Όσα συζητήθηκαν στα πάνελ σε video, highlights και εικόνες
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
O Χρήστος Κισατζεκιάν, οι μυθικές rock εικόνες και η ζωή του
Γεννήθηκε περίπου μαζί με το ροκ εν ρολ και μεγάλωσε γενιές μακρυμάλληδων με τις εικόνες του και τα κείμενά του, αφού στα χρόνια που δεν υπήρχαν social media ο μόνος τρόπος να μάθεις τι είχε συμβεί σε μια συναυλία ήταν οι λήψεις του στα μουσικά περιοδικά. 31 χρόνια τώρα ο Χρήστος Κισατζεκιάν φωτογραφίζει σε Ελλάδα και εξωτερικό τους μεγαλύτερους μουσικούς θρύλους, τις ανερχόμενες μπάντες, την ατμόσφαιρα των live gigs στην πόλη. Και συνεχίζει ακάθεκτος στην πρώτη γραμμή. Στη νέα του στήλη Rock Monuments στo athensvoice.gr θα βλέπουμε και θα διαβάζουμε κάθε εβδομάδα σπάνιες εικόνες, μοναδικές ιστορίες και αξέχαστες συναντήσεις με τους «ήρωες» του σκληρού ήχου. Ήταν μια καλή αφορμή να τον συναντήσουμε στο στούντιό του.
Η πιο δύσκολη συναυλία που έχεις ζήσει σαν φωτογράφος είναι…
Δύσκολη ως προς τι; Ο βαθμός δυσκολίας σε φωτογραφική κάλυψη συναυλίας μπορεί να έχει χίλια δυο πρόσωπα. Ας απαριθμήσω μερικά μονάχα: Χάλια φώτα. Δηλαδή αυτά τα άθλια κόκκινα φώτα που ουσιαστικά τυφλώνουν το κοινό και εμάς τους άμοιρους φωτογράφους, αντί να αναδεικνύουν τα πρόσωπα των καλλιτεχνών. Στριμώκωλο photo pit. Τόσο, που ποδοπατάμε ο ένας τον άλλον ώστε να αλλάξουμε καμιά γωνία λήψης στα τρία πρώτα τραγούδια. Αιφνίδια απαγόρευση φωτογράφισης κάτω από τη σκηνή και εξορισμός μας στον πύργο ηχοληψίας, εκατό μέτρα μακριά, και αρκετές φορές δίχως έγκαιρη ενημέρωσή μας ώστε να έχουμε μαζί μας τα «κανόνια» μας. Να ρίχνει τουλούμια στο Terra Vibe Park ή την Πλατεία Νερού και να μη ξέρεις πού να κρυφτείς ώστε να περισώσεις τον εξοπλισμό σου. Πόσο μάλλον να έχεις τον ξεμωραμένο Ozzy να μας σημαδεύει με το κανόνι πεπιεσμένου αφρού μετατρέποντάς μας σε… Casper; Δεκάδες οι ιστορίες το λοιπόν, ανάλογα με το είδος του «παλουκιού» μα και το μέγεθός του, αν θες!
Θα επιλέξω το πρώτο πολυήμερο διεθνές φεστιβάλ που κάλυψα στη ζωή μου: το «Monsters of Rock» στο Donington στις 17 Αυγούστου του 1996, παραθέτοντας όσο πιο λακωνικά μπορώ την Οδύσσεια που βιώσαμε με τον Χάκο Περβανίδη ως εκπρόσωποι του περιοδικού Metal Hammer… Η επανασύνδεση της αυθεντικής σύνθεσης των Kiss με τις «μάσκες» τους ήθελε φυσικά headliners, πάνω κι από τον «πληγωμένο» Πρίγκιπα του Σκότους, Ozzy, αφού δεν είχε στα αριστερά του τον Zakk μα τον διάττοντα Joe Holmes.
Τούτη η κομβική μέρα λοιπόν έμελε να ξεκινήσει στραβά κι ανάποδα, αφού ο Χάκος ξέχασε στο κατάστημα της «Warner Bros» στην Oxford Street τα ψώνια του, με ήθελε να καβαλώ το πεζοδρόμιό της με το ενοικιασμένο μας Rover, ως ξεδιάντροπος Ελληνάρας, αντιμετωπίζοντας μονομιάς την οργή τροχαίου μοτοσικλετιστή που μου μίλησε έτσι, που η μύτη του άγγιξε κυριολεκτικά τη δική μου! Όμως το χάσιμο χρόνου δεν σταμάτησε εκεί. Ελλείψει δορυφορικών πλοηγών τότε, χάσαμε το δρόμο για τη διάσημη πίστα αγώνων, γεγονός που μεταξύ άλλων μας ήθελε να απολαύσουμε πτώση αλεξιπτωτιστών της R.A.F.... Επίτρεψέ μου εδώ και μια μικρή παρένθεση για να το «τερματίσω»: Ελλείψει πλοηγού μα και κινητής τηλεφωνίας την επόμενη που ψάχναμε ώρες να βρούμε την έπαυλη του Ozzy Osbourne ώστε να του πάρουμε αποκλειστική συνέντευξη και να τον φωτογραφίσω για το εξώφυλλό μας, σταμάτησα σε κλασικό κόκκινο τηλεφωνικό θάλαμο και ζήτησα από τις πληροφορίες της ΒΤ το τηλέφωνο οικίας του John Michael Osbourne! Θεούλης δεν είμαι;
Αποτέλεσμα των καθυστερήσεών μας και αφού γλίτωσα από έμφραγμα του μυοκαρδίου στη σκέψη πως χάνουμε Fear Factory, Paradise Lost, Dog Eat Dog, Korn, Type O Negative, φτάνουμε τη στιγμή που είχαν τελειώσει και τα τρία επιτρεπόμενα στους φωτογράφους τραγούδια των Biohazard. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, έτοιμος να σκάσω, αναγκάζομαι επιπλέον να χάσω και τους Sepultura, αφού ο press manager του κραταιού φεστιβάλ μας ήθελε την ώρα εκείνη στο γραφείο του για τα photo passes των δυο πρωταγωνιστών της βραδιάς, όπου και μαθαίνω πως στους Kiss οι φωτογράφοι θα χωριστούμε σε δυο groups όντας καμιά σαρανταριά. Στα δυο πρώτα τραγούδια η πρώτη ομάδα, στα δύο επόμενα οι υπόλοιποι. Δεν είχα μαζί μου πιεσόμετρο, μα είμαι βέβαιος πως δοκιμάστηκα οριακά! Τι έκανα λοιπόν; Επέλεξα την πρώτη για σιγουριά, και αφού γάζωσα αφιονισμένα το αγαπημένο μου κουαρτέτο, εκμεταλλευόμενος τη ζαλάδα των σεκιουριτάδων, χώθηκα με «τρίπλα» και στη δεύτερη! Για την Ελλάδα ρε, γαμώτο!
Ποιος σε παρέσυρε στη φωτογραφία και ποιος στο ροκ εν ρολ;
Χα! Μήπως ο ίδιος και ο αυτός; Αναφέρομαι στον αείμνηστο, κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό μου, τον Βύρωνα. Και τούτο διότι ήταν αυτός που με την απευθείας σκοπεύσεως Minolta του με έστηνε, έντυνε κι έβαφε τα πρωινά φωτογραφίζοντάς με, και το βραδάκι με πότιζε με την αφρόκρεμα της επανάστασης του rock’n’roll: Beatles, Rolling Stones, Cream, Hendrix, Santana, Jethro Tull, Wishbone Ash, Grand Funk, Simon & Garfunkel… Συγχρόνως, αυτός και οι τρεις κολλητοί του φίλοι μαζεύονταν στο υπνοδωμάτιό μας με τα ακουστικά τους όργανα και παίζανε τραγούδια από όλους τους παραπάνω, αφήνοντας μονάχα εμένα να εισβάλω στο καταφύγιό τους. Άντε λοιπόν να ξεφύγεις από όλα αυτά!
Όμως θα ήταν σίγουρα άδικο να μην αναφέρω εδώ και τη θεμελιώδη επίδραση του πατέρα μου. Ο άνθρωπος ήταν αυθεντικός καλλιτέχνης! Ξεκίνησε ως πολλά υποσχόμενος ζωγράφος και βιολιστής, μα η φιλοτιμία του τον ώθησε να «προδώσει» τα όνειρά του εις το όνομα της οικογένειας, οπότε και έγινε ένας από τους πιο διακεκριμένους διαφημιστές του Καΐρου στην Αίγυπτο. Ως άνθρωπος-ορχήστρα λοιπόν, ανάμεσα στα όσα κατάφερνε, ήταν και στουντιακός φωτογράφος προϊόντων, με μια αρχετυπική διοπτική reflex Rolleiflex που κληρονόμησα. Ήταν αυτός λοιπόν που μου έδινε τα ληγμένα του ασπρόμαυρα 120 films, έτσι ώστε να τραβάω κατά βούληση με μια Voigtländer, να τυπώνει δείγματα (contacts) και πάνω σε αυτά, να σημειώνει-κροπάρει με μαρκαδόρο τις καλύτερες εικόνες με σκοπό να τις τυπώσουμε μεγάλες… Τα λόγια περιττεύουν. Ώρες καθόταν και μου επανακαδράριζε τις φωτογραφίες μου πάνω στο μεγάλο του σχεδιαστήριο ώστε να με γαλουχήσει στο να αποφεύγω τις περιττές πληροφορίες, τα «σκουπίδια», τον οπτικό «θόρυβο»… Αν είμαι ό,τι είμαι, κι αν τα κάδρα μου είναι πιο «σφικτά» κι από στρείδι λοιπόν, το φταίξιμο είναι δικό του!
Από τις εκατομμύρια φωτογραφίες που έχεις τραβήξει για ποια είσαι πιο περήφανος;
Δόξα τον Θεό, δεν είναι μονάχα μια θα έλεγα… Και τούτο όχι επειδή την έχω «δει» και είμαι ψώνιο, μα εφόσον έχω δοκιμάσει και δοκιμαστεί σε πάμπολλες εκφάνσεις της φωτογραφικής τέχνης. Για αυτό και μόνο. Όμως με το στανιό, αν πρέπει να επιλέξω το πολύ δυο-τρεις από αυτές παραμένοντας συνειδητά στα χωράφια των συναυλιών, θα πω τις εξής: Την πασιφανή έκπληξη του ματωμένου Iggy Pop επί σκηνής του ιστορικού Rock Of Gods Festival το καλοκαίρι του 1996 στην μπούκα του λιμανιού του Πειραιά. Από όσο γνωρίζω, έχει γίνει viral, παγκοσμίως. Την απίστευτη πόζα που μου χάρισε ο Paul Stanley των Kiss στο Terra Vibe Park το Μάιο του 2008, σε απόσταση μισού μέτρου από το φακό μου. Θεωρώ πως τούτη η εικόνα είναι από τις δέκα πιο άρτιες φωτογραφίες όλης μου της πορείας… Σε βαθμό που δεν επιδέχεται την παραμικρή παρέμβαση. Πρόσεξες τι έχει πάνω στη γλώσσα που μου έβγαλε για δυο δευτερόλεπτα; Μια άσπρη πένα! Και θα ολοκληρώσω με την αξέχαστη εμπειρία που μου χάρισαν οι Motorhead το Νοέμβριο του 1998 στη Θεσσαλονίκη, backstage. Για δεκαπέντε λεπτά της ώρας έζησα ένα όνειρο, ξύπνιος. Να έχεις τον Lemmy και την παρέα του να σε κερνά Jack Daniels με Coca-Cola, να σου κάνει σκέρτσα και γκριμάτσες και να αστειεύεται μαζί σου χαλαρά… Ανατριχίλες.
Γεννήθηκες στα Πατήσια των 60s και τα 70s σε βρήκαν στα εκπαιδευτήρια Δούκα. Πόσο διαφορετική ήταν η πόλη τότε και πώς βρέθηκες εκεί;
Να εξηγήσω λοιπόν καταρχάς γιατί δεν πήγα π.χ. στο 8ο δημόσιο σχολείο της γειτονιάς μου. Είχε προηγηθεί ο χαρισματικός αδελφός μου ο Βύρων που διέπρεψε τόσο στη σχολή Μωραΐτη, ώστε να δημιουργήσει «απαγορευτικό» για μένα, μην τυχών ζήσω κάτω από τη βαριά σκιά των επιτευγμάτων του. Κατ’ εμέ, σωστότατη η επιλογή των δικών μου να μη με γράψουν εκεί λοιπόν! Με την ίδια λογική όμως, σκέφτηκαν πως μπορεί να ένιωθα «ριγμένος» αν με έγραφαν σε δημόσιο. Λογικό κι αυτό. Οπότε έψαξαν και βρήκαν τα Εκπαιδευτήρια Δούκα ως Σολομώντεια λύση. Ήταν πράγματι ένα σχολείο που κοιτούσε μπροστά, από κάθε άποψη.
Το πώς φύτρωσα στην πλατεία Καραμανλάκη (ή Καλλιγά) στο ύψος της στάσης Καλλιφρονά της λεωφόρου Πατησίων, είχε να κάνει με τις επιλογές των επαναπατριζόμενων γονέων μου. Ως Αιγυπτιώτες, δηλαδή γεννημένοι στο Κάιρο από Έλληνες γονείς (και Αρμένη πατέρα ο πατέρας μου), όντας εκδιωγμένοι από τον Gamal Abdel Nasser, αναζήτησαν μια καλή περιοχή κοντά στο κέντρο των Αθηνών. Όποιοι έχουν ξεπεράσει τα πενήντα χρόνια ζωής γνωρίζουν καλά πως τις δεκαετίες των 50s, 60s & 70s η Κυψέλη, τα Πατήσια και η Φωκίωνος Νέγρη ήταν άλλο ένα Κολωνάκι! Όσο για τους νεότερους πάλι, μπορούν να απολαύσουν ελληνικές ταινίες εποχής όπως το «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» με τη Μάρω Κοντού ώστε να αντιληφθούν όλα τα παραπάνω.
Εγώ γεννήθηκα το 1966. Άρα ουσιαστικά οι μνήμες μου ξεκινούν θολά στις απαρχές των χρυσοκέντητων (από τη μουσική σκοπιά του σκληρού rock) 70s. Κάτι που ελάχιστοι Αθηναίοι γνωρίζουν είναι το αποκαλούμενο αστικό, πολεοδομικό θαύμα της Πλατείας Καραμανλάκη που θα μπορούσε να έχει αλλάξει το πρόσωπο όλης της πρωτεύουσας. Δηλαδή το «πείραμα» που ήθελε κάθε οικοδομικό τετράγωνο με μια κεντρική πλατεία σε ρόλο «πνεύμονα», και γύρω-γύρω τις πολυκατοικίες με πρασιές που επέβαλε ένα διάταγμα του 1939, μα δυστυχώς βρήκε εφαρμογή μόνο στην περίπτωσή της. Η οδός Ευπαλίνου μάλιστα είχε πάρει βραβείο ως ο πιο πράσινος δρόμος του 6ου διαμερίσματος το 1967!
Αν σου πω πως όλα τα πρώτα μου χρόνια τα θυμάμαι ασπρόμαυρα, θα γελάσεις; Και δεν θα ξεχάσω ποτέ τον σοκαριστικά ανατριχιαστικό ήχο των ερπυστριών των τανκς που μονοπώλησαν την Πατησίων το Νοέμβρη του 1973, μα και τον αντίστοιχο από τις ριπές των πολυβόλων.
Όμως στον αντίποδα της πολιτικής αναμπουμπούλας, η ευρύτερη περιοχή υπήρξε από την αντιπολίτευση και μετά μια από τις κοιτίδες της ντόπιας σκηνής του rock, γειτονιά και «πατρίδα» θρυλικών σχημάτων όπως οι MGC του Πουλικάκου, οι Σπυριδούλα, Apocalypsis, Nemesis κ.α. Σε απόσταση αναπνοής η Πλατεία Αμερικής και η Πλατεία Φωκίωνος Νέγρη, ένας τόπος γεμάτος rock clubs, live clubs, επαγγελματικά studios ηχογραφήσεων μα και ερασιτεχνικά προβάδικα που νοικιάζαμε και μονώναμε με χαρτονένιες αυγουλοθήκες, όπως και θρυλικές κινηματογραφικές αίθουσες (το «Φιλίπ», ο «Αχιλλέας», η «Άντζελα») όπου κάθε Κυριακή πρωί έσφυζαν από ροκάδες για τις συναυλίες που ξεκίνησε τότε να διοργανώνει ο Μαστοράκης. Με βιώματα σαν και αυτά που προανέφερα όσον αφορά τον αδελφό μου, άντε λοιπόν να ξεφύγεις από το να μπεις και συ σε τούτο το γοητευτικό γαϊτανάκι!
Η μεγαλύτερη πρόκληση σε ένα πορτρέτο είναι…
Ως εξειδικευμένος ποτρετίστας μπορώ να αποφανθώ πως το μεγαλύτερο «στοίχημα» σε κάθε μου ραντεβού, τόσο με διάσημο συνεντευξιαζόμενο όσο και με τον άγνωστο χι, είναι το να τον απελευθερώσω. Να τον αποφορτίσω από κάθε του ανασφάλεια ή «αναστολή». Να σταθώ απέναντί του εξαρχής ως ταπεινός επισκέπτης και όχι ως αιχμηρός εισβολέας. Να αφουγκραστώ τα χούγια και τις ιδιαιτερότητές του. Να τον κάνω να νιώσει σαν στο σπίτι του, είτε με φιλοξενεί σε αυτό είτε τον φωτογραφίζω υπαίθρια. Μονάχα έτσι μπορούμε να «παίξουμε» διαδραστικά, ήτοι άκρως δημιουργικά, παρέα! Και πίστεψέ με. Εάν και εφόσον επιτευχθεί αυτό, όλα μοιάζουν να συμβαίνουν μόνα τους… Ξάφνου το background γίνεται ιδανικό, το φως σύμμαχός σου, οι γωνίες λήψεις προκύπτουν αυτομάτως.
H μεγαλύτερη πρόκληση σε ένα φωτορεπορτάζ είναι…
Να καταφέρεις να σταθείς έτσι απέναντί του ενώ συμβαίνει, που να μοιάζεις αόρατος! Έτσι που να το αφήσεις να εξελιχθεί ανεμπόδιστα, να ξεδιπλώσει τον σκοπό του μπροστά στο σκόπευτρό σου και, αν είσαι έως και τυχερός, να γίνεις έντεχνος αφηγητής του.
«ΔΕΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩ ΠΟΤΕ ΣΕ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΚΑΡΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ. ΠΡΟΤΙΜΩ ΤΟ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟ ΜΑ ΕΥΣΤΟΧΟ ΧΡΟΝΙΚΑ ΚΛΙΚ»
Τι σε τράβηξε στη μουσική φωτογραφία και κόλλησες εκεί;
Για δες που σε πρόλαβα συγκυριακά! Μα τι να λέμε; Πέρα από τις αφίσες αγαπημένων σχημάτων όπως και τις φωτογραφίες που προσέφεραν τα λιγοστά μουσικά έντυπα της χώρας όπως το ΠΟΠ & ΡΟΚ, ο Ήχος και η Μουσική, καθόμουν και χάζευα τα εξώφυλλα, τα οπισθόφυλλα και τα «σαλόνια» των διπλών δίσκων με τις ώρες, με έμφαση φυσικά στα ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ. Και ήταν λοιπόν εκεί οι αυθόρμητες, οριακές εκφράσεις των μουσικών που μαγνήτισαν το βλέμμα μου, τα έντονα έως και «ξεχυμένα» χρώματα με τα οποία οι προβολείς τους έλουζαν, ο ιδρώτας, η ένταση, το αλλόκοτο πάθος που απαθανάτιζε το μαγικό κλικ του φωτοφράκτη. Πνευματικοί μου δάσκαλοι και μέντορες, ερήμην τους λοιπόν, οι Fin Costello, Ross Halfin, Mick Rock. Με το που το δοκίμασα κι εγώ, τέρμα, εθίστηκα μονομιάς και δια παντός. Αρρώστια. Από τις ομορφότερες!
Στο δίλημμα Ross Halfin ή Anton Corbijn, τι απαντάς;
Σε πρόλαβα πιο πριν θαρρώ. Κοίτα, θα είμαι και πάλι ειλικρινέστατος κι ας γίνω ρόμπα, άλλωστε μονάχα έτσι ξέρω εγώ… Τον Corbijn τον έμαθα πολύ πρόσφατα. Κι ας είναι διάσημος πορτρετίστας διάσημων μουσικών. Τι να λέμε ρε συ, θεόθεος και αυτός. Μα το να ακινητοποιείς το σάλτο του Angus Young στον αέρα, την ώρα που αποχωρίζεται τα σανίδια, ήταν, είναι και θα είναι η δική μου τρέλα! Και σε αυτό, ο Halfin παρέα με τους Costello & Rock υπήρξαν θεμελιώδεις. Τέλος!
Έχεις το χάρισμα να «ανοίγεις» χαρισματικούς και προβληματικούς ανθρώπους, όπως και να καταλαβαίνουν οι θεατές από μακριά πως μια εικόνα που βλέπουν είναι δική σου. Πώς απέκτησες το δικό σου στιλ;
Καταρχάς νιώθω ευγνώμων! Και τυχερός, για κάθε ένα από αυτά που μου αποδίδεις Δημήτρη μου. Διότι πράγματι, αν έχω ένα ταλέντο πάνω από κάθε τι άλλο, είναι το ότι με τα χέρια κάτω, αβίαστα έως και μαγικά, γίνομαι… Zelig. Έχεις δει την ταινία του Woody Allen; Και που ’σαι: δεν το κάνω με ιδιοτέλεια! Απλά έχω μεγάλη ανάγκη να σεβαστώ κάθε έναν που θα νταραβεριστώ στο διάβα της ζωής μου. Και αυτό ο απέναντί μου το εισπράττει μονομιάς, νιώθοντας πως δεν «κινδυνεύει» σε κανένα επίπεδο. Έτσι λοιπόν ενώ έχουμε ακούσει όλοι μας τα χίλια-μύρια για την «ξινίλα» ηρώων μας όπως ο Ritchie Blackmore και ο Gary Moore, στις έξι συνεντεύξεις μου με τον πρώτο έβγαλα λαυράκια, ενώ στις δυο με τον εκλιπόντα σκάσαμε και στα γέλια!
Όσο για την πολυπόθητη «υπογραφή», ήτοι το πολυτιμότερο αγαθό κάθε ενός που δοκιμάζει να υπηρετήσει τις Καλές Τέχνες, ήταν η μακαρίτισσα η θεία μου η Μαρία Φωτεινού που μου πρωτόπε πως, ανάμεσα στις εκτιθέμενες φωτογραφίες στον προθάλαμο του αείμνηστου «Ρόδον», αναγνώρισε με τη μία ποιες ήταν οι δικές μου. Το μόνο που μπορώ να πω για το πώς απέκτησα το όποιο στιλ μου λοιπόν είναι πως προφανέστατα, έχει να κάνει με την εμμονή μου στα -πιο σφικτά πεθαίνεις- κάδρα μου και τις έντονες δυναμικές γραμμές που με θέλουν να πλαγιάζω τον ορίζοντα της φωτογραφικής μου ώστε π.χ. να μην κόψω το headstock των μουσικών οργάνων. Όπως και στο να μην υπάρχει οπτικός θόρυβος πουθενά. Δηλαδή ένα ξέμπαρκο πόδι κάτω δεξιά, το μαλλί του διπλανού μουσικού, ακόμη και το monitor ή το stand του μικροφώνου όπου μπορώ να τα αποφύγω.
Πόσο και πώς άλλαξε η τεχνολογία τη φωτογραφία κατά τη γνώμη σου;
Όσο άλλαξε ριζικά, άλλο τόσο δεν άλλαξε σε τίποτα. Και τα δυο μαζί. Άλλαξε ριζικά σε τεχνικά κυρίως θέματα. Επειδή έζησα τη θεμελιώδη μετάβαση από το αναλογικό στο ψηφιακό πάνω στα ντουζένια μου, μέχρι κόκκαλο, μπορώ να βεβαιότητα να σου πω πως καταρχάς καταχαρήκαμε οι ηλίθιοι που δεν θα είχαμε πια να ξοδεύουμε τόσα φράγκα σε films, εμφανίσεις, εκτυπώσεις δειγμάτων και φωτογραφιών. Πόσο βλάκες, θεέ μου! Δεν βλέπαμε μπρος από τη μύτη μας. Και εν τέλει, όπως συμβαίνει και με τα computers, καλούμαστε κάθε τόσο να χορεύουμε το χορό της φωτιάς (στις τσέπες μας!) αναβαθμίζοντας το στόλο μας μα και τα αποθηκευτικά μας μέσα με το στανιό, αν θέλουμε να παραμείνουμε στο παιχνίδι. Όμως το πιο σημαντικό; Χάθηκε η ειδοποιός τεχνογνωσία, η βαθιά τεχνική κατάρτιση που έδινε ψωμάκι στον επαγγελματία! Τότε οι πελάτες σε καλούσαν για μεροκάματο ώστε να είναι σίγουροι πως θα έχουν την ίδια μέρα εικόνες από όσα σημαντικά ήθελαν να δημοσιοποιήσουν. Σήμερα και χθεσινός να είσαι, άσχετος ρε παιδάκι μου, βλέπεις μονομιάς το αποτέλεσμα, ε, και στα χίλια κλικ θα καταφέρεις να βγάλεις και δέκα αξιοπρεπή! Όσον αφορά όμως στη «ματιά» του φωτογράφου αυτή καθαυτή, την όλη αισθητική σου, δεν άλλαξε το παραμικρό κατά την ταπεινή μου άποψη. Εκεί, όλα παραμένουν ξανά στο χέρι, η πιο σωστά στο μάτι το δικό μου και το δικό σου.
Φωτογράφος, δημοσιογράφος και μουσικός. Τριχασμένη προσωπικότητα;
Και λίγα λες! Βασικά έχω υπάρξει σχεδόν ότι αφορά στη μουσική. Θα στο πω απλά: δεν ξέρω πώς να διαχειριστώ την αχαλίνωτη ενέργεια που με θέλει αεικίνητο και κατατρώγει τα σωθικά μου από την ώρα που γεννήθηκα. Είμαι Speedy Gonzales, για αυτό καταπιάνομαι με χίλια-δυο ρε συ… Για να διοχετεύσω -πρόσεξέ με!- ένα μικρό μέρος της! Φωτορεπόρτερ π.χ. έγινα για την διαρκή έως και εξαντλητική εγρήγορση και κίνηση που απαιτεί το επάγγελμα, μα και το απρόβλεπτο πρόγραμμα που σε θέλει καθημερινά κάπου αλλού, να απαθανατίζεις κάτι άλλο. Ρουτίνα μηδέν.
Δημοσιογράφος βαπτίστηκα πρώτη φορά οικειοθελώς, αναλαμβάνοντας τις μουσικές σελίδες ενός αξιολογότατου πειραματικού περιοδικού ποικίλης ύλης του Ελληνικού Στρατού το 1988. «Η Θητεία Σήμερα» όμως επέζησε μονάχα για τρία τεύχη. Όταν απολύθηκα στο τέλος της χρονιάς, ξεκίνησα με το περιοδικό «ΕΝΑ» του Κοσκωτά ελεύθερα φωτορεπορτάζ, κείμενο και φωτογραφίες, για να επιστρέψω όμως ένα χρόνο μετά στη μεγάλη μου αγάπη: τη μουσική δημοσιογραφία, ως μόνιμος φωτογράφος και συντάκτης των περιοδικών ΠΟΠ & ΡΟΚ, Metal Hammer, ZOO, Δίφωνο.
Όσο για τον μπασίστα Κισατζεκιάν, όπως ανέφερα ήδη, ήταν τόσο μεγάλη μου η καψούρα στο να συμμετέχω σε jam sessions από το 1980, που αποφάσισα να κρατήσω το κρασί μου ανέρωτο μια για πάντα αποφεύγοντας τα σκυλάδικα, παίζοντας ερασιτεχνικά έως και ημιεπαγγελματικά μόνο ό,τι με ευχαριστεί! Έτσι υπήρξα ιδρυτικό μέλος των Apohetefsis (1980-1981), Time Out (1981-1983), Mirage (1984-1986), και δισκογράφησα με τους What’s The Buzz? (1991-2007), Infidel (2000-2013) και Double Treat (2012-2016).
Σε βλέπουμε δίπλα με παιδιά που ξεκινούν τώρα να τραβούν εικόνες σχεδόν ανελλιπώς στις συναυλίες. Τι σε κάνει να συνεχίζεις και τι θα συμβούλευες ένα νέο συνάδελφό σου;
Κάποιοι από αυτούς με αποκαλούν Δάσκαλο και εγώ συγκινούμαι, μα παράλληλα σοκάρομαι με την ηλικία μου. Το νούμερο πενήντα τέσσερα δε συνάδει με τα όσα νιώθω! Και είναι αυτή ακριβώς η άσβεστη «φλόγα», η διακαής ενέργεια που περιέγραψα παραπάνω που με θέλει τον πιο παλιό, ενεργό συναυλιακό φωτορεπόρτερ της χώρας, ως πανταχού παρόντα: από το Death Disco ως τα καλοκαιρινά φεστιβάλ Ελλάδας και Ευρώπης. Όσο για τις συμβουλές μου προς κάθε νεοφερμένο συνάδελφο στα photo pits, προτιμώ αντί να μιλώ, να στέκω εκεί μέσα ως ζωντανό παράδειγμα των όσων θεωρώ σημαντικά: να κινούμαι με απόλυτο σεβασμό σε αυτούς που πλέρωσαν για να πιάσουν κάγκελο από νωρίς μα και στον διπλανό συνάδελφό μου, να έχω το νου μου και όσο μπορώ να τον διευκολύνω στο στριμώκωλο έργο μας, να τον βοηθώ σε κάθε περίσταση και συγχρόνως, να αποζητώ το «διαφορετικό» εφευρίσκοντας διαρκώς νέες γωνίες λήψης.
Τόσες δεκαετίες, τόσοι ροκ σταρ. Ποιος σε ζόρισε περισσότερο και ποιος σου άφησε την καλύτερη εντύπωση;
Όσον αφορά το ζόρι, θα επιλέξω συνέντευξη και όχι φωτογράφιση. Η μικροσκοπική τηλεφωνική μου συνομιλία με τον 73χρονο Steve Howe τον Ιούλιο του 2011 πιστεύω λοιπόν πως είναι ό,τι χειρότερο μου έχει συμβεί εδώ και τριανταένα χρόνια! Δυστυχώς έτσι είναι. Έως και σήμερα αναρωτιέμαι τι διάολο τον ήθελε τόσο… εμετικά προσβλητικό απέναντί μου. Είχα προετοιμάσει δισέλιδο ερωτηματολόγιο για αυτόν τον (πλέον) Έκπτωτο Βασιλιά μου. Μα εξαρχής, με το που ξεκινούσα κάθε μου ερώτηση με μια διευκρινιστική κατάφαση, ως είθισται, με διέκοπτε λέγοντάς μου με ύφος θεόξινο «να σου πω, εσύ θα απαντάς ή εγώ; Προχώρα σε παρακαλώ κατευθείαν στην ερώτηση!»… Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Επιπρόσθετα, παρότι είχα ζητήσει στον press manager της δισκογραφικής των Yes να ενημερώσει τον ήρωά μου πως θα αναφερθώ κάποιες φορές και στο παρελθόν του για τις ανάγκες της μόνιμης στήλης «One By One» που διατηρούσα στο Metal Hammer, όποτε το επιχείρησα με ξαναδιέκοπτε οργισμένα. Επτά λεπτά της ώρας άντεξα με το ζόρι. Προσπάθησα του κάκου να του εξηγήσω πως μιλά σε ένα βαμμένο οπαδό του που κατέχει ό,τι κι αν έχει ηχογραφήσει, μπας και τον συνεφέρω. Θες να ακούσεις την αντίδρασή του; «Τι, τώρα με γλύφεις δηλαδή κιόλας;». Είχα πάθει τέτοιο σοκ που πραγματικά σε κάποια φάση η ταχυπαλμία μου με έκανε να χάσω τα λόγια μου, τόσο, που του ζήτησα να το λήξουμε μονομιάς. Δεν το πίστευε. Κι όμως, είπα ως εκεί και του το έκλεισα στα μούτρα!
Όσον αφορά τις καλύτερες εντυπώσεις, θα αποφύγω συνειδητά την επανάληψη του να μνημονεύσω τους τρεις gentlemen που είχα την τύχη να συνομιλήσω -Peter Hammill, Jon Lord & Ronnie James Dio- και θα τιμήσω τον ταπεινό γίγα των χαμηλών συχνοτήτων: τον ερωτεύσιμο Victor Wooten! Μετά την ολοκλήρωση της ενενηντάλεπτης face-to-face συνομιλίας μας, ένιωθα… ερωτευμένος με άντρα! Γιατί; Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι απλά ένας από τους πιο σημαντικούς και προικισμένους μπασίστες του πλανήτη μας. Πάνω από όλα είναι ένας αφάνταστα προσγειωμένος και προσιτός ανθρωπιστής. Μια μελλοντική περσόνα, μπροστά από την εποχή μας. Και ξέρεις κάτι;
Όπως όταν συμβαίνει το πρώτο συμβάν ακούς τον κρότο της κατακρήμνισης του ειδώλου σου, έτσι όταν επιβεβαιώνεται ο θαυμασμός σου όπως εδώ, νιώθεις δικαιωμένος!»
Ποιος είναι ο καλύτερος εξοπλισμός για μια συναυλία;
Ο πολυποικιλιακός. Δηλαδή όσο πιο «υπ’ ατμών» είσαι στα photo pits, τόσο πιο πολλές πιθανότητες είναι να πιάσεις τον Young στον αέρα όπως ανέφερa πιο πριν, πώς να το κάνουμε! Έτσι λοιπόν εγώ ανέκαθεν έχω κρεμασμένα δυο σώματα πάνω μου, ένα σε κάθε ώμο, ώστε στο πρώτο να έχω έναν overall zoom 24-70mm για τα γενικά μα και για κάθε τι που θα συμβεί σε απόσταση αναπνοής, ενώ στο δεύτερο κουμπώνω ένα 70-200mm που θα μου φέρει πιο κοντά ότι συμβεί στην στιγμιαία, παρορμητική έκφραση του προσώπου. Όσο για το τεχνικό κομμάτι, λογικό και επόμενο να χρειάζονται «φωτινοί» φακοί, ήτοι με μεγαλύτερο διάφραγμα το 2,8 (στους normal πάμε και παρακάτω), και μοντέλα φωτογραφικών που αποδίδουν τα μέγιστα σε υψηλά ISO ώστε να μην υπάρχει «θόρυβος», κόκκος στις εικόνες. Τέλος, έχω βολευτεί πολύ με τα motor drive grips. Μα όχι για τα πολλά καρέ το δευτερόλεπτο παρακαλώ, παρά για το όλο πιάσιμο όπως και τον δεύτερο διακόπτη που ενεργοποιεί το κλείστρο και όταν τραβώ κάθετα κάδρα. Δεν χρησιμοποιώ ποτέ σε συναυλίες τα πολλαπλά καρέ το δευτερόλεπτο. Προτιμώ το μεμονωμένο μα εύστοχο χρονικά κλικ! Αυτά είναι τα βασικά.
Γκρεμίστηκαν μύθοι που είχες για το ροκ μετά από τόσες συναντήσεις με τόσους θρύλους;
Ενώ το απευχόμουν σθεναρά, ναι, έγινε κι αυτό. Όμως ευτυχώς, οι περιπτώσεις αυτές στέκουν ως εξαιρέσεις σε ένα κανόνα που με θέλει επί τω πλείστων «δικαιωμένο» απέναντι σε όσους θαυμάζω.
Αν πρέπει να επιλέξω μια ακόμη ξενέρα λοιπόν πέρα από κείνη του γεροξεκούτη Howe, θα έλεγα εύκολα την αποτροπιαστική έως και αποσβολωτική στάση του Alvin Lee στο Θέατρο Βράχων, στα πλαίσια του Blues Festival το 2001. Η ματαίωση της εμφάνισης του Gary Moore ήθελε τους δικούς μας θρύλους Socrates να ανοίγουν την αποφράδα αυτή βραδιά. Δεν θα ξεχάσω λοιπόν τον αείμνηστο Σπάθα να παίζει με κλειστά τα μάτια του το ανατριχιαστικό solo του εμβληματικού «Mountains» με το οποίο θα έκλειναν το show τους πριν τον ντολμά. Ε, ναι, τον ντολμά, όχι επειδή είχε παχύνει, μα για το ξερό του το κεφάλι. Εγώ που τον είχα εκεί ψηλά στο Πάνθεον κατέχοντας ό,τι κι αν έχει ηχογραφήσει, από κείνο το βράδυ έτσι τον σκέφτομαι: ντολμά, και μάλιστα γιαλαντζί!
Γιατί; Μα είσαι ρε φίλε αυτός που έγραψε έναν από τους ύμνους της νιότης μας («I Want to Change the World»). Και βγαίνεις επί σκηνής ευθαρσώς, ενώ συνάδελφός σου ακόμη αυτοσχεδιάζει πηγαία, για να μας καταδείξεις το ρολόι σου σε στιλ «τι θα γίνει ρε παιδιά, θα τελειώνετε να βγούμε και μεις ώστε να πάμε στα σπίτια μας επιτέλους!»; Σοβαρά τώρα; Τι, νυστάζεις και σου ροκάνισε το χρόνο ο Γιάννης μας; Αν σε πήραν τα χρόνια μάστορα, κάτσε σπιτάκι σου και πίνε χαμομήλι, αφήνοντας μας το δικαίωμα να σε θεωρούμε πρωτεργάτη μιας πολιτισμικής επανάστασης που έγραψε Ιστορία. Όχι γιαλαντζί ντολμά, παλιομαλάκα!
Πάγωσα. Όχι μονάχα εγώ. Θυμάμαι το ύφος του Τουρκογιώργη που αρχικά χαμογέλασε που τον είδε. Θα σκέφτηκε «ρε συ, τι, θα τζαμάρει μαζί μας ο Θεός;». Όμως στο επόμενο δευτερόλεπτο το χαμόγελο έδωσε τη θέση του σε μια ευθεία γραμμή αμηχανίας, σαν και κείνη του Σπάθα που εντωμεταξύ είχε πάθει μια απ’ τα ίδια!
Άστο ρε συ. Και μόνο που το θυμήθηκα, τσαντίστηκα!
Γιατί δεν έκανες οικογένεια;
Αν προσπαθήσω να χωρέσω μια ολόκληρη ζωή σε μια παράγραφο, θα πω ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια ιδιαίτατη ελληνική οικογένεια για την εποχή εκείνη, με τα συν και τα πλην της. Το πιο θηριώδες πλην της οικογένειας Κισατζεκιάν ήταν το τοξικό περιβάλλον που δημιουργούσε η έλλειψη επικοινωνίας μα και ερωτισμού ανάμεσα στον πατέρα και την μητέρα μου. Θυμάσαι τι κατέγραψα στην αρχή της κουβέντας μας; Πως ο πατέρας μου ξεκίνησε ως πολλά υποσχόμενος ζωγράφος και βιολιστής, μα η φιλοτιμία του τον ώθησε να «προδώσει» τα όνειρά του εις το όνομα της «οικογένειας», οπότε και έγινε ένας από τους πιο διακεκριμένους διαφημιστές του Καϊρου στην Αίγυπτο. Όπως κατέστη προφανές δυστυχώς, το ότι δεν ακολούθησε τα όνειρά του και, καθώς έπρεπε, έφτιαξε οικογένεια με παιδιά, τον ήθελε μέσα του δυστυχή, έως και θυμωμένο. Πράγμα που βιώναμε όλοι μας λοιπόν καθημερινά, the hard way… Αντιλαμβάνεσαι; «Όποιος καεί με το χυλό, φυσά και το γιαούρτι». Ο φόβος μου μη τυχών κάνω μια από τα ίδια σε ένα πλάσμα που θα φέρω κόσμο αυτό αν δε βρω τον κατάλληλο σύντροφο, ίσως με έχει κρατήσει ως τώρα μακριά από αυτό το κομβικό βήμα.
Τι σκέφτεσαι όταν βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη;
Τώρα με προκαλείς, το ξέρεις, έτσι; Με κοίταξα λοιπόν, λίγο πριν έρθει ο συνάδελφος Θανάσης Καρατζάς να με φωτογραφίσει για τη συνέντευξη αυτή και χαμογέλασα με το προγούλι μου και τα γκρίζα, αραιωμένα μου μαλλάκια. Και τούτο γιατί όπως ανέφερα ήδη, πλέον δείχνω σίγουρα πενηντακάτι, μα συνεχίζω να νιώθω ενθουσιώδης έφηβος. Και όλο αυτό χρήζει σοφής διαχείρισης αν με πιάνεις!
Θυμάσαι τα πρώτα σου «παιχνίδια»; Ποια ήταν η πρώτη σου μηχανή και ποιο το πρώτο άλμπουμ που αγόρασες;
Λοιπόν. Ας εξαιρέσουμε την προαναφερθείσα Voigtländer που χειριζόμουν στα 70s όπως και μια Kodak Tele-Ektra 300 που χρησιμοποίησα στις απαρχές των 80s. Ως βιοποριζόμενος, μετά την δοκιμασία μου ως μαθητευόμενου φωτορεπόρτερ στην εφημερίδα «Έθνος» με το που τελείωσα το Λύκειο στα τέλη του 1983, μου έδωσαν μια ημιαυτόματη Canon AV-1 με έναν φακό zoom 24-70mm. Με αυτήν βούτηξα στα βαθιά νερά του επαγγελματισμού. Όμως πολύ γρήγορα ζήτησα από τον αγαπημένο μου θείο Κώστα Φωτεινό ένα πολύτιμο δώρο: μια Nikon FM2 με το motor drive της, και έναν normal φακό f:1,8. Όποιος ασχολείται σοβαρά με τη φωτογραφία, γνωρίζει πως πρόκειται για ένα ιστορικό, έως και φετιχιστικό μοντέλο της γιαπωνέζικης εταιρίας, εξού και αποτελεί έως και σήμερα απόκτημα ξεχωριστό στη συλλογή μου. Ο ορισμός του χειροκίνητου! Τα πάντα όλα, manual. Το Μεγάλο Σχολείο.
Όμως αν θες να αναφερθώ στο πρώτο rock album που αγόρασα εγώ ο ίδιος με το χαρτζιλίκι μου, ήταν το «Whatever You Want» των Status Quo με το που κυκλοφόρησε, αφού υπήρξαν το πρώτο μου μεγάλο «κόλλημα». Ο Γιάννης Πετρίδης να ’ναι καλά. Διόλου τυχαίο λοιπόν το γεγονός του ότι μια από τις δυο γιγαντοαφίσες που κοσμούσαν το παιδικό μου δωμάτιο ήταν μια του Βρετανικού κουαρτέτου σε στάση που τότε τους ήθελε έως και επιδημικά επιδραστικούς: ίσια μακριά μαλλιά που κρύβανε το πρόσωπό τους, ορθάνοικτα πόδια που μπλέκονταν μεταξύ τους, ξεβαμμένα blue jeans, αθλητικά παπούτσια πριν από οποιονδήποτε και Fender Telecaster! Η άλλη ήταν των Pink Floyd.
Επιτυχία για σένα είναι;
Στον τοίχο που αντικρίζω κάθε που ξυπνώ στο υπνοδωμάτιό μου έχω κολλήσει τον ανυπέρβλητο στίχο με τον οποίο ο ανυπέρβλητος Paul McCartney αποφάσισε να κλείσει δια παντός το κεφάλαιο των ανυπέρβλητων Beatles, στο κλείσιμο της αυλαίας του ανυπέρβλητου «Abbey Road»: «And in the end, the love you take is equal to the love you make». Αυτό. Να καταφέρεις σε τούτο το μικροσκοπικό σου πέρασμα από τούτες τις διαστάσεις, σε τούτη την «χλωμή μπλε κουκίδα» (βλέπε Carl Sagan) του ατέρμονου Σύμπαντος, να αφήσεις πίσω σου ότι πιο πολύτιμο: Αγάπη. Αγάπη σε διάφορες μορφές, Αγάπη που έδωσες και πήρες πίσω.
Ζούμε σε μια χώρα όπου όλοι είναι πρόεδροι κι εσύ στους «Δειπνοσοφιστές». Τι παίζει με αυτή τη «λέσχη»;
Λες Πρόεδρε και γυρνούν οι μισοί, ξέρω! Κι εγώ μαζί τους, από το 1993 και δώθε. Το όλο σκηνικό ξεκίνησε με δυο φίλους και συναδέλφους από το Metal Hammer, τον αδικοχαμένο Χάρη Ευκαρπίδη και τον Τάσο Σταματούκο. Πού μας έχανες, πού μας έβρισκες, δοκιμάζαμε προτεινόμενα στέκια φαγητού σε όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής. Σκοπός μας; Η καταγραφή των ταβερνών που ξεχωρίζουν για τουλάχιστον ένα λόγο, ήτοι ένα ξεχωριστό μεζέ/πιάτο/κοψίδι, την καθισιά τους, τη σχέση τιμής-ποιότητας, το μέγεθος των μερίδων, την εξυπηρέτηση μα και το δικό τους κρασάκι. Από το 1997 δε που ξεκίνησε η πρώτη ετήσια σύναξη των Δειπνοσοφιστών στο «Μουρούζη» Καλυβίων, στις 14 Σεπτεμβρίου, του Σταυρού, το πράγμα έγινε ακόμη πιο επίσημο, δίχως όμως ποτέ να μπούμε σε διαδικασίες καταστατικού και συλλογικότητας.
Αποτέλεσμα; Ως Πρόεδρας, έχω μπει πλέον στο έκτο χειρόγραφο μπλοκάκι, κατέχοντας εκατοντάδες καταχωρήσεις από όλη την επικράτεια της χώρας μας μα και του εξωτερικού.
Και αφού μιλάμε για rock’n’roll, κάτσε τώρα σε μια καρέκλα, μην πέσεις κάτω. Θες να ακούσεις μεταξύ άλλων επωνύμων ποιος είναι επίτιμο μέλος μας; Ο Scott Ian των Anthrax! Τους είχαμε πάει το 2005 στους «Φοίνικες» στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω για μάσα και ενθουσιάστηκε τόσο, που ενώ πίναμε ποτάκια μετά στις 45 Μοίρες, ζήτησε την άδειά μου ώστε να ιδρύσει κι αυτός dinner priests (έτσι τους μετέφρασε) στο Μαϊάμι. Oh, yes! Όπως και έκανε. Από τότε παρακαλώ, μαζεύονται κάθε τόσο έξη φίλοι από ό,τι μου είπε και δοκιμάζουν κυριλέ εστιατόρια φορώντας μάλιστα από μια ασημένια καρφίτσα με σκαλισμένο το εν λόγω logo! Καλό; Αναρωτιέμαι ποιοι… τυχάρπαστοι θα ‘ναι οι υπόλοιποι πέντε ρε συ! Κάτι μου λέει πως ένας τους είναι ο Dee Snider!
Ακολουθήστε τον φωτογραφικό κόσμο του Χρήστου Κισατζεκιάν στα sites livephotographs.com και eventsphotographer.gr
Δειτε περισσοτερα
Το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών και τώρα κυκλοφορεί και σε βιβλίο
Η λαμπερή ιστορία της γυναίκας που επαναπροσδιόρισε τη μόδα
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της