes για τους Velvet Underground είναι μια βύθιση στη μουσική που έφτιαχνε η μπάντα και στα γεγονότα στον κόσμο γύρω τους

The Velvet Underground  είναι η νέα ταινία του Todd Haynes («Μακριά από τον παράδεισο», «Κάρολ», "Ι’m not Here") που προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών τον περασμένο Ιούλιο και βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες αυτή την εβδομάδα. Παρά την παρουσία παραδοσιακών στοιχείων ντοκιμαντέρ και μια κυρίως γραμμική ιστορία που παρασύρει τον θεατή σε 20 χρόνια πολιτιστικής ιστορίας, ο Haynes και οι συνεργάτες του κάνουν την εμπειρία εκπληκτικά πρωτότυπη. 

Κατά κάποιον τρόπο, o Ηaynes δεν γύρισε μια ταινία, αλλά ακριβώς μια «εμπειρία»: κάτι που νιώθεις, όπως νιώθεις τα ντραμς κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας. Πήρε, όπως θα περίμενε κανείς, συνεντεύξεις από τους επιζώντες σκιαγραφώντας την πορεία του ροκ συγκροτήματος από το 1964, όταν ο Lou Reed γνώρισε τον Ουαλό John Cale. Ο John Cale, ο οποίος σπούδαζε τότε κλασική μουσική στη Νέα Υόρκη, είχε συνεργαστεί με πειραματικούς συνθέτες όπως ο  John Cage αλλά ενδιαφερόταν για το ροκ. Έτσι, οι δυο τους δημιούργησαν το δίδυμο από το οποίο προέκυψαν οι The Velvet Underground, ενσωματώνοντας τον  Sterling Morrison (που πέθανε το 1995) στην κιθάρα και τον Angus MacLise στα ντραμς ο οποίος αποχώρησε λίγους μήνες αργότερα και αντικαταστάθηκε από τη Maureen Tucker. Οι Velvet Underground άρχισαν να κάνουν πρόβες και να παίζουν εδώ και εκεί στην Νέα Υόρκη· το 1965 ηχογράφησαν ένα ντέμο και είχαν την τύχη να ενδιαφερθεί γι’ αυτούς ο Andy Warhol που εκείνη την εποχή ήταν ο πρίγκιπας της πόλης. Ο Warhol έγινε μάνατζερ του συγκροτήματος και πρόσθεσε τη Γερμανίδα Nico για να κάνει φωνητικά σε μερικά κομμάτια. Το 1967 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ "The Velvet Underground and Nico" και ακολούθησαν τα "White Light/White Heat" (1968), το "The Velvet Underground" (1969), το "Loaded" (1970) και "Squeeze" (1973).

Στις συνεντεύξεις ο Todd Haynes παρουσιάζει ανθρώπους από εκείνο τον νεοϋρκέζικο κύκλο -μεταξύ άλλων, την Amy Taubin, παλαίμαχη κριτικό του κινηματογράφου, και τον σκηνοθέτη Jonas Mekas, ο οποίος πέθανε λίγο μετά τη συμμετοχή του στην ταινία- υιοθετώντας σκόπιμα τη δομή ενός άλμπουμ βινυλίου: κάθε λίγα λεπτά, το μοντάζ αλλάζει έμφαση όπως αλλάζουν τα μουσικά κομμάτια. Υπό την επίβλεψη του Haynes, οι μοντέρ Affonso Gonçalves και Adam Kurnitz αφήνουν το υλικό να ρέει και να αλλάζει κατεύθυνση, ενώ τα πρόσωπα, όπως ο τραγουδοποιός Jonathan Richman, αναλύουν το συγκρότημα συνδυάζοντας τον ενθουσιασμό των θαυμαστών με την αυστηρότητα των κριτικών. Το κοινωνικό πλαίσιο, η Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1960 και η σύγκρισή της με την Καλιφόρνια εκείνης της εποχής, είναι εξίσου σημαντικό με την ιστορία των Velvet: οι συνεντευξιαζόμενοι απομυθοποιούν τα κινήματα της ειρήνης, της αγάπης και των λουλουδιών, καθώς και το σεξιστικό Factory όπου οι γυναίκες, συμπεριλαμβανομένης της Nico, επιβραβεύονταν για την ομορφιά τους και μόνο.

Το κινηματογραφικό αποτέλεσμα είναι μια βύθιση στη μουσική που έφτιαχνε η μπάντα και στα γεγονότα στον κόσμο γύρω τους. ο Haynes φαίνεται να προσπαθεί να βρει το ισοδύναμο των light shows της Νέας Υόρκης· τα μουσικά-χορευτικά-ποιητικά-κινηματογραφικά happenings και τις ίδιες τις underground ταινίες του Warhol, με τον ομοιόμορφο φωτισμό, το μονόχρωμο φόντο και την οθόνη κομμένη στα δύο. Η ταινία είναι ένα καλειδοσκόπιο εντυπώσεων, συσχετισμών και ανεκδότων: η τεχνική της θυμίζει τον Jean-Luc Godard, τον Warhol και τον Kenneth Anger, αλλά πιο πολύ θυμίζει τον ίδιο τον Todd Haynes.