Εικαστικα

Χριστιάνα Σούλου: Επιστροφή στην Αθήνα

«Δεν ξεχωρίζω το έργο μου από τη Χριστιάνα. Η μάσκα μου είναι το έργο μου, το έργο μου είμαι εγώ. Αλλιώς δεν υπάρχω».

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 650
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Χριστιάνα Σούλου: Συνέντευξη με την διεθνή εικαστικό με αφορμή την έκθεσή της στην Bernier/Eliades

Μερικές λέξεις κλειδιά: πυκνότητα, δριμύτητα, βάθος, ακρίβεια, γραμμή με λεπτοφυείς ποιότητες. Δυο δεκαετίες τώρα, το έργο της αποτελεί ένα ξεκάθαρα έντιμο, διαχρονικό, εμμονικό και συνεπώς αδιαπραγμάτευτο αίνιγμα: η μάσκα, ο έρωτας, ο θάνατος, το προσωπείο, το σώμα, η φαντασίωση, η παραλλαγή, η προσομοίωση και η φυσιογνωμία της ανθρώπινης υπόστασης. Και των πραγμάτων. Και των ζώων. H Χριστιάνα Σούλου αποτελεί μια σπάνια περίπτωση καλλιτέχνη που προσεγγίζει τη ζωή όχι από μία αλλά από πολλές όψεις. Κατάγεται από την Αλεξάνδρεια, όπου και πέρασε αρκετά από τα παιδικά της καλοκαίρια, γεννήθηκε στην Αθήνα, ταξιδεύει διαρκώς, αλλά πάντα η βάση της παραμένει η Πλατεία Μαβίλη. Τα καλοκαίρια, και η νήσος Θάσος. Μετά το τέλος της συνέντευξης που θα διαβάσετε, εξαιτίας της έκθεσής της στην BernierEliades, σχεδόν επαναχαρτογραφήσαμε το νησί, που και για τους δυο μας παραμένει στην τωρινή ενήλικη ζωή μας, η απόλυτη καρτ- ποστάλ των παιδικών μας χρόνων. 

Επιστροφή στη Σούλου και σε αυτό που θα δεις: η δύναμή της έγκειται στον ορισμό του Krauss: Το να παραμένεις συνεπής εκτός μόδας, είναι ο πιο σίγουρος και ασφαλής τρόπος για να παραμείνεις διαχρονικός. Και στις 40 ακουαρέλες με φιγούρες που θα τις δεις να αχνοφέγγουν σ’ αυτή την έκθεση, στο παιχνίδι μπαίνουν κι ο Ρολάν Μπαρτ με τον Πολ Βαλερί. Κοινώς φόρμες, μεταμορφώσεις και ψυχές που στο σχήμα φλερτάρουν και με τον χορό στην αρχαιοελληνική του έννοια, μα και το πορτρέτο: «Ένα γυμνό πρόσωπο μπορεί να αποτελεί μάσκα. Το ίδιο κι ένα χέρι. Η μάσκα ενός προσώπου μπορεί να είναι και το αληθινό του, ίσως, πρόσωπο. Και το παπούτσι, επομένως, ενέχει δυνατότητα αντικαθρεπτίσματος ενός άντρα», όπως λέει. Ακόμα και τα κοστούμια που φορούν οι φιγούρες της, πέραν της θεατρικότητας, μπορεί και να είναι κι αυτά αναδιπλασιασμός της ύπαρξης, πρόσωπο, σώμα, στολή, μάσκα, και όλα να επιτείνουν το αίνιγμα: Ποιος είσαι, στ’ αλήθεια; Κι έτσι, καλωσορίσατε στο σύμπαν, ιδίωμα, έκφραση, σκέψη και ζωγραφική πράξη της Σούλου. Γνωρίζοντας λίγο καλύτερα τις αναμνήσεις της, μπορούμε ίσως πιο εμπεριστατωμένα να διεισδύσουμε και στον κόσμο της. Αν φυσικά μου μίλησε η Χριστιάνα κι όχι μία από τις μάσκες που φόρεσε κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας. Θέλω να πιστεύω πως συνέβη το πρώτο...

Soulou_Insecte-La Mente Religieuse

Ποια είστε;
«Δεν ξεχωρίζω το έργο μου από τη Χριστιάνα. Η μάσκα μου είναι το έργο μου, το έργο μου είμαι εγώ. Αλλιώς δεν υπάρχω». 

Όχι πια κόνσεπτ, μόνο άνθρωπος!
«Στην αρχή της πορείας μου, κάνοντας γυμνό, όπου βλέπεις και σχεδιάζεις, και που όλοι οι γύρω μου είχαν υιοθετήσει διαφόρων ειδών τεχνικές, για να μπορέσουν να το αποτυπώσουν, καταλάβαινα ότι από αυτό ακριβώς πρέπει να ξεφύγω, τον αυτοσκοπό. Όταν έβλεπα το γυμνό, που είναι η φυσιογνωμία, τα δάκτυλα, το σχήμα, το παράδοξο του σώματος, καταλάβαινα ότι αυτό θα το αποδώσεις μόνο αν το κλέψεις στον αέρα, αν κλέψεις την κίνησή του, τη ζωή του. Όχι βάζοντάς το σε ένα κόνσεπτ. Γιατί τότε λες το αυτονόητο. Πάντα με ενδιέφερε ο άνθρωπος, η ανθρώπινη κατάσταση, αλλά το ζωντανό του πράγματος, η παρουσία και η κίνηση». 

Η πρώτη φορά που είδα το Παρίσι
«Στο Παρίσι συναντάω στην Μποζάρ κόσμο τελείως αντίθετο από μένα. Αφηρημένος εξπρεσιονισμός, τεράστιοι πίνακες, τεράστιοι κουβάδες με μπογιά… Τότε κατάλαβα ότι δεν θα γίνω ζωγράφος, γιατί είχα αλλεργία στις μπογιές! Στο σπίτι μου στη Βαστίλη, άρχισα να κάνω γλυπτά, εμμονικά, με πόδια. Ενώ όμως οι γλύπτες συνήθως κάνουν πρώτα το προσχέδιο και μετά περνούν στο γλυπτό, εγώ έκανα το αντίθετο. Έκανα τα γλυπτά, για να φτάσω πιο κοντά στην ανατομία, στο σχέδιο, θεωρώντας ότι το σχέδιο είναι το πιο “ευγενές” πράγμα, γιατί προκύπτει με τα λιγότερα μέσα. Με το ελάχιστο, το μολύβι, πρέπει να αποδώσεις, ακροβατικά, το μέγιστο».

Η μανία με τον Ντα Βίντσι
«Η ζωγραφική μου βασίζεται σε μια παράδοση πολύ παλιά. Όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι, πήγαινα στο Λούβρο –το καλύτερο μάθημα– και μελετούσα τα σχέδια του Ντα Βίντσι και του Πιζανέλο. Δεν είναι μόνο η δεξιότητά τους. Στις γραμμές τους βλέπεις τη αφοσίωση, τη δουλειά, τη συνέπεια, την υπομονή, τη μαεστρία, αλλά και τους κανόνες που πρέπει να ακολουθήσεις –όχι ακαδημαϊκούς κανόνες– για να υπάρχει αρμονία, μουσικότητα, σχέδιο. Αυτό είναι ζωή για μένα. Θυμάμαι πως στο Λούβρο αντέγραψα σχέδιο του Ντα Βίντσι, ο οποίος κάνει πολλούς δυναμικούς στροβίλους. Ή είδα μια αρκούδα και μια χελώνα του Πιζανέλο, και ένιωσα τρομερή συγκίνηση. Και κάθε φορά στα σχέδια έβλεπα άλλα πράγματα. Παίζει μεγάλο ρόλο η πρακτική. Όταν είσαι μικρός, δεν ξέρεις τι να δεις, ή δεν θέλεις να δεις. Στον Ντα Βίντσι, βλέπω την ιστορία ενός ομοφυλόφιλου ανθρώπου, τα σχέδια και οι έρευνές του πάνω στο ανθρώπινο σώμα είναι εμμονικές και σχετίζονται με την ομοφυλοφιλία. Στα πορτρέτα του βλέπεις το πρόσωπο του Ντα Βίντσι, είτε απεικονίζουν άντρα είτε γυναίκα. Αυτό που με ενδιαφέρει στον Ντα Βίντσι είναι το αμφίσημο. Η τέχνη είναι μια γλώσσα όχι του δεδομένου, του evident, αλλά η γλώσσα που ανοίγει διάλογο με αυτό που δεν το ξέρουμε, που είναι αμφίσημο. Και στα δικά μου έργα δεν έχεις σαφή εικόνα για το αν είναι γυναίκα το πρόσωπο που έχω ζωγραφίσει». 

Soulou. MONTRE_TA_MONTRE_MONSTRE_1982

Θα έχουμε πάντα το Παρίσι
«Το σχέδιο και η εξέλιξη της γραμμής ήταν η δύναμή μου. Κανένα ατελιέ ωστόσο εκείνη την εποχή δεν έβλεπε αξία στο σχέδιο. Την εποχή των τεράστιων ζωγραφικών πινάκων, εγώ πήγαινα κι έδειχνα τα «χαρτάκια» αυτά. Και μου έλεγαν: “Πού είναι το έργο;”. Με πίστεψε όμως ένας δάσκαλος, ο Πιερ Καρόν. Ήταν ένας παράξενος τύπος, με παλτό και γενειάδα, που πήγαινε στα παζάρια και μάζευε λαχανικά, λαγούς, κρυστάλλινα αντικείμενα, και έφτιαχνε συνθέσεις πολύ παραδοσιακές, αλλά και πολύ ακραίες για τα μάτια μου. Απέκτησα μια απίστευτη σχέση με αυτόν. Ήταν ο πρώτος που παραδέχτηκε τα έργα μου. Έλεγε: “Αυτό είναι έργο και τίποτα άλλο”. Έβρισκε τα σχέδιά μου περίεργα, όχι παράξενα. Στο Παρίσι δεν πήγαινα ούτε στα πάρτι, ούτε στα μεγάλα ατελιέ. Οι προσλαμβάνουσές μου ήταν οι καθεδρικοί, οι εκκλησίες. Σε έναν τόπο γεμάτο πανκ που χτυπούσαν ενέσεις, εγώ περνούσα διαγώνια για να φτάσω στην εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου και να ακούσω όργανο. Και ήταν το μόνο που με κρατούσε. Σκεφτόμουν πως το Παρίσι δεν είναι ένα, είναι πολλές εκδοχές. Το Παρίσι είναι όσοι και οι άνθρωποί του, κι αυτό με γοήτευσε. Πιστεύω πως με καθόρισε το Παρίσι. Και λόγω της έντασης της πόλης, αλλά και λόγω της αγάπης για την Αρχαία Ελλάδα, που υπάρχει μέσα μου. Γι’ αυτό μου ταίριαξε το Παρίσι. Θεωρώ ότι η Αρχαία Ελλάδα υπηρετείται και εξελίσσεται στη Γαλλία, μέσα από την τέχνη και τη λογοτεχνία, με πολύ σεβασμό. Στη Γερμανία με τρόμαζε η στροφή προς το πρότυπο. Εγώ αυτό δεν το βλέπω στην Αρχαία Ελλάδα, βλέπω κάτι πιο διονυσιακό». 

Φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις κάτω απ’ τη μάσκα που φοράς
«Κάποια στιγμή, το 1982, είδα μια παράσταση στο Οντεόν, που κυριολεκτικά με ανέτρεψε. Είδα μπροστά στα μάτια μου, σε αυτή την παράσταση, αυτό που επιθυμούσα να κάνω με το σχέδιο, το δικό μου καλλιτεχνικό όραμα. Η παράσταση ήταν ο “Υπηρέτης δύο αφεντάδων” σε σκηνοθεσία του Στρέλερ. Είναι μια ιστορική αυτή η παράσταση. Υπάρχουν οι Αφεντάδες, τα κλασικά πρόσωπα της Κομέντια ντελ Άρτε και ο Αρλεκίνος, που υπηρετεί δύο Αφεντάδες. Ο Στρέλερ, σκηνοθετικά, βάζει στον Αρλεκίνο μια σαζομαζοχιστική μάσκα, μια μάσκα θηρίου. Μάσκα φορούν και τα υπόλοιπα πρόσωπα, όχι όμως και οι Αφεντάδες.

»Εμένα δεν με ενδιαφέρει η ιστορία, δηλαδή αν ο Αρλεκίνος κοροϊδεύει τον έναν για να κερδίσει την εύνοια του άλλου. Εγώ βλέπω φιγούρες ανθρώπων που εκφράζουν ανθρώπινα συναισθήματα, καταστάσεις, παρορμήσεις. Οι Αφεντάδες είναι η εξουσία. Οι υπόλοιποι είναι οι άνθρωποι ως σκλάβοι των παθών. Ο Πανταλόνε φοράει μια μάσκα που εκφράζει το τι κατάντησε. Η μάσκα του έχει ρύγχος, για να τρώει. Είναι προέκταση του ότι έχει καταντήσει σκλάβος των απολαύσεων, της απληστίας. Η μάσκα δεν τον κρύβει, είναι το πρόσωπό του, είναι η προέκτασή του, τον αποτυπώνει. Όσον αφορά τους Αφεντάδες, τα ξεγυμνωμένα πρόσωπά τους είναι μάσκες. Είναι φτιασιδωμένοι, φορούν κορσέδες, περούκες, μπότες ψηλές, απίστευτες, μπότες σαν θηρία που ετοιμάζονται να περπατήσουν. Είναι σαν ομοιώματα ανθρώπων. Και όσοι φορούν μάσκες, είναι πιο ανθρώπινοι. Simulacrum. Ο Αρλεκίνος φορά μια μαύρη μάσκα –η μάσκα στην πιο προωθημένη της μορφή– με δύο μικρές τρυπίτσες για μάτια, αλλά χωρίς βλέμμα. Και τότε καταλαβαίνεις ότι υπάρχει και κάτι παραπέρα από το Βλέμμα της Μέδουσας. Το δε κοστούμι με τους ρόμβους δεν κάνει κανένα ρακόρ με τη μάσκα. Και προσπαθείς να τα συνδέσεις, αλλά δεν μπορείς να βγάλεις κανένα συμπέρασμα.

»Τότε μου γεννήθηκε η σκέψη: Δεν αρκεί να μη βάλω τίποτα, για να μη βγει τίποτα. Πρέπει να βρω τι να βάλω για να προκύπτει το κενό. Πρέπει να βρω το κατάλληλο στοιχείο, ώστε να μη βγαίνει άκρη. Ο Αρλεκίνος αποτυπώνει μια ιλιγγιώδη κίνηση, μια κίνηση που λέει ότι ο φωτογράφος δεν μπορεί να την πιάσει, κι όλες οι φωτογραφίες του θα βγαίνουν φλου. Και δεν είναι εξαιτίας του πόσο γρήγορα κινείται, αλλά του πώς κινείται. Επίσης, είναι παρίας ή βασιλιάς; Ζώο ή άνθρωπος; Άνθρωπος χωρίς ηλικία. Υπερβαίνει όλες τις γνωστές ιδιότητες που καρδάρουν έναν άνθρωπο. Δεν είναι το πρότυπο. Είναι ένα δραματικό πρόσωπο που παλεύοντας υπερβαίνει τις ιδιότητες. Το θέμα της μεταμφίεσης, της μάσκας, με απασχολεί πολύ. Αλλά όχι σαν τελικό αποτέλεσμα, αλλά σαν τρόπος έκφρασης. Το ανθρώπινο σώμα είναι μια γλώσσα, ένας έναρθρος λόγος. Αλλά και η μάσκα αποτελεί λόγο στην ιστορία. Έχει θεωρηθεί αναπλήρωση (όχι υποκατάστατο). Έχει θεωρηθεί βλέμμα. Ο Πίτερ Μπρουκ λέει για το θέατρο ότι, αν κρύψεις το πρόσωπο, ακόμα και με ένα χαρτί, απελευθερώνεις την κίνηση του σώματος».

Soulou_Tremplin

 Όχι πορτρέτα, μόνο διαθέσεις
«Αν δεις όλο το σχέδιό μου, κατ’ αναλογία με το θέατρο, δεν είναι μόνο το ίδιο το κοστούμι σε ένα αφηρημένο μοντέλο, αλλά είναι το χέρι, η έκφραση του χεριού, η έκφραση του προσώπου, η έκφραση της κίνησης, η φυσιογνωμία της κίνησης, που παίζουν εξίσου ρόλο με το κοστούμι. Ο Μπαρτ με συγκλόνισε όταν μίλησε για τα σχήματα-φιγούρες με την αρχαιοελληνική, χορογραφική έννοια. Το σχήμα-φιγούρα, κατά τον Μπαρτ, είναι το ανθρώπινο σώμα αποτυπωμένο πάνω στη δράση του. Και μιλά για τον λόγο, όχι για το σχέδιο. Εγώ το κάνω αυτό πράξη με το σχέδιό μου. Το σώμα, είναι λόγος, αλλά μπορεί να γίνει και φωτιά, και φωτιά είναι ο Ηράκλειτος, η Αρχαία Ελλάδα.

»Είναι τρομερή η στιγμή που έχω σχεδιάσει ένα δάκτυλο και σκέφτομαι: όχι, πρέπει να πέσει ένα χιλιοστό κάτω για να κινείται η φιγούρα. Έχει μεγάλη σημασία για μένα. Με ενδιαφέρει η χάρη και η ακρίβεια στην απόδοση της κίνησης, του βήματος, της γεωμετρίας. Ναι, κλέβω χαρακτηριστικά και εκφράσεις προσώπων, όταν κάνω τα σχέδιά μου. Υποσυνείδητα, βεβαίως. Ωστόσο, δεν θέλω να βγάλω ένα πορτρέτο ανθρώπου. Θέλω να αποτυπώσω τη βουλιμία, τη νωχέλεια, ανάλογα τη διάθεσή μου. Δεν είχα την πολυτέλεια-τύχη να έχω ένα μοντέλο, να το ρίχνω κάτω, να του λέω “κάνε αυτό και εκείνο”, οπότε εγώ είμαι το μοντέλο μου. Είμαι και κινητό μοντέλο, δεν βλέπω μόνο πώς πέφτει το πόδι, το ζω, το νιώθω και πώς λειτουργεί. Είναι σημαντικό αυτό για μένα. Αν έχω κάνει έναν αστράγαλο σωστό, νιώθω τσίμπημα στον αστράγαλό μου. Αλλιώς δεν νιώθω τίποτα. Μιλώ χωρίς υπερβολή. Έχω πολλή ένταση την ώρα που το δουλεύω». 


Δείτε πληροφορίες για την έκθεση στο Guide της Athens Voice