Κινηματογραφος

Κάννες 2014: Από την Καππαδοκία μέχρι το Χόλιγουντ

Πώς πέρασε το Σαββατοκύριακο στο μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του πλανήτη;

Γιώργος Κρασσακόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Party Girls στις αίθουσες, σκύλοι στο κόκκινο χαλί, φαβορί κι outsiders για τον Χρυσό Φοίνικα, ή πώς πέρασε το Σαββατοκύριακο στο μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του πλανήτη.

Αν ρωτούσες οποιονδήποτε πριν ξεκινήσουν οι Κάννες για το ποια ταινία θα κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, η απάντηση που θα έπαιρνες 8 στις 10 φορές θα ήταν πιθανότατα το «Winter Sleep» του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλαν. Καταλαβαίνετε βεβαίως πως μια τέτοια ερώτηση πριν καν δει οποιοσδήποτε έστω και μία ταινία δεν θα είχε νόημα, αλλά στις Κάννες όλοι αγαπούν να τζογάρουν ακόμη κι αν δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.

n

n

Το φιλμ του Τούρκου σκηνοθέτη ερχόταν με τη φήμη του ονόματός του μετά από ταινίες σαν το «Κάποτε στην Ανατολία» και το «Τρεις Πίθηκοι», με επική διάρκεια 3 ωρών και 16 λεπτών και την υπόσχεση μιας σπουδαίας εικονογραφίας χάρη στα τοπία της Καππαδοκίας όπου είχε γυριστεί.

Αυτό που παρέδωσε ο Τσεϊλάν όμως ήταν μια στιβαρή μεν παραβολή για την κατάσταση της Τουρκίας σήμερα, το αδιέξοδο και τη χειμερία νάρκη των διανοούμενών της, αλλά μέσα από ένα φιλμ που έμοιαζε εξουθενωτικά θεατρικό, υπερβολικά φλύαρο και κουραστικά επαναλαμβανόμενο. Χειροκροτήθηκε θερμά, αλλά βοήθησε μεγάλο μέρος της αίθουσας να αναπληρώσει αρκετό από το χαμένο της ύπνο χάρη και στη μεσημεριανή ώρα προβολής του.

Στο κόκκινο χαλί ο Τσεϊλάν και οι ηθοποιοί του εμφανίστηκαν με μαύρες κορδέλες στο πέτο για να τιμήσουν τα θύματα της τραγωδίας στο ορυχείο της πόλης Σόμα, ο υπουργός πολιτισμού της Τουρκίας ανέστειλε την επίσκεψή του στο φεστιβάλ και το Τουρκικό Κέντρο Κινηματογράφου δεν έκανε τα καθιερωμένα απογευματινά «happy hours» στο περίπτερό του. Οι πολλές μπίρες Efes Pilsen που περίσσεψαν δωρήθηκαν από τους Τούρκους στο πάρτι του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και δεν πήγαν χαμένες.

Άλλοι στο κόκκινο χαλί πάντως υπήρξαν λιγότερο διακριτικοί. Στην προβολή του «Πώς να εκπαιδεύσετε το δράκο σας 2», ενώ η ηθοποιοί που δανείζουν τις φωνές τους στους χαρακτήρες φωτογραφίζοντας χαμογελαστοί, ένας «πλακατζής» δημοσιογράφος θέλησε να δει τη θέα κάτω από το φόρεμα της Αμέρικα Φερέρα. Ούτε εκείνη ούτε η Κέιτ Μπλάνσετ δίπλα της πήραν χαμπάρι και (το φουρό ήταν μεγάλο) αλλά οι σεκιούριτι τον πέταξαν με τη βία πολύ γρήγορα, έχοντας προλάβει όμως να δημιουργήσει ένα μικρό σκάνδαλο και κάτι να κουβεντιάζουμε αυτές τις μέρες.

nn

Ακόμη και οι σκύλοι μερικές φορές συμπεριφέρονται καλύτερα από τους δημοσιογράφους, αφού ο Μπόντι, ένα ημίαιμο που πρωταγωνιστεί στο «White God» του Ούγγρου Κορνέλ Μουντρούσκο, ήταν υποδειγματικός στην πρώτη του εμφάνιση στο φεστιβάλ. Στην ταινία πρωταγωνιστεί στο ρόλο ενός σκύλου που εξεγείρεται ενάντια στους ανθρώπους μαζί με εκατοντάδες δραπέτες από το κυνοκομείο της Βουδαπέστης, σε μια ενδιαφέρουσα αλληγορία, αλλά στην αληθινή ζωή ήταν σκύλος και υπογραμμός. Πόζαρε με χάρη για τους φωτορεπόρτερ, χαριεντίστηκε με το σκηνοθέτη του και ανεβαίνοντας στη σκηνή για την παρουσίαση της ταινίας (ο πρώτος σκύλος που κάνει κάτι τέτοιο στις Κάννες, όπως είπε ο διευθυντής του φεστιβάλ), φόρεσε με χάρη το παπιγιόν του.

n

n

Πίσω στην οθόνη, όμως, μία από τις πιο αναμενόμενες ταινίες του διαγωνιστικού ήταν αναμφίβολα το «Saint Laurent» του Μπερτράν Μπονελό, ένα βιογραφικό δράμα για τη ζωή του Ιβ Σεν Λοράν που προσπαθεί να είναι κάτι παραπάνω από μια τυπική βιογραφία. Με έναν εξαιρετικό Γκασπάρ Ουλιέλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με συναρπαστική αναπαράσταση της εποχής και φυσικά υπέροχα κοστούμια, μιλά για τον Ιβ Σεν Λοράν με τον τρόπο που άλλοι θα μιλούσαν για έναν αληθινό καλλιτέχνη και κατορθώνει να κοιτάξει κάτω από την επιφάνεια του μύθου του, αλλά όχι να κάνει και μια σπουδαία ταινία.

n

Ο Τόμι Λι Τζόουνς με το «The Homesman», τη δεύτερη ταινία του ως σκηνοθέτη, κάνει ένα ακόμη γουέστερν, αυτή τη φορά τοποθετημένο στα 1850, με φόντο το ταξίδι μιας γυναίκας από τη Νεμπράσκα στο Μιζούρι, μεταφέροντας τρεις ψυχοπαθείς γυναίκες σε ένα άσυλο. Στην πορεία θα συνοδοιπορήσει με ένα μοναχικό λιποτάκτη, δύο άνθρωποι που δεν βρίσκουν τη θέση τους σε έναν κόσμο που δεν τους χωρά. Με τον ίδιο τον Τζόουνς και τη Χίλαρι Σουάνκ να δίνουν δυο ερμηνείες για βραβείο, το φιλμ ισορροπεί ανάμεσα σε μια κλασική αφήγηση ενός γουέστερν και σε μια διαφορετική, φεμινιστική ανάγνωση της Άγριας Δύσης, ποτισμένη με μελαγχολία και μαύρο χιούμορ.

n

n

Κι αν μιλάμε για ταινίες που βάζουν υποψηφιότητες για βραβείο, δεν μπορούμε παρά να μιλήσουμε για το «Le Meraviglie» της Αλίτσια Ρορβάκερ, ένα διαφορετικό φιλμ ενηλικίωσης, τοποθετημένο στην επαρχία της Ιταλίας και σε μια οικογένεια μελισσοκόμων που μοιάζει τουλάχιστον sui generis. Η νεαρή ηρωίδα του γοητεύεται από τον κόσμο έξω από το οικογενειακό της σύμπαν μαγεύεται από τη λάμψη ενός τηλεπαιχνιδιού που θέλει να ανακαλύψει την πιο παραδοσιακή οικογένεια της Ιταλίας και ανυπομονεί να ανακαλύψει τι βρίσκεται έξω από την οικογενειακή κυψέλη. Με την αμεσότητα ενός ντοκιμαντέρ και το μαγικό ρεαλισμό ενός παραμυθιού, το φιλμ της Ρορβάκερ μιλά για μια πλευρά της Ιταλίας αλλά και της Ευρώπης που εξαφανίζεται με τρόπο συγκινητικό και τρυφερό.

n

Tο «Relatos Salvajes» του Αργεντίνου Νταμιάν Σιφρόν ανήκει σε ένα κινηματογραφικό είδος που είναι πιο σπάνιο στο φεστιβάλ των Καννών ακόμη κι από τους σκύλους στο κόκκινο χαλί, αυτό της κωμωδίας. Αυτή η παραγωγή του Πέδρο και του Αγκουστίν Αλμοδόβαρ ρίχνει μια τρομερά κυνική και μαύρη ματιά στην Αργεντινή του σήμερα, αλλά και σε κάθε δυτική κοινωνία, μέσα από μικρές ιστορίες που όλες φλερτάρουν με το εξωφρενικό αλλά όλες μπορείς να τις κατανοήσεις βαθιά. Διεφθαρμένοι υποψήφιοι δημοτικοί άρχοντες, αιμοβόρες δημόσιες υπηρεσίες, αξιοσέβαστοι πολίτες δίχως ηθικές αρχές. Σας θυμίζει κάτι;

n

Η μεγαλύτερη απογοήτευση του διαγωνιστικού, πάντως, ήρθε από το «The Captive» του Ατόμ Εγκογιάν, ένα φιλμ αστυνομικής ίντριγκας και οικογενειακής τραγωδίας για την εξαφάνιση ενός νεαρού κοριτσιού και της προσπάθειας των γονιών του και της αστυνομίας να το βρουν για χρόνια. Θα ήθελε να είναι κάτι σαν τον «Prisoners» του Ντενί Βιλνέβ, αλλά καταλήγει αναληθοφανές, υπερβολικό, καθόλου αγωνιώδες, σχεδόν αξιογέλαστο.

Εκτός του διαγωνιστικού, το φιλμ που κέρδισε το πιο δυνατό χειροκρότημα ήταν με διαφορά το «Party Girl» των Μαρί Αματσουκελί, Κλερ Μπεργκέρ και Σαμουελ Τεΐς, η ιστορία μιας εξηντάρας γυναίκας που δουλεύει ακομη σε ένα καμπαρέ σε μια πόλη στα σύνορα Γερμανίας και Γαλλίας, εμπνευσμένη από την αληθινή ιστορία της πρωταγωνίστριάς του, μητέρας ενός από τους σκηνοθέτες. Έχοντας το μπαρ σαν σπίτι της και τέσσερα παιδιά με τα οποία οι σχέσεις της δεν είναι απαραίτητα καλές, θα βρεθεί σε δίλημμα όταν ένας σταθερός πελάτης της της ζητήσει να τον παντρευτεί. Μπορεί άραγε να είναι ευτυχισμένη έξω από το μικρόκοσμο της νύχτας των ποτών και των ιδιωτικών χορών για τους πελάτες της; Τρυφερό και συγκινητικό, βαθιά ανθρώπινο, το «Party Girl» είναι ένα μικρό διαμαντάκι που θα μπορούσε να είναι και ντοκιμαντέρ, αλλά γίνεται ακόμη καλύτερο μέσα από τη μυθοπλασία του.

n

Το «Le Chambre Bleu» του Ματιέ Αμαλρίκ, από την άλλη, μια μεταφορά ενός διηγήματος του Ζορζ Σιμενόν, είναι η ιστορία ενός παράνομου πάθους που θα οδηγήσει στο έγκλημα, αλλά μέσα από μια αφήγηση και μια σκηνοθετική προσέγγιση αδιαμφισβήτητα εστέτ. Πάντα ενδιαφέρον, κυρίως αισθητικά, με μερικές ερωτικές σκηνές που είχαν δώσει στο φιλμ ήδη μια φήμη πριν καν προβληθεί, παρακολουθείται με ενδιαφέρον, αλλά δίχως να ενθουσιάζει.

Εντωμεταξύ σήμερα το βράδυ, στο Un Certain Regard, θα προβληθεί το «Xenia» του Πάνου Χ. Κούτρα, η πρώτη του ταινία μετά το «Στρέλλα» και η πρώτη ελληνική συμμετοχή στο επίσημο πρόγραμμα των Καννών μετά τον «Κυνόδοντα». Αναμείνατε αύριο εντυπώσεις και εικόνες από το κόκκινο χαλί!