Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Είναι ελευθερία ή παγίδα αυτό που ζούμε; Δεν είμαι σίγουρος. Ο κόσμος ήταν κλεισμένος σ’ ένα κλουβί στη σιωπή, χωρίς να εξωτερικεύει λέξεις ή ήχους και ξαφνικά έχει περισότερες ελευθερίες που δεν ξέρει τί να κάνει με αυτές, νιώθει χαμένος. Μετά από 50 χρόνια σκληρής στρατιωτικής δικτατορίας συνηθίσαμε να αυτοπεριοριζόμαστε, να υπομένουμε. Σιγά σιγά μαθαίνουμε να είμαστε πιο ελεύθεροι και να εμπιστευόμαστε την αλήθεια μας». Αυτά μου έλεγε ένας φίλος στη Γιανγκόν τον Αύγουστο του 2018, τρία χρόνια μετά τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές του 2015. Σήμερα, οι ανησυχίες εκείνης της εποχής μοιάζουν να βουλιάζουν στην αβεβαιότητα του νέου πραξικοπήματος.
Θυμάμαι στις πρώτες μου επισκέψεις στη Μιανμάρ που ξεκίνησαν πριν από 15 χρόνια, να με ξεγελούν τα διάπλατα χαμόγελα των ανθρώπων, αυτά που πιθανώς είδατε στο ταξίδι σας ή σε ταξιδιωτικές εκπομπές, γιατί τα πράγματα ήταν διαφορετικά: εκεί που έπαιρνα το δείπνο μου σε κάποια ταβέρνα, σηκωνόταν για παράδειγμα μία κοπέλα από διπλανό τραπέζι και καθώς με προσπερνούσε, ψιθύριζε «δεν είμαι ελεύθερη». Εκεί που περπατούσα στον δρόμο, περνούσε κάποιος δίπλα μου με ένα ποδήλατο κι έλεγε, «σε παρακαλώ, βοήθησέ μας, υποφέρουμε». Εκεί που έπινα το τσάι μου σε κάποιο παραδοσιακό καφέ, πίσω από την πλάτη μου άκουγα «είναι άγρια χούντα, κινδυνεύουμε».
Εδώ και 6 δεκαετίες, ο στρατός της Μιανμάρ, ο λεγόμενος Τατμαντάου, ελέγχει απολυταρχικά 51 εκατομμύρια ζωές, κακοποιεί και βιάζει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στη χώρα υπάρχουν 135 επίσημες εθνοτικές ομάδες και κάποιες ακόμη ανεπίσημες, πολλές από τις οποίες ήταν ή είναι σε εμφύλιο πόλεμο με τον βιρμανικό στρατό, ο μεγαλύτερος σε διάρκεια εμφύλιος στον κόσμο. Ολόκληρος ο πληθυσμός έμεινε αποκλεισμένος από κάθε σύνδεση με το εξωτερικό μέχρι το 2012, χωρίς δικαίωμα να ταξιδεύει, να σερφάρει στο διαδίκτυο, να έχει πρόσβαση σε βιβλία που θέλει ή να δημιουργεί σχέσεις με επισκέπτες. Απαγορεύτηκαν οι πολιτικές συζητήσεις, οι φιλοξενίες και φυσικά ο λαός δεν είχε καμία ουσιαστική πρόσβαση στις πηγές πλούτου του τόπου – ήταν απλώς και μόνο μηχανή εξόρυξης. Χωρίς βασικά δικαιώματα, έμαθε να ζει την κάθε μέρα στο όριο της επιβίωσης και στο φόβο της απώλειας.
Το 1988 επέστρεψε για λίγο από την Αγγλία η κόρη ενός εθνικού ήρωα, η Αούνγκ Σαν Σου Κι, μία γυναίκα μικροσκοπική με χαρισματικό λόγο και τολμηρό πνεύμα. Δεν είχε σκοπό να μείνει για καιρό αλλά τη συνεπήρε η μεγάλη εξέγερση της χρονιάς εκείνης και από τότε αφοσίωσε τη ζωή της στον εκδημοκρατισμό της Μιανμάρ. Έγινε σύμβολο ειρήνης μέσα και έξω από τη χώρα. Χιλιάδες ακτιβιστές βασανίστηκαν στις φυλακές της Μιανμάρ και οι περισσότεροι απελευθερώθηκαν με αμνηστία ανάμεσα στο 2010 και στο 2012, όταν ο στρατός αποφάσισε να ανοίξει τη χώρα, να επιτρέψει εκλογές και να «αποκαταστήσει» την εικόνα του στη διεθνή κοινότητα. Τότε για πρώτη φορά επιτράπηκαν στο το ευρύ κοινό το διαδίκτυο και η κινητή τηλεφωνία. Ήταν ένα πολιτιστικό σοκ για τον λαό, καθώς πριν αυτά αποτελούσαν είδος πολυτελείας.
Ο στρατός δεν σταμάτησε να ελέγχει και να χειραγωγεί. Μετά τη νίκη του κόμματος της Αούνγκ Σαν Σου Κι (NLD) το 2015, στόχευσε στη διχόνοια του λαού και στην εθνοκάθαρση της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια, στην οποία η Σου Κι δεν φάνηκε να αντιδρά. Έτσι, από σύμβολο ειρήνης, η αρχηγός του NLD παρουσιάστηκε ως μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, όχι τόσο στο εσωτερικό αλλά στη διεθνή κοινότητα.
Η σχέση μου με τη Μιανμάρ αναπτύχθηκε ακαριαίως και οφείλεται στους σπουδαίους ανθρώπους που γνώρισα, στην ιστορικότητα της χρονικής περιόδου που βίωσα εκεί και επιπλέον σε μια ανεξήγητα έντονη έλξη. Η αγάπη μου για τη χώρα διευρύνεται συνεχώς αυτά τα δεκαπέντε χρόνια, είναι μία από τις πιο μακροχρόνιες σχέσεις που έχω δημιουργήσει, και σίγουρα η μεγαλύτερη φωτογραφική μου δέσμευση. Όπως όλες οι σχέσεις, έτσι κι αυτή έχει όμορφες και άσχημες πλευρές, η εκτίμηση και ο θαυμασμός μου παραμένουν ανέγγιχτα στο χρόνο. Έφευγα από τη χώρα και σκεφτόμουν την ίδια στιγμή πότε θα επιστρέψω. Δεν ήθελα να μετακομίσω εκεί, αν και μου πέρασε από το μυαλό αρκετές φορές, προτίμησα να την επισκέπτομαι όσο πιο συχνά μπορούσα με φρέσκια ματιά κάθε φορά και με μια τεράστια ανάγκη να ακούσω, να μάθω, να εξερευνήσω. Ήθελα να είμαι κοντά στους ανθρώπους της, απλοί, γενναίοι, με χιούμορ και κριτική σκέψη, διψασμένοι για μάθηση και επικοινωνία, δάσκαλοι φιλίας, αιθέριες υπάρξεις γεμάτες ψυχική δύναμη.
Φωτογραφικά είναι ένας δύσκολος τόπος˙ τόσο επειδή τα πρώτα χρόνια απαγορεύονταν οι φωτοδημοσιογράφοι και έπρεπε να προσποιούμαι ότι είμαι μία ευρωπαία τουρίστρια, όσο και επειδή ο εξωτισμός περιορίζει το βλέμμα σ’ ένα επίπεδο φολκλορικό. Με τον καιρό διαπίστωσα ότι το βαθύτερο κίνητρο της φωτογραφικής μου εμμονής ήταν ο προβληματισμός μου για την ανεξαρτησία του ανθρώπου σε συνθήκες καταπίεσης. Στην αρχή έβλεπα επιφανειακά όσα συνέβαιναν, αργότερα άρχισα να εστιάζω στις μεγάλες αντιθέσεις, στον τρόμο της τιμωρίας και στη φιλοσοφία του βουδισμού, μελέτησα τον συναισθηματικό κόσμο ανθρώπων εγκλωβισμένων, κάποιοι έγιναν ήρωες της δικής μου ζωής, διαπίστωσα ότι η παράδοση επιβαρύνει σοβαρά με τον συντηρητισμό της, είδα τους ανθρώπους να πνίγονται από παντού σε βαθμό που φοβήθηκα ότι θα μπορούσαν να γίνουν βίαιοι. Μέσα από αυτή τη μακροχρόνια διαδικασία, μιας παράλληλης εξέλιξης, δικής μου αλλά και της χώρας, πήρα απαντήσεις σε ζητήματα που με προβλημάτιζαν βαθιά σχετικά με τη φύση της ελευθερίας.
Είναι Φλεβάρης του 2021 και θα ήθελα να πάρω το αεροπλάνο και να γυρίσω στη Μιανμάρ. Με κατακλύζει ένα συναίσθημα αδικίας και θυμού, με μόνη διέξοδο να ανοίγω μεγάλες συζητήσεις σχετικά με τη χώρα ώστε να συμπαρασύρω κι άλλους υποστηρικτές της δημοκρατίας. Ο στρατός, αυτή τη φορά με αρχηγό τον στρατηγό Μιν Αούνγκ Χλάιν, κάνει πραξικόπημα, την 1η Φεβρουαρίου, έξι χρόνια μετά τη δημοκρατική νίκη της Αούνγκ Σαν Σου Κι και του κόμματός της, NLD, καθώς και τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές του 2020 όπου εκείνη κέρδισε ξανά. Όσες προειδοποιήσεις κι αν υπήρχαν, οι άνθρωποι ξαφνιάστηκαν. Ο Μιν Αούνγκ Χλάιν, προφανώς με στήριξη, εκμεταλλεύτηκε τα λάθη του NLD καθώς και την παθητικότητα της καραντίνας λόγω covid 19. Με αφορμή όμως το πραξικόπημα, οι άνθρωποι ανεξαρτήτως εθνότητας, θρησκείας και ηλικίας ενώθηκαν ξανά και δηλώνουν σθεναρή αντίσταση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας. Κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά συμβαίνει: Ο στρατός δηλώνει ότι θα γίνουν επαναληπτικές εκλογές σ’ ένα χρόνο και σκοπεύει τότε να δεχτεί το αποτέλεσμα, περιορίζει κατ’ οίκον στελέχη του NLD, πυροβολεί και συλλαμβάνει διαδηλωτές, βάζει φωτιές σε μικρές πόλεις ή χωριά, ελευθερώνει κρατούμενους ανεξαρτήτως αδικήματος και ξεκινάει να κόβει το ίντερνετ περιοδικά. Ο στρατός που έχει ήδη το μεγαλύτερο ποσοστό εξουσίας σύμφωνα με το σύνταγμα, κάνει πραξικόπημα. Η αντίσταση θυμίζει τα γεγονότα του 1988.
Στην τελευταία μου επίσκεψη στη Μιανμάρ φωτογράφισα μία νεαρή γυναίκα στο υπνοδωμάτιό της. Δημιουργήσαμε ένα ασφαλές περιβάλλον και αποφασίσαμε να φωτογραφηθεί γυμνή ως ένδειξη στοργικής αποδοχής του εαυτού της και ως αντίδραση στην κακοποίηση. Δεν είχαμε όμως κάποια συγκεκριμένη ιδέα. Στο πάτωμα υπήρχε ένα κουτάκι σπίρτα και έτσι όπως μιλούσαμε, άναψε ένα και το κράτησε μέχρι να καεί. Άναψε δεύτερο και μετά τρίτο. Χωρίς και οι δύο να το συνειδητοποιήσουμε, προέκυψε ένα είδος τελετουργίας, σταμάτησαν οι συζητήσεις, μπήκαμε στον κόσμο της σιωπής, ενώ ακούγονταν μόνο νότες κιθάρας που έπαιζε ο σύντροφος της από το διπλανό δωμάτιο. Δεν έμεινε κανένα σπίρτο, σαν να έκαψε όλους τους πόνους σιγά σιγά, τους δικούς της, του φίλου της, των άλλων. Σήμερα είναι έγκυος στον ένατο μήνα και συμμετέχει στις συγκεντρώσεις ενάντια στον στρατό και στο πραξικόπημα μαζί με χιλιάδες κόσμο. Φοράει κολάν και έχει ανοίξει το πουκάμισό της να φαίνεται η υπέροχη κοιλιά της. Γράφει πάνω στην καμπύλη με κόκκινο μαρκαδόρο «Διώξτε το κακό πραξικόπημα» και κρατάει ψηλά με τα δυο της χέρια ένα χαρτόνι που λέει «Δικτάτορες εξαφανιστείτε, καταστρέφετε το μέλλον του παιδιού μου».
Κάθε φορά που επιστρέφω στη Μιανμάρ συναντώ φίλους ξανά και ξανά, είμαι περήφανη για τις πράξεις τους και τις ιδέες τους˙ δεν ονειρεύονται απλά, έμαθαν να αναπνέουν πάλι και να ζουν επιτέλους πολλά από τα όνειρα τους. Εκεί που κάποτε ήταν λίγοι εκείνοι που ύψωναν τη φωνή τους και αντιστέκονταν, σήμερα η σιωπή μισού αιώνα σπάει μαζικά, με κόστος πολλοί να χάνουν τις δουλειές τους ή ακόμη και τη ζωή τους. Δημόσιοι υπάλληλοι, φοιτητές, εργάτες, μοναχοί, καλλιτέχνες ξεσηκώνονται πεισματικά και αυτή τη φορά έχουν τα εργαλεία να ενημερώνουν και να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον. Αυτή τη στιγμή η Μιανμάρ βρίσκεται σε μία πολύ δύσκολη μάχη: από τη μία πλευρά η χούντα έχει παράδοση στην ακραία χρήση βίας, από την άλλη πλευρά ο λαός έχει αποκτήσει βαθιά σοφία. Θέλω να πιστεύω ότι οι άνθρωποι θα νικήσουν. Η ελευθερία δεν είναι αυτονόητη από την ημέρα που γεννιόμαστε, «θέλει αρετή και τόλμη» και αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να το αποδεικνύουμε κάθε στιγμή.
* Η Όλγα Στεφάτου είναι φωτογράφος και έχει επισκεφθεί πολλές φορές τη Μιανμάρ από το 2006 μέχρι πρόσφατα. Ετοιμάζει ένα βιβλίο που θα περιλαμβάνει υλικό από τις εντυπώσεις της.
Κεντρική φωτογραφία: Αγρότης της εθνότητας Σαν σε καλλιέργειες ρυζιού. Λίμνη Ίνλε, Μιανμάρ 2012. © Olga Stefatou
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού