Κινηματογραφος

Η απόσταση ανάμεσα στον Βασίλη Κεκάτο και τον Χρυσό Φοίνικα

Με την ταινία του «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς» έγινε ο πρώτος Έλληνας που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα καλύτερης ταινίας μικρού μήκους. Μιλήσαμε μαζί του

Φιλίππα Δημητριάδη
ΤΕΥΧΟΣ 705
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον Βασίλη Κεκάτο για την queer ταινία του «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς», που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα καλύτερης ταινίας μικρού μήκους στο Φεστιβάλ των Καννών

Από το μπαλκόνι του στην Κυψέλη, από το οποίο τα τελευταία περίπου 10 χρόνια παρακολουθούσε την τελετή απονομής των Καννών σε live streaming με την ίδια έξαψη που οι ποδοσφαιρόφιλοι βλέπουν Champions League, ο σκηνοθέτης Βασίλης Κεκάτος βρέθηκε στη σκηνή της 72ης διοργάνωσης για να παραλάβει τον Χρυσό Φοίνικα καλύτερης ταινίας μικρού μήκους από τα χέρια της Κλαιρ Ντενί, που ήταν φέτος πρόεδρος της κριτικής επιτροπής της Cinefondation και του διαγωνιστικού μικρού μήκους.

Η ανοδική του πορεία ξεκίνησε με τον «Ανάδρομο» στο Φεστιβάλ Δράμας, το «Zero Star Hotel» που έχει διακριθεί ως μία από 15 καλύτερες στον κόσμο στον διαγωνισμό Sundance Ignite και συνεχίστηκε με τη διεθνώς αναγνωρισμένη «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν», με την οποία συμμετείχε μεταξύ άλλων στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ του Λοκάρνο και στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ του Σάντανς.

Φτάνει στο ραντεβού μας έχοντας ξεπεράσει μία μικρή αδιαθεσία που μάλλον οφείλεται στην υπερένταση των ημερών του φεστιβάλ κρατώντας ένα πλαστικό φοίνικα παιχνίδι. «Μου τον έδωσε ο ανιψιός μου πριν φύγω για τις Κάννες με την προϋπόθεση, αν γυρίσω με τον Χρυσό, να του τον δώσω και να κρατήσω εγώ τον πλαστικό» σημειώνει γελώντας για τον σκληρό διαπραγματευτή ανιψιό και ομολογεί πως το παιχνιδάκι αυτό στάθηκε μάλλον το γούρι του. Ενδεχομένως να έχει ήδη βαρεθεί να περιγράφει πώς ένιωσε τη στιγμή της ανακοίνωσης του ονόματός του κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής, απαντά ωστόσο με ενθουσιασμό.

«Όταν ακούστηκε το όνομά μου από την Κλαιρ Ντενί σηκώθηκα νομίζοντας ότι ζω σε όνειρο, δεν καταλάβαινα τι γινόταν, τα έκανα όλα πολύ μηχανικά», © Θανάσης Καρατζάς

«Με τον κολλητό μου, τον Γιώργο Βαλσαμή, ο οποίος είναι και διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας όπως και των προηγούμενων ταινιών μου, κάθε χρόνο παρακολουθούμε την τελετή απονομής των Καννών από το μπαλκόνι μου στην Κυψέλη, οπότε ήταν φοβερά συγκινητικό το ότι βρεθήκαμε υποψήφιοι στο Palais des festivals. Για αυτό το λόγο, καθώς μπορούσα να διαλέξω μόνο έναν άνθρωπο να κάτσει δίπλα μου, διάλεξα φυσικά τον Γιώργο. Όταν ακούστηκε το όνομά μου από την Κλαιρ Ντενί –κάτι που έχει τεράστια σημασία για μένα– σηκώθηκα νομίζοντας ότι ζω σε όνειρο, δεν καταλάβαινα τι γινόταν, τα έκανα όλα πολύ μηχανικά, ήμουν εντελώς απροετοίμαστος, δεν είχα ετοιμάσει λόγο, ήμουν βέβαιος ότι δεν θα πάρουμε τον Φοίνικα. Κατάλαβα ότι η ταινία ξεχώρισε στην προβολή, αλλά σκέφτηκα ότι απ’ όλες τις ταινίες δεν πρόκειται να τον δώσουν σε μία τόσο απλή ταινία, σε μία απλή ερωτική ιστορία, περίμενα ότι θα πάει σε μία με περισσότερα επίπεδα. Αγκάλιασα λοιπόν την Κλαιρ Ντενί, ένιωσα μία τεράστια ανακούφιση όταν μου είπε στο αυτί “αγαπητέ μου, ήταν ομόφωνο”, κάτι που μέτρησε πολύ για μένα, και απλώς άρχισα να μιλάω γαλλικά, χωρίς να το έχω σχεδιάσει, ένιωσα τιμή που βρίσκομαι σε αυτή τη χώρα και θέλησα να μιλήσω στη γλώσσα τους. Μετά πήγα στα backstage και συνάντησα άπειρους ανθρώπους που έχω συνηθίσει να τους βλέπω στη μεγάλη οθόνη και αισθάνθηκα σαν το ψάρι έξω από το νερό».

Τη χαρακτηρίζεις μία απλή ταινία και σε άλλες συνεντεύξεις σου έχεις δηλώσει ότι δεν νιώθεις ότι πρωτοτυπείς με το θέμα της. Μήπως όμως η τέχνη οφείλει να ασχολείται ακριβώς με το απλό και καθημερινό;
Αυτό που έχει εντέλει ενδιαφέρον και αυτό που κάνει τέτοιες ταινίες να ξεχωρίζουν είναι ότι μπορούμε να βρούμε την πίστη στα πολύ απλά πράγματα. Μπορεί η ιστορία μου να είναι ένα boy meets boy, αλλά στο τέλος της ημέρας είναι πολλά παραπάνω, καταλήγει μέσα από το φιλμ κάτι πολύ κανονικό, να γίνεται φοβερά μαγικό.

Συμβαίνει αυτό γιατί μπορεί ο καθένας να ταυτιστεί βλέποντας μία τέτοια ιστορία;
Γενικώς ναι, ειδικώς θα σου πω κάτι το οποίο για μένα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Πολλοί άνθρωποι που είδαν την ταινία, κατά βάσει straight, μου είπαν ότι δεν κοίταζαν καν αν είναι δύο αγόρια, έβλεπαν απλά δύο ερωτευμένους ανθρώπους και αυτό για μένα είναι πολύ σπουδαίο. Προφανώς η ταινία είναι μία queer ταινία και αισθάνομαι πολύ περήφανος που καταφέραμε και το αποτυπώσαμε οι συνεργάτες μου κι εγώ με σεβασμό απέναντι στην κοινότητα. Στην ουσία ναι, ο καθένας κάνει τις δικές του αναφορές και πιο πολύ του μένει το συναίσθημα παρά αυτό που βλέπει μπροστά του.

Βλέπουμε την ακροδεξιά να ανεβαίνει, όχι μόνο σε όλη την Ευρώπη αλλά παγκοσμίως, και γνωρίζουμε όλοι ότι στο στόχαστρο τέτοιων μορφωμάτων βρίσκεται η LGTBQI+ κοινότητα. Πόσο σε απασχολεί το γεγονός, πρώτα ως άνθρωπο και έπειτα ως καλλιτέχνη;
Η άνοδος της ακροδεξιάς παγκοσμίως είναι ένα πράγμα το οποίο δε θα ’λεγα ότι με εκπλήσσει. Η αλήθεια είναι πως όλοι μας, και εγώ σαν καλλιτέχνης, πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να το σταματήσουμε αυτό. Δεν μπορούμε να πάμε στον κόσμο και να πούμε τι να μην ψηφίσει, δεν λειτουργεί έτσι, αλλά νομίζω ότι αν όλοι, χωρίς να κάνουμε βαριές πολιτικές δηλώσεις, με πολύ απλές κινήσεις και με αγάπη, δώσουμε το παράδειγμα, μπορεί να αλλάξει η κατάσταση. Δεν θέλει κάτι ακραίο, επαναστατικό και αιματηρό. Σιγά-σιγά και με ευαισθησία τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν.

 

 

Μπορεί, δηλαδή, η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο;
Δεν πιστεύω ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί να αλλάξει μερικούς ανθρώπους και αυτοί με τη σειρά τους να αλλάξουν κάποιους άλλους και σταδιακά να αλλάξει ο κόσμος. Αλλά φυσικά και πιστεύω ότι η τέχνη έχει αυτή τη δυναμική για αυτό και την υπηρετώ.

Έχεις δηλώσει ότι η ταινία είναι ένα ομάζ στον θείο σου, που είναι ομοφυλόφιλος, τα «Ψάρια» ήταν ένα ομάζ στον παππού σου. Πόσο εύκολο ή ενδοσκοπικό είναι να μεταφέρεις τις οικογενειακές αναφορές σε μία ταινία; Κρίνεις μετά τους ανθρώπους με τους οποίους μεγάλωσες διαφορετικά;
Έχει ενδιαφέρον η φράση με την οποία ξεκινάει η Άννα Καρένινα του Τολστόι: «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Η δική μου οικογένεια έχει ζήσει πάρα πολύ πόνο. Προσωπικά υπήρξα τυχερός, μεγάλωσα στα πούπουλα που λένε, αλλά οι προηγούμενες γενιές, ο πατέρας μου και ο θείος μου, πέρασαν πολύ δύσκολα. Ήταν σε μία οικογένεια μεταναστών στην Αυστραλία και όταν γύρισαν εδώ, λίγο πριν τα 16 του, ο θείος μου αποφασίζει να κάνει come out, στην Αθήνα του 1970 που ήταν επαναστατικό να φιλήσεις ένα κορίτσι στο δρόμο, πόσο μάλλον να είσαι gay. Ένα βράδυ μάζεψε την οικογένειά του στο σαλόνι και είπε «λοιπόν, ο φίλος μου ο τάδε που έρχεται εδώ και παίζουμε, δεν είναι απλά φίλος μου», αυτό για μένα είναι το πιο rock n’ roll πράγμα που έχει συμβεί στην οικογένειά μου. Συνεπώς, οφείλω ένα ομάζ στον θείο μου, αυτό και το πώς ευαισθητοποίησε τους γονείς μου αργότερα για να του ανοίξουν την πόρτα και να τρώμε με τον σύντροφό του σε κάθε γιορτή, μου έμαθε ότι τα πάντα μπορούν να είναι κανονικά. Ότι αν κάποιος είναι gay, trans οτιδήποτε, είναι δική του δουλειά και το μόνο που έχει σημασία είναι πώς συμπεριφέρεται στον περίγυρό του. Είναι κάπως επίπονο να αναμοχλεύεις τα πράγματα στην οικογενειακή ιστορία για να δεις τι συνέβη στην πραγματικότητα, αλλά έχει ενδιαφέρον γιατί βλέπεις γιατί είσαι αυτός που είσαι σήμερα.

Σε ένα ποστ σου στο Facebook γράφεις κάτι πάρα πολύ ωραίο για τα βενζινάδικα, τον τόπο στον οποίο διαδραματίζεται η «Απόσταση», το πώς σε συγκινούν. Αυτό με έκανε να σκεφτώ ότι ένα βενζινάδικο μπορεί να μη λέει τίποτα σε κάποιον άλλο, όμως εσύ το βλέπεις αλλιώς και αναρωτήθηκα πότε ξεκίνησες να έχεις μία σκηνοθετική θέαση των πραγμάτων.
Η στιγμή που άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο βλέπω τα πράγματα ήταν γύρω στα 18 μου, όταν άρχισα να διαβάζω ποίηση. Ενώ αγαπώ πολύ τη λογοτεχνία και την πεζογραφία, η ποίηση είναι η μεγάλη μου αδυναμία γιατί είναι μία άλλη γλώσσα να ερμηνεύεις τον κόσμο. Θυμάμαι ότι από τότε που διάβασα Τούμας Τράνστρεμερ, έναν πολύ σπουδαίο σουηδό ποιητή, ο οποίος έλεγε σε ένα στοίχο του «Και ο άνεμος έκανε ποδήλατο ήσυχα ανάμεσα στα δέντρα», ποτέ ξανά δεν αντιλήφθηκα ένα απλό αεράκι με τον ίδιο τρόπο. Αυτό αρχίζει μετά και γίνεται ένα είδος γυαλιών μυωπίας με τα οποία βλέπεις τον κόσμο πιο καθαρά, εμβαθύνεις στα πράγματα και δεν μένεις στην επιφανειακή τους όψη.

«Πολλοί άνθρωποι που είδαν την ταινία, κατά βάσει straight, μου είπαν ότι δεν κοίταζαν καν αν είναι δύο αγόρια, έβλεπαν απλά δύο ερωτευμένους ανθρώπους», © Θανάσης Καρατζάς

Σκηνοθετείς ποτέ τις στιγμές στη ζωή σου χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι γύρω σου;
Αν και θα προδοθώ σε πολύ κόσμο, ναι, το κάνω. Προσποιούμαι ότι δεν, αλλά το κάνω. Δεν υπάρχει επίσης στιγμή που να περπατάω στον δρόμο και να μην σκέφτομαι ποια μουσική ταιριάζει με τον τρόπο που περπατάω και το περιβάλλον στο οποίο βρίσκομαι. Σίγουρα πολλές φορές θα αλλάξω τον τρόπο που θα θέσω κάτι γιατί έτσι ακούγεται πιο ωραία και θα μπορούσε να ταιριάζει σε μία σκηνή. Επίσης, όταν μιλάω με ανθρώπους σκέφτομαι τα κοντινά τους πλάνα. Γίνεται ασυνείδητα συνέχεια. Σκέφτομαι, δηλαδή, αυτό το κορίτσι μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην είναι όμορφο, αλλά κοίτα τι ωραία αυτιά που έχει, ένα κοντινό εκεί στο αυτί θα μπορούσε να είναι ένα θαύμα και να ανακαλύψεις εκ νέου την ομορφιά αυτού του κοριτσιού και να τη δείξεις στους άλλους.

Είπες ότι στο μυαλό σου παίζει η μουσική, όταν περπατάς. Αν ήταν να βάλεις ένα soundtrack σε όλη την εμπειρία από τις Κάννες, από την υποψηφιότητα μέχρι την απονομή, ποιο θα ήταν αυτό;
Άκουγα πολλή μουσική εκείνες τις μέρες, άρα θα είναι πιο ειλικρινές να σου πω τι ακριβώς έπαιζε στο κινητό μου. Suicide και συγκεκριμένα το «Sweetheart», και μάλιστα όσο ήμασταν εκεί έλεγα στους φίλους μου και τους συνεργάτες μου «ορίστε το soundtrack της μεγάλου μήκους που ετοιμάζω», και κάπως έτσι σκεφτόμουν ήδη το επόμενο βήμα. Η μεγάλου μήκους εκκινεί από τη μικρού μήκους, είναι δηλαδή η εξέλιξη της ιστορίας, αν στο ένα λοιπόν το soundtrack είναι το «I Surrender» των Suicide, εδώ είναι το «Sweetheart».

Είναι αλήθεια ότι η «Απόσταση» γυρίστηκε σε μία μέρα;
Σε ένα βράδυ. Ξεκινήσαμε απόγευμα και φύγαμε χάραμα.

Είναι εφικτό ή ήταν μία δική σου έμπνευση το να πιάσεις για παράδειγμα τη στιγμή;
Όχι, έγινε κατ’ ανάγκη. Δεν είχαμε χρήματα. Το να μην έχεις χρήματα, όταν κάνεις μία μικρού μήκους, είναι πολύ φτηνή δικαιολογία. Δεν ισχύει στις μεγάλου μήκους, φυσικά. «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν» ήταν μία γαλλική συμπαραγωγή, ακραία για τα ελληνικά δεδομένα, μία ταινία πολύ υψηλού μπάτζετ. Δεν θέλω να το ξαναπεράσω αυτό στη ζωή μου, να περιμένω να χρηματοδοτηθώ για δύο χρόνια για να κάνω μία μικρού μήκους. Αποφάσισα να πιάσω τη στιγμή και να πω εγώ τώρα θέλω να την πω αυτή την ιστορία, πόσα έχω; Τόσα, πάμε να την κάνουμε. Ένα βράδυ; Ένα βράδυ. Αυτό είχαμε, αυτό κάναμε, το γεγονός ότι μας απογείωσε σε αυτό το σημείο προφανώς και δεν το περιμέναμε, αλλά όταν μπαίνεις με τόσο έρωτα μες στα πράγματα, ανταμείβεσαι. Για αυτό και συμβουλεύω όλους τους νέους δημιουργούς να κάνουν ταινίες με ό,τι έχουν, ακόμα και με τα κινητά τους, και μπορεί να τους φτάσει οπουδήποτε.  

«Ο κόσμος περιμένει πράγματα από μένα και δε θέλω να απογοητεύσω ούτε εκείνους, ούτε τον εαυτό μου», © Θανάσης Καρατζάς

Δουλέψαμε πολύ σκληρά για αυτή την ταινία. Μπορεί να γυρίστηκε σε ένα βράδυ, αλλά προηγήθηκαν 50 ώρες προβών για 6 λεπτά διάλογο. Είχαμε κατακτήσει από πολύ νωρίς ότι η ταινία θα γίνει σωστά. Να σου πω εδώ και δύο παραλειπόμενα γιατί πάντα υπάρχουν. Τραβάγαμε δίπλα από τα διυλιστήρια. Βέβαια στη σκηνή που γυρίζαμε δεν φαίνονταν καν, φαινόταν η θάλασσα, αλλά ήρθαν και μας δέσανε που οκ, είναι και λογικό, οι άνθρωποι ψάρωσαν, σου λέει τι κάνουν αυτοί με τις κάμερες. Μας σταμάτησαν και πήγαμε να χάσουμε το magic hour. Εντέλει με πολύ κόπο μας άφησαν να κάνουμε δύο λήψεις και ήμασταν αρκετά τυχεροί να έχουμε τη σκηνή που θέλαμε.

Το άλλο με έχει ζαλίσει ο πατέρας μου να το πω γιατί το έχει ανακαλύψει ο ίδιος, μου λέει όλο δίνεις συνεντεύξεις και δεν το λες πουθενά. Ακούγεται μεταφυσικό κι εγώ δεν πιστεύω σε αυτά, αλλά το βενζινάδικο στο οποίο γυρίστηκε η ταινία λέγεται «Μενέλαος 72» και φέτος ήταν οι Κάννες 72. Έτσι ο πατέρας μου πιστεύει ότι ήταν καρμικό.

Είναι βαρύ να είσαι ο πρώτος Έλληνας με αυτή τη διάκριση στις Κάννες αυτή τη στιγμή;
Όχι, είναι ευχάριστο. Θα ήταν εξίσου ευχάριστο να είχαν προηγηθεί κι άλλοι και εύχομαι η δική μου βράβευση να ανοίξει τον δρόμο και για άλλες ταινίες. Φυσικά δεν είμαι ο πρώτος που ανοίγει τον δρόμο, είμαι ο πρώτος που ανοίγει τον δρόμο στις Κάννες, έχουν βραβευθεί πολλοί Έλληνες σε μεγάλα φεστιβάλ, η Ζακλίν Λέντζου πέρυσι ήταν στη Semaine de la Critique και ήταν μία πολύ σπουδαία βράβευση για το νέο ελληνικό σινεμά. Είναι πολύ προσωπικό το βάρος που νιώθω, όχι επειδή είμαι ο πρώτος, αλλά επειδή το πήρα και έχει σημασία τώρα ποιο θα είναι το επόμενο βήμα μου γιατί ο κόσμος περιμένει πράγματα από μένα και δεν θέλω να απογοητεύσω ούτε εκείνους, ούτε τον εαυτό μου.

Τελικά τα βραβεία σημαίνουν κάτι;
Φυσικά σημαίνουν, πολλά πράγματα. Όταν ήμουν υποψήφιος ακόμα, δεν ασχολήθηκε κανένας. Υπήρχαν οι άνθρωποι που κατάλαβαν τη σημασία αυτού του πράγματος και γιόρτασαν μαζί μου, αλλά είμαι βέβαιος ότι αν δεν γυρνούσα με το βραβείο πάλι δεν θα ασχολούνταν κανείς. Ο κόσμος λοιπόν περιμένει το βραβείο και με ρωτάς αν σημαίνει κάτι αυτό; Σίγουρα σημαίνει κάτι για το κοινό. Για μένα το βραβείο σημαίνει ότι ίσως πλέον μπορώ να κάνω τη δουλειά μου με μεγαλύτερη ευκολία και αυτό είναι το σπουδαιότερο.

Νέος σκηνοθέτης στην Ελλάδα του 2019. Έχεις λυγίσει ποτέ και να πεις «αυτό ήταν, τα παρατάω».
Ποτέ. Αν τα παρατήσω δεν θα είναι επειδή δεν βλέπω φως, αλλά επειδή δεν θα γουστάρω πια να κάνω ταινίες. Δεν ξέρω αν θα γουστάρω να κάνω ταινίες σε 10 χρόνια, σήμερα είναι το μόνο πράγμα που θέλω να κάνω. Σε 10 χρόνια μπορεί να γυρίσω στο νησί μου (σ.σ. Κεφαλονιά) και να γράφω ποιήματα. Ή μάλλον το plan B μου είναι να ανοίξω στο Αργοστόλι μία πιτσαρία και να την ονομάσω A pizza Pong, από τον σκηνοθέτη Απιτσατπόνγκ Βερασεθακούλ και το plan C να ανοίξω ένα γκαράζ.

Ποιος είναι ο ιδανικός τόπος για να γυρίσεις μία ταινία;
Το Τέξας. Και ευελπιστώ να γυρίσω ένα κομμάτι της μεγάλου μήκους μου εκεί.

Γιατί σε μάγεψε τόσο;
Γιατί είναι το απόλυτο τίποτα και είναι αρκετά ευρύχωρο για να χωρέσει τα πάντα. Δεν είμαι σκηνοθέτης της πόλης. Είμαι σκηνοθέτης της ερημιάς, του τοπίου. Αυτό κάνει μέσα μου τα πράγματα να κινούνται, όχι το αστικό τοπίο. Αυτή τη στιγμή βλέπω αυτή την πολυκατοικία απέναντί μου, δεν είναι ο καμβάς που θα  χρησιμοποιούσα για να αφηγηθώ μία ιστορία. Με νοιάζει το τοπίο και το Τέξας είναι no man’s land.

«Συμβουλεύω όλους τους νέους δημιουργούς να κάνουν ταινίες με ό,τι έχουν, ακόμα και με τα κινητά τους, και μπορεί να τους φτάσει οπουδήποτε», © Θανάσης Καρατζάς

Μένεις όμως στην Κυψέλη, στην πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας, δεν σε ενέπνευσε ποτέ αυτό;
Όχι, γιατί εκεί είναι το μέρος που ζω και εκεί δεν εμπνέομαι απαραίτητα, είναι η καθημερινότητά μου. Μου αρέσει πολύ που ζω ήσυχα εκεί, μ’ αρέσει να ζω με ανθρώπους, αλλά όταν είναι να δημιουργήσω θέλω να είμαι στο πουθενά και το landscape των ιστοριών μου θέλω να είναι το πουθενά.

Πιστεύεις ότι παίζει ρόλο σε αυτό το ότι μεγάλωσες στην Κεφαλονιά;
Πολλοί γιατροί υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι στις πόλεις αποκτούν μυωπία επειδή το μάτι σταματά σε πολύ κοντινές αποστάσεις, ενώ οι άνθρωποι στην επαρχία όχι, οπότε νομίζω ότι το μάτι μου έχει συνηθίσει να μη σταματάει πουθενά.

Τελευταία, ζούμε σε έναν κυκεώνα πολιτικής ορθότητας, όλοι και οι δηλώσεις τους μπαίνουν κάτω από το μικροσκόπιο. Βρισκόμαστε σε μία στιγμή, λοιπόν, που αποκηρύσσουμε πολύ εύκολα τα είδωλά μας λόγω δηλώσεων ή πράξεών τους. Τελικά, μπορούμε να αποκόψουμε τον καλλιτέχνη από το έργο του;
Ναι, τον αποκόβουμε. Όταν κάτι περνάει στη λαϊκή κουλτούρα, ο δημιουργός δεν έχει καμία σχέση. Όταν ο Michael Jackson γράφει ένα τραγούδι από τη στιγμή που κυκλοφορεί δεν είναι δικό του, είναι δικό μας. Έχει τελειώσει η σχέση μας με τον Michael Jackson, υπάρχει μόνο η μουσική του και η καλλιτεχνική του κληρονομιά. Αν λέγαμε π.χ. ότι δε μας ενδιαφέρει το έργο αλλά μόνο ο άνθρωπος, τότε δε θα έπρεπε να ξαναδούμε ταινία της Disney. Ποιος το κάνει αυτό; Είναι εύκολο να αποκηρύξεις τον Τρίερ, γιατί δεν αρέσει σε πάρα πολύ κόσμο, τι θα γίνει όμως όταν αποκηρύξουμε τον Έγκον Σίλε, τον Πικάσο και τον Γουολτ Ντίσνεϊ; Θεωρώ ότι υπάρχει πολύ υποκρισία σε αυτή την κουβέντα. Για μένα η πολιτική ορθότητα σημαίνει το τέλος του διαλόγου.

Μπορεί να σημαίνει και το τέλος της τέχνης;
Τίποτα δεν σημαίνει το τέλος της τέχνης, η τέχνη πάντα θα βρίσκει τρόπους να επανεφεύρει τον εαυτό της και με πολύ ύπουλους τρόπους να τρυπώνει μες στις καρδιές μας.