Κινηματογραφος

Κάποτε στο... Χόλιγουντ

Ο Ταραντίνο ξαναγράφει την ιστορία του Χόλιγουντ

Κωνσταντίνος Καϊμάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κριτική της ταινίας του Κουέντιν Ταραντίνο «Κάποτε στο... Χόλιγουντ (Once Upon a Time… in Hollywood)» από τον Κωνσταντίνο Καϊμάκη.

Διάσημος τηλεοπτικός αστέρας των 50s βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με την αφάνεια καθώς η μπογιά του φαίνεται να μην περνά πια (ο ατζέντης του προσπαθεί να τον πείσει να πάει να δουλέψει στη Ρώμη γυρίζοντας σπαγγέτι γουέστερν) και ο μόνος που τον στηρίζει είναι ο προσωπικός βοηθός και κασκαντέρ του για πολλά χρόνια. Βρισκόμαστε στις αρχές του 1969 και η Μέκκα του κινηματογράφου γνωρίζει την πιο βαθιά κρίση στην μέχρι τότε ιστορία της.

Όχι δεν είναι η καλύτερη ταινία του Ταραντίνο αφού με μια πρώτη εκτίμηση μπορούμε να βρούμε τουλάχιστον 2-3 ανώτερες του «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» δημιουργίες, ξεκινώντας με τις πρώτες του και φτάνοντας έως το «Τζάνγκο ο τιμωρός», ενώ υπάρχουν και φιλμ όπως το «Άδωξοι Μπάσταρδη» με το οποίο η σημερινή ταινία έχει στενή σχέση στο κομμάτι του αναχρονισμού που συγκινεί τον σκηνοθέτη. Το εντυπωσιακό ντεμπούτο του Ταραντίνο στο «Reservoir dogs» το 1993 έγραψε ιστορία και γέννησε αμέτρητους μιμητές (τα κωδικοποιημένα ονόματα των ληστών στο «Casa de papel» για παράδειγμα μεταξύ άλλων) ενώ το ανεπανάληπτο και βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα «Pulp fiction» συνέδεσε μοναδικά την pop κουλτούρα με την κινηματογραφική τέχνη. Έκτοτε ο Ταραντίνο ουσιαστικά γυρνά την ίδια ταινία αποθεώνοντας τη μαγική ψευδαίσθηση που φέρνει το θαύμα στην καθημερινότητα και μεταμορφώνει τους χάρτινους ήρωες του σε σύμβολα, μέσα από εξωφρενικούς ρυθμούς που προσφέρουν απύθμενη ηδονή στο θεατή. Στην ένατη ταινία του όμως ο σκηνοθέτης βρίσκεται σε περίεργη διάθεση αν όχι βαθιά περισυλλογή. Η ιστορία του κακομαθημένου τηλεοπτικού αστέρα γίνεται όχημα για να ταξιδέψουμε στο Χόλιγουντ του 1969, σε μια εντυπωσιακή ανάπλαση της εποχής που προκαλεί μεν συγκίνηση αλλά και αμηχανία ως προς το τι «θέλει να πει ο ποιητής». Ο Ταραντίνο τιμά τα ιερά τοτέμ της παιδικής ηλικίας του και προβαίνει σε μια φανταχτερή ωδή στο παλιό σινεμά. Η τεχνική αρτιότητά του είναι ως συνήθως χωρίς αδυναμίες την οποία εδώ συνοδεύει με νωχελικό –κάποιοι θα το πουν cool– στιλάκι, βάζοντας το χέρι του ακόμη και στο ξαναδιάβασμα της ιστορίας προκειμένου να επιτευχθεί το ζητούμενο, χολιγουντιανό happy end. Σφιχτή αφήγηση, ανάπλαση μιας ρομαντικής εποχής μέσω μιας ανεξάντλητης παρέλασης συμβόλων, καλοδουλεμένοι διάλογοι, ψαγμένοι χαρακτήρες. Το γνωστό σινεμά του σκηνοθέτη δηλαδή. Όμως στην επιστροφή του στο παλιό Χόλιγουντ ο Ταραντίνο –που ταυτόχρονα στοχάζεται πάνω στο θέμα της βίας και της Τέχνης- επιλέγει να βασιστεί σε 3 πρόσωπα για να δείξει πώς οδηγηθήκαμε στο τέλος της αθωότητας και του παραδοσιακού, αναλογικού σινεμά. Τον ανασφαλή και εγωισταρά σταρ του Ντι Κάπριο, τον αφοσιωμένο υπηρέτη-κασκαντέρ του (ο Μπραντ Πιτ σε ρόλο ζωής), την αθώα και πανέμορφη θέα της Μάργκο Ρόμπι που υποδύεται την αδικοχαμένη Σάρον Τέιτ, σύζυγο του Πολάνσκι. Μπροστά από τα μάτια τους παρελαύνει όχι μόνο η ψευδαίσθηση της βιομηχανίας του θεάματος αλλά και ο πόλεμος του Βιετνάμ, οι χίπις, η συμμορία του Μάνσον, η ψυχεδέλεια, τα drugs και φυσικά η βία. Ο Ταραντίνο στέκει για πρώτη φορά άβολος απέναντι στη βία. Προσπαθεί να καταλάβει τι τον γοητεύει σε αυτή και μας βάζει για πρώτη φορά σε θέση συνένοχου. Όπως ηδονίζεται κι εκείνος, έτσι κι εμείς. Για πρώτη φορά νιώθει αμηχανία, αν όχι απέχθεια, στη σαδιστική βία. Την κριτικάρει και προσπαθεί να την ξορκίσει με ψυχολογικούς αλλά και ταξικούς όρους. «Πάμε να σφάξουμε τα γουρούνια στις βίλες τους για το κακό που μας έκαναν. Αυτοί μας μύησαν στη βία μέσω των ταινιών τους» λένε τα μέλη της συμμορίας του Μάνσον πριν εξαπολύσουν την οργή τους στο εξωφρενικό –από όποια γωνία και αν το δεις– και αιματοβαμμένο φινάλε. Στο «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» ο Ταραντίνο σοβαρεύει αλλά δεν ωριμάζει. Η ωριμότητα αργεί ακόμη για τον 56χρονο σκηνοθέτη από το Τένεσι που δείχνει εδώ πάντως σημάδια υπαρξιακής κρίσης και βαθιάς περισυλλογής. Το είπαμε και στην αρχή. Η ταινία μπορεί να είναι η πιο προσωπική του (αυτές οι μνήμες) αλλά σε καμιά περίπτωση η καλύτερή του.